Χάρτης 20 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-20/afierwma/calvino-fun-park-tomeas-aorates-poleis
«Και τι είναι ο συγγραφέας της Ουλιπό; Είναι ένας ποντικός που μονάχος του χτίζει το λαβύρινθο από όπου προσπαθεί να βγει»
(Από το «Μανιφέστο» της Ουλιπό)
ΠΩΣ ΘΑ ΦΤΑΣΕΤΕ ΣΤΟ CALVINO FUN PARK
1. Θα συναντήσετε τον Ζακ Ζουέ. Είναι ο πορτιέρης. Θα κόψει εισιτήριο και θα σας περάσει κάτω από τις μπάρες «Γαλλικός κλασικισμός», Στην πορεία θα σας αναλάβει ο Καλβίνο.
«Στις 27 Ιανουαρίου 1984 ο ΄Ιταλο Καλβίνο συμμετείχε στην ημερήσια διάταξη της Ουλιπό, για να μιλήσει για τον γαλλικό κλασικό κανόνα, γνωστό ως νόμο των τριών ενοτήτων. Πρόσεξα τότε, λίγο σχηματικά, ότι ο Καλβίνο αμφισβητούσε την αποτελεσματικότητα του εν λόγω κανόνα στο όνομα του πεπρωμένου της διήγησης: χρόνος, τόπος και δράση παρεισφρέουν κάτω από τη φόρμα της διήγησης μέσα στη διήγηση […]. Ο Καλβίνο πρότεινε, αυτό είπε τουλάχιστον, να ξαναγραφτεί η Οδύσσεια σύμφωνα με τον κανόνα των τριών ενοτήτων: Ο Οδυσσέας δεν κουνιέται, οι περιπέτειες έρχονται σε αυτόν. Και μετά, περνώντας σε άλλο θέμα, οραματιζόταν να ξαναγράψει τον Άμλετ ανάποδα διατηρώντας ακόμα την ίδια ιστορία».
Αυτά έλεγε τότε ο Ίταλο Καλβίνο. Αντάρτικο σε όλα τα λογοτεχνικά πρέπει. Τα άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά, εγώ, ο έτερος ουλιπικός, ο Ζακ Ζουέ (Jacques Jouet) (έτσι για την ιστορία, επιτρέψτε μου να συστηθώ: λίγο μυθιστοριογράφος, λίγο θεατρικός συγγραφέας, μια στάλα ποιητής, πιο πολύ δοκιμιογράφος κι από σπόντα εικαστικός). Τα έχω ξαναπεί βέβαια στο άρθρο μου «Ο Άνθρωπος του Καλβίνο»[1] Δεν τον ξέρετε τώρα τον Ίταλο… Δαίμονας. Άγγελος. Κουβανός. Ή μήπως Ιταλός; Μπορεί και λίγο από όλα.
Προσδεθείτε και μη στριγγλίζετε. Θα επιχειρήσω αντρέ.
Στο μυαλό του Ίταλο Καλβίνο, φυσικά πού αλλού;
2. Προσπεράστε τον κάδο αχρήστων «Λογοτεχνικές συμβάσεις». Προσοχή ένας κουβανο-ιταλός παλαβιάρης, ο Ίταλο Καλβίνο δίπλα στον κάδο παραμιλά μόνος του. Μισό, να ακούσουμε τι λέει:
Κλασικισμός; Μπλιαξ. Αριστοτελική Ποιητική; Μπλιαξ Μπλιαξ. Αρχαιοελληνική δραματουργία; Δεν αντέχω άλλο. Μας τελείωσε και η ανισορροπία και η ένταση του μπαρόκ, και το απροσδιόριστο, και η σύγκρουση και η κινητικότητά του. Όλα έγιναν σκόνη, Επιστροφή σε αυστηρούς κανόνες. Στενός κορσές που τάχα αντιστοιχεί σε γενικότερους νόμους. Όπου να΄ναι έρχονται και οι Καντ, Λοκ και Νεύτωνα με το μηχανιστικό κοσμοείδωλό τους. Η λογοτεχνία και το θέατρο σε αναζήτηση της τάξης και της αρμονία: πλοκή οργανωμένη, ακολουθεί πιστά τη λογική, απόλυτη αλληλουχία συμβάντων, ηθοποιοί επί σκηνής ποτέ από τρεις, ενώ τηρείται και απαράβατα η ενότητα δράσης, χώρου, χρόνου. Και να πεις ότι εκείνος ο bloody bastard ο Αριστοτέλης τον θέσπισε αυτόν τον κανόνα των τριών ενοτήτων και του έδωσε χαρακτήρα επιβεβλημένων επιταγών; Το μόνο που ζητούσε ήταν μια μόνο ενότητα, αυτήν του μύθου, δηλαδή, της πλοκής, της δράσης. Αυτοί οι βρωμογάλλοι δραματουργοί το τερμάτισαν: μια μόνο πλοκή, κατά τη διάρκεια μιας μόνο ημέρας στον ίδιο χώρο.[2]
Non posso! Παλιοκλασικούρες!
3. Υπομονή. Λίγες ακόμα πληροφορίες για την ιστορία της Ou.Li.Po από τον Ίταλο Καλβίνο. Μετά, γραμμή για το Καλβινοπάρκο!
