(Ένα σπαραγματικό Μανιφέστο)
( Απόσπασμα από το υπό έκδοση τελικό κείμενο ως προς ό,τι αφορά στο Θέατρο )
Μια Τέχνη της Πληγής.
Αυτό μόνο ονειρεύομαι.
Μια Νέα Τέχνη της Πληγής.
Μια Τέχνη που θα επιστρατεύει όλα ανεξαιρέτως τα Είδη της για τη διαύγαση της οντολογικής Πληγής. Όχι την απόδραση από αυτή.
Όχι μια Τέχνη Λήθης, παραμυθίας, παρηγορητική.
Μια Τέχνης Μνήμης.
Μνήμης του Πόνου. Μνήμης της Πληγής.
Όχι μια Τέχνη μίμησης. Τέχνη μιμητική.
Μια Τέχνη του Πραγματικού per se μέσω των Τραυμάτων του καθ’ εαυτών. Που προηγείται του πραγματικού τη τάξει οντολογικά ως Πληγή.
Μια Τέχνη παραγωγική της μίμησης. Που παράγει ως μίμηση τη Ζωή.
Μια Τέχνη όχι απλώς τέχνη.
Μία Τεχνοζωή.
Μια Τέχνη μη περιορισμένη στη μίμηση της Κιναίσθησης (Όρχηση), της Όρασης (Ζωγραφική, Εικαστικά, Γλυπτική), της Ακοής (Μουσική), της Γλώσσας (Λογοτεχνία, Ποίηση), της Γλώσσας και Ορατοακοής μαζί (Θέατρο, Κινηματογράφος), αλλά που θα στοχεύει στο σημείο εκείνο όπου αποτυγχάνει η εκάστοτε Αίσθηση, διαστρεβλώνοντας το Πραγματικό σ’ όλο το άγριό του Ακατέργαστο. Στο σημείο εκεί όπου χάνεται. Κι όμως είναι πάντα εκεί.
Πού είναι που συναντιούνται όμως όλες μαζί οι Αισθήσεις; Το σημείο τους Συναρμογής; Ποιο είναι το Κέντρο Βάρους τους και το Σημείο Φυγής;
Ο «Πόνος της Εμπειρίας» εν είδει Εν-Σάρκωσης της
Πληγής. Εκεί που η Γεύση δεν πιάνει Όραση, η Όραση δεν ψαύει Ακοή, η
Ακοή δε μυρίζει Όσφρηση και η Όσφρηση δε βλέπει Αφή.
Αυτό είναι το σημείο Α/λήθειας. Της Νέας Τέχνης μας. Της Πληγής.
Πώς όμως να μιμηθείς τον Πόνο; Της οντολογικής Πληγής;
Στοχεύοντας στο σημείο εκείνο όπου πάντα πονά το Ένστικτο. Εκείνο το
σημείο Απέκκρισης, αλλά μαζί και Συναρμογής, το σημείο Τομής του Μέσα σε
σχέση με ένα Έξω, στο οποίο σκάει μύτη η Αίσθηση. Το σημείο
Συν-Δια/ρ-ραγής.
Η μίμηση του Πραγματικού αυτή, όπως
επιδιώκεται από την «performance», δεν είναι αρκετή παρόλα αυτά στην
αυτοσχεδιαστική της μόνο μορφή. Γιατί δεν νοείται Τέχνη χωρίς να υπάρχει
Κείμενο. Παρτιτούρα Ιχνών του Πόνου μας. Χάρτης Ιχνών Πληγής.
Το «Per-form» είναι ένα «Pre-form» πάντοτε: μορφοποιώντας στο «Εδώ
και Τώρα», μορφοποιούμαι «από τα Πριν». Μόνο στη ζωντανή Αντίστιξη του
«Εδώ και Τώρα» της Μεγάλης Τέχνης δίπλα στο «εδώ και τώρα» αυτό της
ζωής, διαυγάζεται το Πραγματικό το ίδιο σαν να ‘ταν ετούτο μίμηση,
καταξιώνοντας πανηγυρικά την Τέχνη ως πραγματικότερη της Ζωής.
