Χάρτης 10 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-10/pyxides/mikrh-klimaka-giannhs-doykas-kwstas-peroylhs-nina-raph-kwnstantia-swthrioy
H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«Δε θα βγάλουμε άκρη».
Να ήταν οι εννέα νύχτες έρωτα, όσο να γεννηθούν εκείνες που μπορούν ψέματα γλυκομίλητα να λένε, κερήθρες υπογλώσσιες, ή ν’ αφηγούνται με ψέματα παρόμοιες αλήθειες, να σε περιγελούν και να σε σφίγγουν απ’ τους μηρούς ανάμεσα, στην παρεγκεφαλίδα;
Ή να ’ταν εκείνα τα βουνά που όλο γλυκοκοιτάζονταν κι ως και το χαλικάκι τους ζητούσε να στάξει στην αιώρηση; Ο γδούπος, μήπως, που ακουγόταν, καθώς ο Ουρανός έπαιρνε τον κατήφορο και, φτάνοντας στη Γη, χειροδικούσε σαν να της έλεγε στη βία μου θα γίνεις συνεργός και θα ποθήσεις μόνη να ’σαι το θύμα της;
Να ’ταν, ανάθεμά τον, εκείνος ο επίορκος θεός, άναυδος και ανάπνευστος και χιλιοφασκιωμένος; Η μνήμη των σωμάτων μας που αγγίχτηκαν και τώρα έχουν ξεμάθει; Να ήταν η κακόφωνή μου τέχνη σαν παιδοκτόνος λαίμαργη, γαργάλημα που βγήκε από τα τάρταρα και σου ’πε φεγγάρι μου, εγώ θα σε πατήσω με την άκατο;
Απ’ τον πολύ κελαηδισμό, έχασα τη σειρά μου. Τόλμησα την περιγραφή και μπήκα στον λαβύρινθο κρυμμένος, να ’χω να τα κλωσώ, να περιμένω τόσους αιώνες μάταια το νήμα, λες κι όσοι δεν κεντούσαν, θάβανε τα κουβάρια τους βαθιά να μην τ’ αγγίξει άλλος κανείς που πέρναγε απ’ τον τόπο.
Μπλεγμένος, μοναχός, περδουκλωμένος, μιλούσα με τον σβέρκο μου – τι του ’πα; Μινώταυρε, σε καθεμιά πτυχή τα μάγουλά σου ερυθριούν από τη ζέστη, την ντροπή και την ανάγκη. Εδώ μείνε και λούφαξε∙ απ’ όσα θες να πεις, απ’ όσα βλέπεις στον τοίχο και το πέλαγο, εμείς, που ακούμε, δε θα βγάλουμε άκρη.
Ήμασταν σαν σε μια αυλή, σα να 'ναι πάνω στο δρόμο, και καθόμασταν σε ένα τραπέζι. Μας άρεσε πάρα πολύ που είχε τόσο ωραίο ήλιο, έλεγα «τι ωραίος ήλιος», έτσι όπως μας χτυπούσε, αυτό το φως όμως άρχισε να γίνεται τόσο έντονο που δεν μπορούσα πια να σε κοιτάξω, ενώ είχα τόση επιθυμία, δεν μπορούσα ν' ανοίξω τα μάτια μου γιατί με τύφλωνε, και μου είπες «φταίει η θέση σου, έλα να κάτσεις από δω, εδώ δεν χτυπάει τόσο», και σηκώθηκα και ήρθα και έκατσα από την πλευρά σου αλλά πάλι με τύφλωνε, ενώ εσένα όχι, όπου και να στεκόμουν με τύφλωνε. Τότε είδα το σκυλί που είχε έρθει απ' το δρόμο και άρχισε να τρίβεται ερεθισμένο στο πόδι μου. Δεν ξέρω πώς με τόσο φως, σου λέω «πάρε αυτό το σκυλί απ’ το πόδι μου», γιατί δεν μπορούσα, με τύφλωνε ο ήλιος και το σιχαινόμουνα, και μου λες «κλώτσα το να φύγει, κι εγώ το σιχαίνομαι αυτό το σκυλί», αλλά δεν έκανες τίποτα, αυτό συνέχιζε να τρίβεται στο πόδι μου κι εγώ αηδίαζα και σου λέω «έλα, κόψε τις βλακείες και πάρ’ το απ’ το πόδι μου, δεν αντέχω άλλο». Σηκώθηκες τελικά απ' την καρέκλα σου, αυτό συνέχιζε στο πόδι μου, ξέραμε ότι όλο αυτό δεν είναι για καλό, κάτι άσχημο είχε γίνει, όχι ανεπανόρθωτο αλλά ένα βάρος μέσα μας, όμως είπες ότι έτσι και διώξουμε τώρα το σκυλί δε θα σταματήσω να τυφλώνομαι, δε θα καταλάβουμε τι συμβαίνει μ' εμάς τους δύο, ποτέ δε θα βγάλουμε άκρη.