Κανόνας τριών ενοτήτων, σταθερή μορφή για τα σονέτα κι ένα σωρό άλλες λογοτεχνικές συμβάσεις, μέθοδοι και κανόνες. Τρί-χες κα-τσα-ρές! Για λογοτεχνία μιλάμε όχι για μισοτελειωμένο γιαπί. Ούτε για ορθογώνιο φέρετρο. Ας είναι καλά η ομάδα μου, η Ουλιπό. Ναι, η Ουλιπό (Ou.Li.Po), το Εργαστήρι της Δυνητικής Λογοτεχνίας (από τα αρχικά των λέξεων OUvroir de la LIttérature POtentielle), Την φτιάξανε το 1960, πρώτοι από όλους, ο Φρανσουά Λε Λιονέ (François Le Lionnais) και ο Ρεϊμόν Κενώ (Reymond Queneau), όλοι τους μαθηματικά μυαλά, μια ομάδα δημιουργικής γραφής όπως θα λεγατε εσεις σήμερα, που έψαχναν να ανανεώσουν τη λογοτεχνία παντρεύοντάς την με μαθηματικές αρχές.
Γράφει για μας η Χριστίνα Π. Φίλη:[3]
«Τρεις είναι οι σκοποί της Ουλιπό: «α) Η ανακάλυψη νέων δομών, οι οποίες θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους συγγραφείς με το δικό τους τρόπο, β) Ο δεύτερος ουλιπικός προορισμός (χωρίς φανερούς δεσμούς με τον πρώτο) είναι η έρευνα των μεθόδων των αυτομάτων μετασχηματισμών των κειμένων, π.χ. η μέθοδος Ουσιαστικό + 7, του Ζ. Λεσκύρ (J. Lescure),[4] και γ) ίσως και το πιο ενδιαφέρον − η μετατόπιση, στον τομέα των λέξεων, εννοιών που ενυπάρχουν σε διάφορους κλάδους των μαθηματικών, όπως στη Γεωμετρία (ποιήματα εφαπτόμενα μεταξύ τους, του Φ. Λε Λιονέ) ή στην Άλγεβρα του Μπουλ (Boole), (εδώ έχουμε την τομή δύο μυθιστορημάτων, του Ζ. Ντυσατό) (J. Duchateau) ή στην Άλγεβρα (με την εισαγωγή πινάκων πολλαπλασιασμού κειμένων του Ρ. Κενώ[5] − σ' αυτή την τάση βρίσκεται η συνδυαστική λογοτεχνία)». Και συνεχίζει: «Η πλειοψηφία των συγγραφέων και των αναγνωστών πιστεύει ότι οι στενά περιοριστικές δομές, όπως π.χ. η ακροστοιχία, η καρκινική γραφή κ.ά., δεν είναι παρά μια ακροβασία, μια διασκέδαση στιχοπλοκής, χωρίς καμιά πιθανότητα συμμετοχής σε αξιόλογα έργα. Στο άλλο άκρο βρίσκεται η άρνηση κάθε περιορισμού, όπως π.χ. η λογοτεχνία-κραυγή. Μεταξύ των δύο αυτών άκρων υπάρχει μια ολόκληρη κλίμακα δομών, περισσότερο ή λιγότερο περιοριστικών, που καλύπτει το ενδιαφέρον της Ουλιπό».
Κομπλάρατε; Αυτοί είμαστε εμείς. Οι ποντικοί της Ουλιπό. Μόνοι μας χτίζουμε τον λαβύρινθο από τον οποίο μετά προσπαθούμε να αποδράσουμε! Χοχοχο. Τι πλάκα!
Για μένα, τον Ίταλο, οι δρόμοι είναι δύο: ο δρόμος του φανταστικού-κωμικού […] και της επιστημονικής φαντασίας (γράφω Τα Κοσμοκωμικά, Ταυ μηδέν 1969) και ο δρόμος της διαπλοκής των αφηγηματικών επιπέδων, της διαπλοκής, από μια άποψη, μιας αφήγησης πάνω στην αφήγηση.
Ναι το ομολογώ, πάντα έτρεφα κρυφό θαυμασμό για αυτήν την γριά αλεπού, τον Μπόρχες.
Κι έτσι μου προέκυψαν οι Αόρατες Πόλεις.
4. Φτάσαμε στην μαγική τέντα του θεματικού πάρκου CALVINO fun park. Προωθούμαστε στον τομέα:
§
Ο Ι Α Ο Ρ Α Τ Ε Σ Π Ο Λ Ε Ι Σ
§
Καλώς τους, καλώς τους! Καλωσορίσατε! Εδώ το καλό αφήγημα, το προχώ, το πιο μη παραδοσιακό, το πιο ευφάνταστο, το πιο εξωφρενικό. Δεν έχετε ξαναδιαβάσει κάτι τέτοιο. Αρθρωτές, χαλαρές, σαν πετράδια κεντημένα πάνω στο δίχτυ της αιώνιας λογοτεχνίας απλές αλλά και πολύτιμες λάμπουν οι πόλεις μου. Ποιες είναι; Μπορείτε να τις γευτείτε για λίγο. Μετά εξαφανίζονται. Σε όλη την πορεία θα είμαι ο ξεναγός σας, εγώ, ο Ίταλο. Θα σας ξεναγήσω στις πόλεις έτσι όπως τις κατέβασα από την Βιβλιοθήκη της Βαβέλ, του Μπόρχες. Και όχι, δεν είμαι ψώνιο.
