Χάρτης 10 - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-10/pyxides/syggrafeis-poy-kapote-perpathsan-ston-xarth-ths-ellhnikhs-logotexnias-zaxarias-papantwnioy
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στο Καρπενήσι το 1877 και πέθανε στην Αθήνα το 1940, λίγους μήνες πριν την έναρξη του ελληνοϊταλικού Πολέμου. Μέσα στα 63 χρόνια που έζησε, μπόρεσε να κάνει γνωστό το όνομά του και να είναι ένας από τους κεντρικούς πρωταγωνιστές τής τότε πνευματικής ζωής, όχι τόσο (ή και μόνο) με το καθαρώς συγγραφικό του έργο, όσο κυρίως με την γενικότερη παρέμβασή του στα καλλιτεχνικά και εκπαιδευτικά ζητήματα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Ως έφηβος έρχεται με την οικογένειά του να ζήσει στην Αθήνα και μαζί με κάποια μαθήματα ζωγραφικής που παίρνει, παράλληλα εγγράφεται και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου.Ποτέ όμως δεν θα πάρει το πτυχία του γιατρού. Σύντομα θα στραφεί προς τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε με έντυπα της εποχής, έζησε στο Παρίσι και έστελνε από εκεί τις εντυπώσεις του για έναν ευρωπαϊκό τρόπο σκέψης, αλλά η μεγάλη του συμβολή υπήρξε στην υπεράσπιση της καθιέρωσης της Δημοτικής γλώσσας. Μαζί με άλλους ανθρώπους των Γραμμάτων (Μαλακάση, Πόρφυρα, Κονδυλάκη, Χατζόπουλο, Καρκαβίτσα κ.ά.) και με την κάλυψη της πολιτικής των κυβερνήσεων Βενιζέλου, ποικιλότροπα συνέβαλε στο να πάρει η Δημοτική τη θέση που της άξιζε. Κεντρικό βήμα σε αυτήν την προσπάθειά του υπήρξε η συγγραφή του βιβλίου Τα ψηλά βουνά που οι κυβερνήσεις Βενιζέλου το χρησιμοποίησαν ως αναγνωστικό, ενώ αργότερα, η αντίπαλη πολιτική κατάσταση, όταν θα πάρει την εξουσία θα το κάψει. Ο Παπαντωνίου ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική, από θέσεις Νομάρχη σε διάφορες περιοχές της χώρας. Και με αυτή την ιδιότητα υποστήριξε μια νέα δημοκρατική άποψη σε θέματα παιδείας και κοινωνικής μέριμνας. Δίπλα σε όλες αυτές τις απασχολήσεις του, σημαντική ήταν και η προσφορά του στο τομέα των Εικαστικών Τεχνών, με την ιδιότητά του Διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Όσο έζησε, κυκλοφόρησαν τέσσερεις ποιητικές του συλλογές, τέσσερα πεζογραφήματα, ένα θεατρικό έργο, κάποια δοκίμια. Μεγάλο μέρος των γραπτών του ήταν διασκορπισμένο σε έντυπα της εποχής και μετά το θάνατό του έτυχε συγκεντρωτικών εκδόσεων.
*
Μια χαρακτηριστική, λοιπόν, προσωπικότητα Έλληνα πνευματικού ανθρώπου στα πρώτα μισά χρόνια του 20ού
αιώνα, υπήρξε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Χωρίς τις απαραίτητες σπουδές (που οι σημερινές αντίστοιχες δράσεις ίσως να απαιτούσαν) κατάφερε να αφήσει έντονη την παρουσία του στη διαμόρφωση μιας νέας πνευματικής αντίληψης. Σήμερα ίσως να ήταν ολότελα λησμονημένος, αν δεν ακολουθούσε το όνομά του η φήμη του βιβλίου του Τα ψηλά βουνά. Η νέα, για την εποχή εκείνη, αντίληψή του πως η παιδαγωγική μπορεί να συνδυαστεί με τη λογοτεχνία, πρέπει να ήταν τόσο έντονη ώστε το συγκεκριμένο πεζογράφημα να παραμένει ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα κλασικά κείμενα της έτσι κι αλλιώς φτωχής σε παρελθόν, νεοελληνικής παιδικής λογοτεχνίας.
Μια ομάδα παιδιών που ζει για κάποιο διάστημα στη ύπαιθρο και διδάσκεται από τα μαθήματα της Φύσης, θεωρήθηκε –και ήταν– μια τολμηρή εξιστόρηση, όταν μάλιστα ήταν και γραμμένη στη γλώσσα που μιλούσαν οι αναγνώστες – μαθητές.
Η φήμη ενός έργου συχνά επιβάλλει την παρουσία του ακόμα και όταν με το πέρασμα των εποχών τα ενδιαφέροντα των αναγνωστών (παιδιών ή μη) αλλάζουν. Και αν αυτή η φήμη υποστηρίζεται από την έλλειψη διδακτισμού (ο ίδιος ο Παπαντωνίου έγραψε και κάποια ιδιαιτέρως εύστοχα παιδικά ποιήματα), τότε αξίζει αυτά τα κείμενα να παραμένουν ζωντανά –πάντα το καλό παράδειγμα του χτες βοηθά την δημιουργία έργων του αύριο– Ή τουλάχιστον, θα έπρεπε… Και έτσι ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου σήμερα είναι γνωστός ως ένας από τους πρωτοπόρους της παιδικής λογοτεχνίας, μαζί με την Δέλτα και τον Ξενόπουλο.