Μπορεί όμως η Ζωή να φτάσει εν τέλει να διαυγαστεί ολότελα ως
performance της ζωής της ίδιας; Αυτό είναι το πραγματικό Ζητούμενο της
Νέας Τέχνης μας της Πληγής. Η αποκάλυψη της Ζωής της ίδιας ως ένα μικρό
Διάλειμμα ανάμεσα σε δυο Άγνωστα, του Θανάτου μας και της Γέννησης, που
οφείλει να καλυφθεί. Να «διασκεδαστεί» με Δράσεις. Δράσεις συνεχείς,
επάλληλες, που συντασσόμενες βγάζουν Νόημα. Γι’ αυτό μεριμνά το Κείμενο.
Ως Πυξίδα. ΤΕΧΝΟΖΩΗΣ.
Δράσεις ενός Διαλείμματος γύρω από την Πληγή. Σ’ ετούτο ακριβώς
συνίσταται ο Πόνος του Σταυρού της Ύπαρξης. Εν μέσω δύο Αγνώστων μας.
Του Τέλους. Και της Αρχής.
Μας τελείωσαν πια τα Επέκεινα. Αυτό οφείλει να θυμίζει πάντοτε η Νέα Τέχνη μας της Πληγής.
Οι αποδείξεις για την Πληγή, ότι δεν υπάρχουνε πια Επέκεινα, αρχίζουν
και προσκομίζονται πλέον και από την Επιστήμη. Η ορατοποίηση των
Μελανών Οπών, που απορροφούν εντελώς το Φως, όπως και τη Βαρύτητα, είναι
αποδείξεις της Ασυνέχειας ανάμεσα στο Εδώ και Επέκεινα. Το Μέλλον της
Επιστημονικής μας Έρευνας χτυπάει πια μόνο εκεί.
Η Τέχνη άρα πλέον γίνεται Φιλοσοφία και Επιστήμη. Πυρηνικό Εργαστήρι
Δράσης. Και Δράση πλέον Ζωής. Γύρω από ένα οργανωμένο Κείμενο. Ως
Αυτοσχεδιαστή Πληγής.
Αυτή την Τέχνη ονειρεύομαι.
Μίας «pre-performed performance», προετοιμασμένης από τα Πριν, που έρχεται μετά
όμως πάντοτε, μέσα από ένα οργανωμένο Κείμενο, όπως τα έχει προ-βλέψει
όλα, σε Δράσεις-Τομές επάλληλες, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό τη Γλώσσα, στο
επι-τελεστικό της καθαρά επίπεδο, χωρίς ίχνος αναγωγής της σε
λειτουργία περιγραφική. Έτσι θα επιτευχθεί το Πρότυπο μίας Ζωντανής
Ζωής. Ζωντανώτερης της πραγματικής.
Διότι μόνο ενόψει μιας «pre-performed performance», με τη σημασία την
οντολογική, η ζωή θα κουτσαίνει ασθμαίνοντας πίσω από τη Ζωή.
Προσοχή όμως, προσοχή: Η Νέα Τέχνη αυτή της Πληγής, την οποία και
οραματίζομαι, που είναι Ζωντανή στο «Τώρα» της, ορμώμενη από το ΘΕΑΤΡΟ,
ένα Θέατρο που λαμβάνει χώρα ως εάν κινηματογραφούμενο, με τους
περιορισμούς που του επιβάλλει η μίμηση η κινηματογραφική –όχι η μίμηση η
ξεπερασμένη της παράδοσης της θεατρικής– μεταφέροντας το «Ζωντανό» του
Δρώμενο σε όλα ανεξαιρέτως τα Είδη της, «κινηματοθεατρικοποιώντας» τη
λειτουργία τους, και οντολογικοποιώντας έτσι ολότελα μια «pre-performed
performance», (Λογοτεχνίας, Ζωγραφικής, ή Μουσικής), δεν είναι επ’
ουδενί συνώνυμη με μία μόνο Tεχνοτροπία ή Mέθοδο. Ούτε και παραπέμπει
μόνο σε αφελείς συνειρμούς Κραυγής (όπως σε ιεροτελεστικά από δρώμενα,
φτωχό θέατρο ή σκληρότητας, κι άλλα τέτοια από συναφή). Όχι βέβαια ότι
τα αποκλείει σαν εναλλακτικές Μορφής, αλλά το κυριότερο για αυτή δεν
είναι η Επιφάνεια της Μορφής, αλλά το Δομικό Βάθος που την εμψυχώνει. Η
ποικιλία της Εναλλαγής.