Τι σας περιμένει:
Ο Κουμπλάι Χαν, αυτοκράτορας της Κίνας και αρχηγός των Ταρτάρων υποδέχεται καθημερινά ένα ετερόκλητο πλήθος απεσταλμένων, μαντατοφόρων κι επιθεωρητών που του δίνουν αναφορά για τα ταξίδια τους στις μακρινές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ανάμεσά τους ο Μάρκο Πόλο, βενετός ταξιδιώτης, περιγράφει το πλήθος των πόλεων που έχει επισκεφθεί. Η επικοινωνία ανάμεσά τους αρχικά γίνεται με νεύματα και νοήματα. Οι πραγματικές αποστάσεις που έχουν να διανύσουν οι δύο ήρωες δεν είναι αυτές της αχανούς αυτοκρατορίας· η απόσταση βρίσκεται στην κατάσταση και την ψυχολογία τους. Η φαντασία αποκαθιστά τα κενά. Πάγιό αίτημα η ελαφρότητα και η απλότητα. Όσο ο Μάρκο Πόλο κατακτά τη γλώσσα, αποκαθιστά τον διερρηγμένο κώδικα επικοινωνίας, ωστόσο η ευχαρίστηση και η φαντασία σιγά σιγά δίνουν τη θέση τους στην πολυπλοκότητα
Οι σύντομοι διάλογοι ανάμεσα στον Κουμπλάι Χαν και στο Μάρκο Πόλο εναλλάσσονται με εξίσου σύντομες περιγραφές πόλεων. Ο Κουμπλάι Χαν, μελαγχολικός αυτοκράτορας, απογοητευμένος από την επίγνωση του αχανούς της αυτοκρατορίας του και την αδυναμία γνώσης του για αυτήν, απολαμβάνει αυτές τις περιγραφές του Μάρκο Πόλο, όχι όμως χωρίς επιφύλαξη και σκεπτικισμό.
Η ταξιδιωτική αναφορά του Μάρκο Πόλο γίνεται καμβάς πάνω στον οποίο καρφιτσώνονται οι σύντομες περιγραφές των φανταστικών πόλεων. Ο Πόλο ταξιδεύει κι επιστρέφει με αφηγήσεις που ακροβατούν ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην επινόηση: ο αυτοκράτορας συχνά αποφαίνεται άμεσα ή έμμεσα ότι οι πόλεις είναι αποκυήματα της φαντασίας του Πόλο: «Οι πόλεις σου δεν υπάρχουν. Ίσως να μην υπήρξαν ποτέ. Το σίγουρο είναι ότι δε θα υπάρξουν ποτέ. Γιατί βαυκαλίζεσαι με παρήγορα παραμύθια;»[6] Ωστόσο ο Πόλο φαίνεται ότι εξερευνά όλες τις κρυμμένες πτυχές των πόλεων. Μέσα από τις περιγραφές του παρελαύνουν όλα τα εξωτερικά και δομικά χαρακτηριστικά των πόλεων αλλά και τα κρυφά, τα αόρατα, οι συνήθειες των κατοίκων, τα όνειρά τους, οι ιδιοτροπίες, οι αντιφάσεις, οι φόβοι, οι επιθυμίες τους. Η πόλη, δεν είναι μόνο μια δομική κατασκευή αλλά κυρίως ένα πυκνότατο πλέγμα εμπειριών, αναμνήσεων, διαδρομών, πεπρωμένων σε έναν όχι αυστηρά γεωδαιτημένο χώρο.
[...] τούτη η αυτοκρατορία, που μας φαινόταν η συνισταμένη όλων των θαυμάτων, δεν ήταν παρά μια διαλυμένη έκταση χωρίς μορφή και τέλος, ότι η διαφθορά της έχει μετατραπεί πλέον σε ένα καρκίνωμα από το οποίο δεν μπορεί να μας σώσει ούτε το σκήπτρο μας, ότι ο θρίαμβος εναντίον κάθε αντίπαλου βασιλέως μάς μετέτρεψε σε κληρονόμους της ατέρμονης καταστροφής τους. Μονάχα στις αναφορές του Μάρκο Πόλο ο Κουμπλάι Χαν κατόρθωνε να διακρίνει, πίσω από τείχη και πύργους προορισμένους να καταρρεύσουν, το φιλιγκράν ενός σχεδίου τόσο λεπτού, ώστε να ξεφεύγει από το δάγκωμα των τερμιτών.[7]
Όπως ξέρετε ποτέ ένας συγγραφέας δεν έχει κάτι να πει για το έργο του. Τα έχει πει όλα ΜΕ το έργο του. Ας ακούσουμε λοιπόν τι λένε άλλοι για μένα.