Αλλά αν κάποιος θελήσει να ξεφυλλίσει, έστω, κάποιες από τις σελίδες που είχε γράψει, θα διαπιστώσει πως το οικολογικό κύρος με το οποίο αντιμετωπίζεται στις μέρες μας το βιβλίο Τα ψηλά bουνά έχει πριμοδοτηθεί από μια γενικότερη ποιότητα χρήσης της γλώσσας και –κυρίως αυτό– από μια στοχαστική θέαση της Φύσης.
Ο Παπαντωνίου είχε μια ματιά όπου διέκρινε και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά και την φθαρτότητα της επίκαιρης προβολής.
Κανένας δε θα τους μάθει! Ξέρουν τη δημιουργία χωρίς υπογραφή («Εργάτες»)
Απάνω στα συντρίμματα των πολιτισμών βηματίζουν οι αρχαιοφύλακες («Κοινή προφητεία»)
Παράλληλα, όμως, έστρεφε και το βλέμμα προς τη Φύση και όχι μόνο σεβότανε τα δημιουργήματά της, αλλά αναγνώριζε και την αισθητική τους ποιότητα – μια αισθητική που από την όμορφη εικόνα έφτανε στον ουσιώδη προβληματισμό.
Μαύρα κι ανήσυχα γίδια κατεβαίνουν να πιουν στην κελαϊδούσα ρεματιά.
Μαύρα κι ανήσυχα γίδια σταθήκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κοιτάζουν.
Μες απ' το λόγγο, μες απ' τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο.
Α! ζωή τρελή που είσαι! Α ζωή!
Στον κόρφο του βουνού, σαν καλοσύνη που κρύβεται είν’ ένα εκκλησάκι.
Χρόνια διακόσια κοιμάται από ΄ξω ο καλόγερος που το ζωγράφισε – χρόνια διακόσια σωπαίνουν τα τρία του κυπαρίσσια.
Στον κόρφο του βουνού είν΄ένα κάτασπρο εκκλησάκι.
Α ζωή ωραία που είσαι! Α ζωή!
Απάνω στις λιλά μολόχες, απάμω στο νέο θυμάρι, πουλάκια δίχως όνομα, στιγμές πουλάκια, ήρθαν – έφυγαν.
Οι γαλανές σκιές των φύλλων τρέχουν στο φακιόλι της χωριατοπούλας που διαβαίνει κάτου απ’ τον πλάτανο.
Στον ίσκιο του ο γερο-πεύκος κοίμισεν ένα κοπάδι.
Στο λαμπρό γαλάζιο τ’ ουρανού άσπρα σύννεφα σβήνουν από ηδονή...
Α ζωή ευτυχισμένη που είσαι! Α ζωή!
Κι όμως την ώρα του δειλινού – δεν ξέρω τι θέλει το φως του άλλου κόσμου και χύνεται στα πεύκα, τι θέλει το φως του άλλου κόσμου...
Κι όμως τώρα που βράδιασε δεν ξέρω γιατί όλα στον κόσμο συλλογίζονται την αιτία των – γιατί το σκοτάδι απλώνεται σαν ένα μεγάλο νόημα...
Κι όμως τώρα που σκοτείνιασε, τα πλάσματα συλλογίζονται το νόημα τούτο, που το είχανε ξεχάσει το πρωί σήμερα με τον ήλιο, σήμερα με τις χαρές, και πάλι θα το ξεχάσουν αύριο με τον ήλιο, αύριο με τις χαρές...
Α ζωή ασυλλόγιστη που είσαι! Α ζωή!
*
Τα παραπάνω αποσπάσματα έχουν αντιγραφεί από την έκδοση του 1922 του εκδοτικού οίκου «Ελευθερουδάκης», της συλλογής του Ζαχαρία Παπαντωνίου Πεζοί Ρυθμοί. Τα κείμενα αυτής της συλλογής – πεζογραφήματα ή ποιήματα, τελικά και συνολικά να τα χαρακτηρίσει κανείς;– τα πρωτοδιάβασα στα χρόνια της εφηβείας μου σε μια έκδοση του Βιβλιοπωλείου της Εστίας. Και δεν μπορώ να ξεχάσω την εντύπωση που τότε μου είχe κάνει o ρυθμός της γλώσσας και μια στοχαστική ματιά στην ελληνική ύπαιθρο.
Με κάποιο τρόπο με προετοιμάζανε για να μπορέσω, λίγα χρόνια αργότερα, να κατανοήσω και να ριγήσω από τους στίχους:
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι
το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου
του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι
στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει
Κι έτσι να αποδεχτώ πως ναι, Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας, έχει μια συνέχεια.
Και κρατώ, πλέον, από το πέρασμα του Ζαχαρία Παπαντωνίου μια υπενθύμιση προς τον εαυτό μου: όσο και αν αγαπά και πιστεύει ο κάθε δημιουργός στο έργο του, εκείνο σχεδόν από μόνο του θα αυτοταξινομηθεί, θα συνομιλήσει με την εποχή του και τα ρεύματά της και θα πάρει την πορεία του προς ένα –συχνά αβέβαιο– μέλλον.
Ο ίδιος ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έχει φροντίσει να μου το επισημάνει:
To έργο του ποιητή που θαυμάζω σαπίζει στο παλαιοπωλείο του δρόμου («Κοινή προφητεία»)