Ταξίδευα με τη μητέρα μου σ’ έναν άγνωστο τόπο. Φτάσαμε σε μια γέφυρα. Είδαμε μπροστά μας δύο κένταυρους, φύλακες της γέφυρας, που μας μπλόκαραν το δρόμο. Συνεννοηθήκαμε σιωπηλά να περάσουμε στο «αδιάφορο» να μην τραβήξουμε την προσοχή τους. Η μητέρα μου κατάφερε έτσι να διασχίσει τη γέφυρα. Προσπάθησα κι εγώ αλλά ο ένας φύλακας με άρπαξε απ’ το χέρι και με ακινητοποίησε. «Αγρίεψέ τον, ρίξε καμιά πέτρα», φώναξε η μητέρα μου. Προσπάθησα, αλλά φαινόταν αδύνατο. «Δε θα βγάλουμε άκρη με αυτούς», σκέφτηκα, ενώ ταυτόχρονα τράβηξα αποφασιστικά το χέρι μου και ξέφυγα. Έπεσα όμως στο χώμα. Ο φύλακας απέναντί μου με κοίταζε θριαμβευτικά.
Τον κοίταξα άφοβα εκείνη τη στιγμή· χαμογέλασε σαν αυτό να περίμενε, μια αντίσταση δηλαδή, και με άφησε να περάσω.
Συνεχίσαμε το ταξίδι μας και βρήκαμε μια όμορφη σπηλιά. Μπήκαμε μέσα. Σύντομα όμως έχασα τη μητέρα μου. Βρέθηκα σ’ ένα φριχτό, εξαθλιωμένο τόπο. Είδα ένα περίεργο πλάσμα, κάτι σαν τον Χάρο, κάτι σα σκιάχτρο πάνω σε πανύψηλα ξυλοπόδαρα, που βάδιζε αργά. Δε με είδε γιατί ήταν απορροφημένο στον προορισμό του που ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση από μένα.
Τι διάολο συμβαίνει, πού βρίσκομαι, αναρωτήθηκα.
Είδα τότε μπροστά μου μια σκουριασμένη πινακίδα που έγραφε: «Στο χώρο αυτό ίσως βιώσετε αποπροσανατολισμό. Άνθρωποι εδώ γίνονται αόρατοι ή δεν ανταποκρίνονται όταν τους ψάχνουν».
Συνέχισα να ψάχνω τη μητέρα μου και κατάφερα να βγω από την σπηλιά. Την είδα να κάνει βόλτα χαμογελαστή στον ήλιο, δίπλα στη θάλασσα. Έτρεξα γεμάτη χαρά και φώναξα «μαμά, μαμά».
Αλλά δε με άκουγε.
Ούτε με έβλεπε.
«Πού είναι πολύς ο Θεός;», ρώτησε το αγόρι. Στο φόβο, του απάντησε η μάνα. Εκεί είναι πολύς ο Θεός. Όταν υπάρχει φόβος ο Θεός είναι μπόλικος. Υπάρχει πολύς εκεί ο Θεός. «Και όταν υπάρχει αγάπη;» Ήθελε να ρωτήσει το αγόρι. «Όταν υπάρχει αγάπη, πόσος είναι τότε ο Θεός; Όταν είναι τόσος πολύς στο φόβο, πόσος είναι στην αγάπη;» Αλλά δε ρώτησε. Δε θα βγάλουμε άκρη, σκέφτηκε. Ούτε εκείνη του απάντησε. Δεν του είπε πως μπόλικος είναι μονάχα ο Θεός στο φόβο. Ο Θεός είναι αλλιώς στην αγάπη. Κάποτε, σκέφτηκε εκείνη, όταν επιστρέψουμε από το φόβο, αν μείνει Θεός να κουβαλήσουμε μέσα μας, θα τον δούμε, να μείνει Θεός να κουβαλήσουμε μέσα μας, θα δούμε πώς είναι ο Θεός στην αγάπη. Αν μείνει Θεός.