Κατά το Θοδωρή Χιώτη: «οι περιγραφές των πόλεων είναι τρόπον τινα μια αντίσταση στην αναπόφευκτη φθορά και στην κατάρρευση της αστικής ζωής. Η μεταφορά στην τελευταία πρόταση του αποσπάσματος λειτουργεί διπλά: το συρμάτινο λεπτούργημα (φιλιγκράν) το οποίο διαγράφει ένα λεπτοκαμωμένο αόρατο κατασκεύασμα αναφέρεται από τη μια μεριά στην έννοια της πόλης και από την άλλη στο ίδιο το βιβλίο και την περίτεχνη δομή του».[8]
5. Η κατασκευή του Πάρκου. Βγάλτε τα κομπιουτεράκια. Θα σας τρελάνω…
Θα συναντήσετε 9 ενότητες-σύνολα πόλεων αριθμούμενες με γράμματα του λατινικού αλφαβήτου (I − IX). Κάθε ενότητα-σύνολο πλαισιώνεται από δύο συνομιλίες ανάμεσα στο Μάρκο Πόλο και στον Κουμπλάι Χαν, άρα έχουμε 18 διαλογικά μέρη. Η πρώτη και η τελευταία ενότητα-σύνολο περιλαμβάνουν από 10 σύντομες περιγραφές πόλεων η κάθε μια, δηλαδή 20 πόλεις. Οι ενδιάμεσες ενότητες περιλαμβάνουν από 5 περιγραφές πόλεων, όλες μαζί δηλαδή, 35 πόλεις. Έχουμε λοιπόν, συνολικά:
Δεν τελειώνουμε όμως εδώ. Μπορείτε να τριγυρίσετε και με άλλο τρόπο καθώς οι πόλεις μου ακολουθούν και μια άλλη, νοηματική κατάταξη σε 11 θεματικές κατηγορίες. Έτσι έχουμε:
Για κάθε μια από αυτές τις θεματικές κατηγορίες έχω γράψει 5 περιγραφές πόλεων, επομένως έχουμε άλλη μια κατάταξη που διαπερνά «διαγώνια» θα λέγαμε την αρχική κατάταξη. Έτσι προσθέτουμε στην προηγούμενη κατάταξη:
Παράλληλα, έχουμε στις ενότητες-σύνολα των πόλεων του και μια «αντίστροφη μέτρηση» των περιγραφών. Έχουμε:
Αν δε, λάβουμε υπ’ όψιν μας και τις θεματικές κατηγορίες, τότε τα πράγματα σκουραίνουν ακόμα περισσότερο: κάθε ενότητα-σύνολο, από τη 2η ως την 8η, έχει 5 πόλεις (μια κατηγορία αφαιρείται, μια προστίθεται). Με λίγα λόγια, στη δομή δεν επαναλαμβάνονται 2 όμοιες κατηγορίες. Η 1η κι η 9η δεν ακολουθούν τους κανόνες των ενδιάμεσων κεφαλαίων. Σας το έχω και σε σχηματάκι:
νεκρ.,ουρ.,συνεχ.,κρυφ., ουρ.,συν.,κρυφ., συν., κρυφ., κρυφ.
όν., νεκρ.,ουρ.,συνεχ.,κρυφές
μάτ., όν., νεκρ.,ουρ.,συνεχόμενες
ανταλ.,μάτ., όν., νεκρ.,ουρανός
λεπτ., ανταλ.,μάτ., όν., νεκροί
σημ., λεπτ., ανταλ.,μάτ., όνομα
επιθ., σημ., λεπτ., ανταλ.,μάτια
μνήμη, επιθ., σημ., λεπτ., ανταλλαγές
Μνήμη, μνήμ., επιθυμία, μνήμ., επιθ., σημάδια, μνήμ., επιθ., σημ., λεπτές
Σε κάθε ενότητα-σύνολο προστίθεται μια θεματική κατηγορία η οποία χρησιμεύει σαν αρμός για τη μετάβαση στην επόμενη ενότητα. Στη δε τελευταία ενότητα-σύνολο, τα θέματα μοιάζουν να αιωρούνται στον ουρανό: οι πόλεις και οι νεκροί, οι πόλεις και ο ουρανός, οι συνεχόμενες πόλεις, οι κρυφές πόλεις. Οι Αόρατες Πόλεις μου εξαϋλωμένες, περισσότερο μεταφυσικές από ποτέ, συνεχίζουν τον αέναο χορό τους στο διηνεκές, σα μυστικά αρχέτυπα που χάνονται στα σύννεφα (δεν είναι τυχαίο που κλείνω με το νούμερο 5 και την κατηγορία « Οι κρυφές πόλεις», περιγράφοντας έτσι πόλεις που δε θα δούμε ποτέ).
Τι νομίζετε, ότι θα σας πω τι μπορεί να είχα στο μυαλό μου; Hard to say! Μπορείτε πάντως να ακολουθήσετε στο διάβασμά σας όποιον δρόμο θέλετε. Γιατί η λογοτεχνία είναι κυρίως απόλαυση! Χαρά! Κυνήγι θησαυρού! Και γιατί ποτέ κανένας αναγνώστης δεν διαβάζει τα ίδια με έναν άλλον αναγνώστη. Όλοι ακολουθούν διαφορετικό μονοπάτι μέσα στο βιβλίο, μέσα στο μυαλό τους. Όπως μέσα σε μια πόλη οι πορείες είναι άπειρες, έτσι και στο βιβλίο οι πορείες είναι αμέτρητες. Το βιβλίο γίνεται μια πόλη από μόνο του.
Θα σας πω μονάχα τι διαβάζουν οι αναγνώστες μου σε όλο αυτό το παιχνιδάκι που σκάρωσα για να διασκεδάσω πρώτα πρώτα εγώ ο ίδιος. Ιδού ολίγη βιβλιογραφία:
1/ Η Μίντα Πατέλ-Σβαρτς (Medha Patel-Schwarz) υποστηρίζει ότι, τόσο το πρώτο κεφάλαιο όσο και το αντίστροφό του, ανακαλούν έντεχνα την ακολουθία Fibonacci, την ακολουθία αριθμών του μεγαλύτερου ίσως Ιταλού μαθηματικού του 13ου αιώνα (ίσως δεν είναι τυχαία η επιλογή μιας και ο Μάρκο Πόλο γεννήθηκε το 1254 οπότε και η πλοκή του μυθιστορήματός μου τοποθετείται κατά προσέγγιση μετά το 1273). «Η ακολουθία Fibonacci είναι μια σειρά αριθμών στην οποία ο κάθε αριθμός είναι το άθροισμα των δύο προηγούμενων: 0, 1, 1, 2, 3, 5, 8, 13, 21, 34, 55 κλπ. Όπως και η εναλλαγή των Αόρατων Πόλεων έτσι και η ακολουθία Fibonacci μπορεί θεωρητικά να συνεχιστεί στο άπειρο. Ξεκινά φαινομενικά από το μηδέν, με μια επανάληψη της μονάδας. Αντίστοιχα, οι Αόρατες Πόλεις ξεκινούν με την επανάληψη της θεματικής κατηγορίας «Οι πόλεις και η επιθυμία». Επίσης, καθώς η ακολουθία συνεχίζεται, ο λόγος δύο διαδοχικών αριθμών προσεγγίζει ολοένα και περισσότερο τη χρυσή τομή (ή χρυσή αναλογία, ή αριθμό φ=1,618033989)».[9] Υπονοεί άραγε ο Καλβίνο ότι όσο η κατανόηση ανάμεσα στο Χαν και στον Πόλο οδηγείται στην τελειότητα τόσο οι πόλεις πλησιάζουν το αληθινό τους πρόσωπο; Και αν ναι, ποιο είναι αυτό το αληθινό πρόσωπο;
Προσωπικά υποστηρίζω ότι «πρέπει μάλλον να διαχωρίσουμε τις πόλεις σε δύο κατηγορίες: εκείνες που συνεχίζουν μέσα από τα χρόνια και τις αλλαγές να δίνουν μορφή στις επιθυμίες τους και σε εκείνες στις οποίες οι επιθυμίες είτε κατορθώνουν να αναιρέσουν την πόλη είτε να αναιρεθούν οι ίδιες».[10] Στην αρχή του βιβλίου οι πόλεις εμφανίζονται μακάριες, αντανακλώντας μια γενικότερη, ολιστική άποψη της αυτοκρατορίας αλλά, καθώς αυτό εξελίσσεται, οι πόλεις γίνονται σκοτεινότερες, αντανακλώντας μια πιο απαισιόδοξη άποψη. Το βιβλίο κλείνει με μια άποψη για την «πόλη-κόλαση»: «Δύο τρόποι υπάρχουν για να μην υποφέρουμε. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδεχθούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να καταλήξουν να μην τη βλέπουν πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή προσοχή και διάθεση για μάθηση: να προσπαθήσουμε να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο».[11]
2/ Ο Άλμπερτ Σμπράτζια (Albert Sbragia) στο δοκίμιό του Italo Calvino’s Ordering
of Chaos προσεγγίζει την δομή μου με ένα διαφορετικό τρόπο: « Η παραδοσιακή δυτική επιστήμη […] επέλεξε να κρατήσει το χάος στα παρασκήνια, εστιάζοντας στις τακτοποιημένες γραμμικές ευκλείδειες εξισώσεις κι αγνοώντας τη χαοτική διαμόρφωση των περισσοτέρων φυσικών φαινομένων». Το χάος απορρίφθηκε σαν απρόβλεπτη σύγχυση και πιθανή απειλή για την ανθρώπινη ύπαρξη. Μόνο στα τέλη του 20ού αιώνα, ταυτόχρονα με την έκρηξη των επιστημών της πληροφορικής και της τεχνολογίας, οι επιστήμονες άρχισαν να επανεξετάζουν το χάος. Ο Σμπράτζια λέει ότι «τα συστήματα του χάους κάνουν εμφανή τώρα τον πλούτο τους σε πληροφορίες και πολυπλοκότητα […] και η διάδραση της τάξης και της αταξίας δεν είναι πια ένας αμετάκλητος χορός με το θάνατο της εντροπίας αλλά η απόλυτη πηγή ζωής στο σύμπαν».[12]
Αυτός μάλλον με τσάκωσε λίγο παραπάνω. Στο δοκίμιό μου Ακρίβεια, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Έξι προτάσεις για τη νέα χιλιετία έχω γράψει: «Το σύμπαν αποσυντίθεται σε ένα νέφος θερμότητας, πέφτει αναπόφευκτα σε έναν στρόβιλο εντροπίας, αλλά μέσα σε αυτήν την αναπότρεπτη διαδικασία μπορεί να υπάρξουν περιοχές τάξης, τμήματα της ύπαρξης που τείνουν σε ένα σχήμα, προνομιούχα σημεία στα οποία μπορούμε να διακρίνουμε ένα σχέδιο ή μια προοπτική. Ένα λογοτεχνικό έργο είναι ένα από αυτά τα μικροσκοπικά κομμάτια, στα οποία το υπαρκτό αποκρυσταλλώνεται σε σχήμα, αποκτά μια σημασία − όχι συγκεκριμένη, όχι οριστική ούτε κοκαλωμένη σε μια ανόργανη και νεκρή ακινησία αλλά ζωντανή, σα ζωντανός οργανισμός».[13]
3/ Η άποψη του Μιχαήλ Βάιζελ (Mikhail Vizel) ότι οι Αόρατες Πόλεις είναι μια μορφή πρώιμου υπερκειμένου. Το υπερκείμενο (hypertext), παιδί του μεταμοντερνισμού, συνιστά ένα είδος κειμένου, χωρίς γραμμική, παραδοσιακή δομή, ένα σύνολο συνδεδεμένων κόμβων, «υπερδεσμών» (links) μέσα στους οποίους οι αναγνώστες περιδιαβαίνουν ελεύθερα, δημιουργώντας με τη διαφορετική αναγνωστική τους λειτουργία και ένα διαφορετικό «κείμενο». Το υπερκείμενο έτσι παραμένει ανοιχτό σε κάθε είδους νεωτερικότητα, καθώς μπορεί να συμπεριλάβει ανομοιογενές υλικό (κείμενα, φωτογραφίες ή πολυμέσα), να δημιουργηθεί από έναν ή και παραπάνω δημιουργούς, να διευρυνθεί στο άπειρο αλλά και να γεννήσει πολλαπλές αναγνώσεις. Η αποσπασματικότητα κι η ποικιλομορφία του σύγχρονου, κατακερματισμένου κόσμου, η αποσταθεροποίηση των παραδοσιακών αξιών και δομών, ο συγκρητισμός των ειδών του μεταμοντερνισμού, όλα αντικατοπτρίζονται με τον καλύτερο τρόπο στο υπερκείμενο. Ο Βάιζελ επισημαίνει ότι αυτή η αποσπασματικότητα, η μη γραμμικότητα της αφήγησης, χαρακτηριστικά στοιχεία των Αόρατων Πόλεων, καθιστούν το βιβλίο ένα πρώιμο υπερκείμενο, όπου πρακτικά είναι αδύνατον να διατηρήσει κανείς μια συνέχεια είτε στην πρώτη, είτε στη δεύτερη ανάγνωση. Αντίθετα, ο αναγνώστης καλείται να ανακαλύψει και να ενεργοποιήσει μόνος του τυχόν εσωτερικές συνδέσεις. Η μοναδική και πολύπλοκη δομή του μοιάζει λέει. με μια προσπάθεια του Καλβίνο (δηλαδή δικιά μου) να «τραβήξει διάφορες γραμμές ενώνοντας διαφορετικά σημεία αναφοράς», να προτείνει διαφορετικές αναγνώσεις, ομαδοποιώντας με διαφορετικούς τρόπους τα κείμενά του και δημιουργώντας ένα δίκτυο που επιτρέπει πολλαπλές διαδρομές και την εξαγωγή ποικίλων συμπερασμάτων.[14]
Εσείς τι λέτε για όλα αυτά;
Εγώ απλά ήθελα να τιμήσω τον Μάρκο Πόλο και τον μυθικό για τη διάδοση και την επιτυχία του ταξιδιωτικό του οδηγό, που θα μείνει στην ιστορία με το παρατσούκλι Το εκατομμύριο (Il Millione). Γιατί εκτός από τους επισκέπτες της Ανατολής υπάρχουν και οι «νομάδες της πόλης».[15]
Όσο για τον χρόνο, χα! Πάλι σας ξεγέλασα. Ο χρόνος είναι τελείως σχηματικός και συμβατικός. Δράση δε θα βρείτε. Σε όλα τα διαλογικά-ιντερμεδιακά μέρη, ο Πόλο και ο Χαν κάθονται και συζητούν. Εξέλιξη δε θα βρείτε- μόνο κάποια εσωτερική δράση· καθώς οι δυο συνομιλητές αλληλοκατανοούνται όλο και περισσότερο, οι ρόλοι τους εναλλάσσονται − κάπου ο Χαν περιγράφει κι ο Πόλο ακούει − αλλά και οι ίδιες οι πόλεις μου γίνονται όλο και σκοτεινότερες, όλο και περισσότερο αβίωτες. Ήθελα να «ακούτε τη συζήτηση ανάμεσα στον Πόλο και τον Χαν η οποία είναι πιθανόν να συνεχίζεται και αφού κλείσετε το βιβλίο».[16]
Τι άλλο θα βρείτε στο βιβλίο μου:
1/ «Το βιβλίο μου ανοίγει και κλείνει με εικόνες ευτυχισμένων πόλεων που συνεχώς αλλάζουν σχήμα και χάνονται, κρυμμένες μέσα σε δυστυχισμένες πόλεις»[17].
2/ Οι πόλεις, άλλοτε υπάρχουν ως προϊόν ανάμνησης άλλοτε ως προϊόν κατασκευής. Η λογοτεχνία αυτοπροσδιορίζεται.
3/ Πρώτος κανόνας δημιουργικής γραφής: Όλα τα κείμενα διαλύονται για να ξαναενωθούν με όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους. «Ο Κουμπλάι Χαν είχε συνειδητοποιήσει ότι οι πόλεις του Μάρκο Πόλο έμοιαζαν μεταξύ τους, λες και το πέρασμα από τη μια στην άλλη δε συνεπαγόταν ένα ταξίδι αλλά απλώς μια αλλαγή των στοιχείων τους. Τώρα, από κάθε πόλη που ο Πόλο τού περιέγραφε, το μυαλό του Μεγάλου Χαν ταξίδευε για δικό του λογαριασμό και, αφού αποδομούσε την πόλη κομμάτι κομμάτι, την ξανάχτιζε με έναν άλλο τρόπο, αντικαθιστώντας στοιχεία, μετακινώντας τα, αναστρέφοντάς τα».[18] Η πόλη διαλύεται για να επανασυντεθεί σε αέναες φόρμες. Η πόλη γίνεται ένα σύνολο συμβόλων, ένα σημειολογικό σύστημα που ποτέ δεν εξαντλείται αλλά ανοιγοκλείνει σε ευτυχισμένους και δυστυχισμένους συνδυασμούς.
4/ Τα αποφθέγματα
Η αποδόμηση όμως δεν είναι το μόνο στοιχείο ποιητικής που ενσωματώνεται στο κείμενο. Έχω σφηνώσει ενδιάμεσα διάσπαρτες ρήσεις αποφθεγματικού χαρακτήρα, σύντομες κατακλείδες, «ηθικά διδάγματα». Όπως έχω παραδεχτεί τι «αυτό είναι ένα βιβλίο φτιαγμένο σαν τα πολύεδρα, και από κατακλείδες έχει άφθονες και παντού, γραμμένες κατά μήκος κάθε ακμής του».[19]
5/ Οι «θηλυκές πόλεις»
Ποιες όμως είναι αυτές οι πόλεις; Μελετητές έχουν επισημάνει τη θηλυκή τους υπόσταση, κάτι που τις κάνει «τόπους που πρέπει να κατακτηθούν».[20] Τα ονόματά τους κινούνται ανάμεσα σε ρίζες λατινογενείς (Οκτάβια, Λεονία), ανατολίζουσες (Ζαΐρα, Ταμάρα), ελληνικές (Φαιδώρα, Φυλλίδα), μυθολογικές (Λεάνδρα, Βερενίκη), ή ανακαλούν απευθείας την commedia dell’ arte (Κλαρίσα, Σμαραγδίνα). Οι πόλεις γίνονται τόποι εσωτερικοί που ενεργοποιούνται από τον αναγνώστη. Ό, τι έχω γράψει γίνεται μια επιστολή αγάπης μου προς αυτές.[21]
5/ Η Βενετία ως πόλη-αρχέτυπο
Δεν υπάρχει άλλη πολιτεία, μονάχα η Βενετία.
Ο Χαν καταλαβαίνει ότι ο Πόλο δε μιλά ποτέ για τη Βενετία και ο Πόλο παραδέχεται ότι δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μιλά για αυτήν. Η Βενετία, πόλη μοναδική στον κόσμο, που αφήνει τον επισκέπτη να έχει μια αντίληψη για μια διαφορετική πραγματικότητα, αυτήν «της αποθέωσης της φόρμας» κατά την έκφραση του A. Guenis, υψώνεται σε αρχετυπική πόλη, ενσαρκώνει γεωγραφικά και χωροταξικά την αρχή της μη - γραμμικότητας και του λαβυρίνθου, και προκαλεί μέσα στο βιβλίο τον αναγνώστη να αρχίσει ξανά την ανάγνωση, αναζητώντας μέσα στις περιγραφές των πόλεων δικά της στοιχεία. Ένας ταξιδιώτης δεν ταξιδεύει μόνο για να γνωρίσει νέους τόπους. Ταξιδεύει για να ξαναθυμηθεί, και να αγαπήσει ίσως, ξανά το δικό του τόπο, αυτόν που γνωρίζει ή αυτόν που έχει μέσα του. Οι πόλεις μάς φέρνουν σε επαφή με τον άγνωστο εαυτό μας, από τον οποίο είμαστε για πάντα αποξενωμένοι.
6/ Η «ορατότητα»
Η «ορατότητα» είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό των Αόρατων Πόλεων μου. «Σκαρώνοντας μια ιστορία το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι μια εικόνα που για κάποιο λόγο είναι φορτισμένη με κάποια σημασία ακόμα κι αν δεν μπορώ να δώσω σχήμα σε αυτήν τη σημασία. Γύρω από την κάθε εικόνα έρχονται άλλες, σχηματίζοντας ένα πεδίο αναλογιών, συμμετριών ή αντιπαραθέσεων»[22]. Οικοδομώ σταδιακά το υλικό μου, χρησιμοποιώντας αντιθέσεις ή παλινδρομικές κινήσεις, οπωσδήποτε όμως αφήνοντας ανοιχτά ενδεχόμενα, έναν ικανό αριθμό εναλλακτικών πιθανοτήτων. Φυτεύω» κατά κάποιο τρόπο στο μυαλό σας την ιδέα μου και την αφήνω να αναπτυχθεί από μόνη της, αντί να την παραδώσω περίκλειστη, σε αυστηρά προκαθορισμένα όρια.
7/ Όνειρο ή πραγματικότητα;
Μέσα στα πλαίσια των αντιθέσεων, της ρευστής αυτής πραγματικότητας που ανοιγοκλείνει σαν έμβιος οργανισμός, η φαντασία συγχέεται με την πραγματικότητα. Οι δύο συνομιλητές αναρωτιούνται αν συνομιλούν ή ονειρεύονται. Αν ταξίδεψαν ή φαντάστηκαν. Αν ζουν τη ζωή τους έτσι όπως τη γνωρίζουν ή αν ζουν τη ζωή δύο κουρελήδων με τα παρατσούκλια Χαν και Πόλο που ψάχνουν μεθυσμένοι τα σκουπίδια και νομίζουν ότι αντικρίζουν τις λάμψεις των θησαυρών της Ανατολής. Αυτή την μπορχικού τύπου προβληματική, που την αγαπάω τόσο, θα την ξαναβρείτε αργότερα στο μεταμυθιστόρημα μου Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης. Θα το προσδιορίσει ο Τσβετάν Τοντόροφ ως αναγκαίο κατηγόρημα της μυθοπλαστικής λογοτεχνίας: το δισταγμό. Τα γεγονότα που παρατίθενται σε μια φανταστική αφήγηση είναι πραγματικά ή φανταστικά; Η διφορούμενη φύση τους θα διχάζει πάντα τον αναγνώστη.
8/ Το Ύφος
Προχωρώντας προς την έξοδο και λίγο πριν σας αφήσω να συνεχίσετε τις βόλτες σας μέσα στο πάρκο θα σας πω το ένα και μοναδικό πράγμα που είχα στο μυαλό μου όσο έγραφα τις Πόλεις μου: το στιλπνό και λαμπερό ύφος. Την απόδοση με ακρίβεια του πιο σύνθετου συλλογισμού. Την αρμονία και την ομορφιά. Οι μεγάλες μου προτάσεις- κάτι σαν σήμα κατατεθέν μου- λένε ότι μοιάζουν με φάρμακο κατά του σκότους: οι μεταφορές μου θέλησα να αποδίδουν με κρυστάλλινη σαφήνεια το σημασιολογικό μου σύμπαν. Είμαι νευρωτικός συλλέκτης στοιχείων: οι περιγραφές μου ξεκινούν συχνά με απρόοπτους συσχετισμούς, όσο όμως εξελίσσονται, συνθέτουν το πιο φωτεινό αποτέλεσμα. Η Διομίρα, η πρώτη πόλη, είναι «μια πόλη με εξήντα ασημένιους τρούλους, μπρούντζινα αγάλματα όλων των θεών, δρόμους τέλεια λιθοστρωμένους, ένα κρυστάλλινο θέατρο, έναν χρυσό πετεινό που τραγουδά κάθε πρωί πάνω σε έναν πύργο»[23]. Ενώ στη Θέκλα, μια από τις τελευταίες πόλεις, «όποιος φτάνει, ελάχιστα πράγματα βλέπει από την πόλη, πίσω από τους ξύλινους φράχτες, τα καραβόπανα, τους μεταλλικούς σκελετούς, τις ξύλινες σκαλωσιές που κρέμονται από σκοινιά ή στηρίζονται σε καβαλέτα, τις ανεμόσκαλες, τα στρωματόπανα. Στην ερώτηση: «Γιατί το χτίσιμο της Θέκλας συνεχίζεται τόσο πολύ καιρό;» οι κάτοικοι χωρίς να πάψουν να ανεβάζουν κουβάδες, να κρατούν αλφάδια, να μετακινούν πάνω κάτω τεράστια πινέλα, απαντούν: «Για να μην αρχίσει η καταστροφή». Κι αν ερωτηθούν μήπως φοβούνται ότι μόλις φύγουν οι σκαλωσιές η πόλη θα αρχίσει να θρυμματίζεται και να διαλύεται, προσθέτουν βιαστικά, με χαμηλή φωνή: «Όχι μόνο η πόλη. […] Η δουλειά σταματά το δειλινό. Η νύχτα κατεβαίνει πάνω από το εργοτάξιο. Είναι μια νύχτα γεμάτη αστέρια. «Να το το σχέδιό μας», λένε.[24]
——————————
Βλ. και Οι Αόρατες πόλεις ορατές