Ο Καλλιτέχνης δε της Νέας Τέχνης, της Νέας Τέχνης αυτής της Πληγής,
δεν στοχεύει στην υιοθέτηση ενός μόνο προσωπικού «Στυλ» ή «Στίγματος»:
Ίσα ίσα με κάθε Έργο του, αυτοτελές στον εαυτό του απόλυτα, επιδιώκει να
ξεμπροστιάζει εκ νέου πάλι την Πληγή, από Διαδρομή κάθε φορά άλλη,
αφήνοντας τα επιμέρους «Στιλ» εκείνα να τον επιλέγουν, αναδυόμενα
σταδιακά απ’ το Έργο του σαν Φράκταλ Χαοτικής Εξίωσης. Μίας Εξίσωσης ΘΝΗΣΙΖΩΗΣ.
Καλλιτέχνης under construction. Σημαδεμένος ως Ον Πληγής.
Όποια μορφή κι αν παίρνει κατά καιρούς όμως η Επιφάνεια οφείλει πάντα να υποτάσσεται σε κάποια αξιωματικά κριτήρια, που επιβάλλουν οι Δομές Βάθους ως Αισθητικά Πρότυπα. Σ’ εμάς τα Όντα. Θνητής Πληγής.
- 1) Να μην καπελώνει η Γλώσσα τη Δράση καθ’ εαυτή. Καμία μα καμία Λέξη να μη μένει σε ένα Κείμενο, εάν δεν αντιστοιχεί σε Δράση. Γύρω από την Πληγή.
- 2) Όχι πια ο Σκηνοθέτης, με την παραδοσιακή του έννοια, να καπελώνει μονοκατευθυντικά το Κείμενο. Τα Κείμενα να αυτοσκηνοθετούνται απόλυτα, υιοθετώντας μια Γλώσσα Δράσης. Με τρόπο πλέον προφανή.
- 3) Ο Σκηνοθέτης καθ’ εαυτός, στην ηγεσία του της ομάδας, και όλοι του οι Ηθοποιοί να λαμβάνουν έναν ρόλο Διάμεσου. Να διαμεσολαβούν αποκλειστικά τα Κείμενα σαν παλμογράφοι Κραυγής-Πληγής.
- 4) Η αξία του Σκηνοθέτη να ‘ναι ανάλογη του αν κάνει Τίποτα. Μήπως και κάνει κάτι η Πληγή.
- 5) Κανένα Εφέ ή Τέχνασμα εν είδει Απόδρασης από την Πληγή. Τίποτα να απορρέει αβίαστα από τις Λέξεις -του Κειμένου- Δράσεις του. Από τη Λέξη που Αιμορραγεί.
- 6) Τα ίδια να ισχύουν πάντοτε και για τον ίδιο τον Συγγραφέα. Ως Σκηνοθέτης per se Κειμένου του, όταν παράγει Γραφή Μεγάλη, δεν είναι ο εαυτός του απόλυτα, αλλά το ίδιο το γυμνό το Ον ως Διάμεσο της Ζωντανής Κατάστασης. Είναι πάντα έ ν α με την Πληγή.
- 7) Με αυτήν ακριβώς την έννοια να μην του ανήκουν εντελώς τα έργα του. Ν’ ανήκουν σε αυτόν ως Διάμεσο χωρίς ταυτότητα ατομική. Ο ίδιος, βέβαια, να έχει Όνομα, ως Τόκο μόνο στην αποπροσωποποίηση. Διαθέτοντας Πνευματικά Δικαιώματα. Φόρο Τιμής του προς την Πληγή.
- 8) Όλοι είμαστε διαφορετικά ανάπηροι γύρω απ’ το ίδιο ανάπηρο Κέντρο. Αυτή μας η Ομοιότητα, η καταλυτική, καταξιώνει και τη Διαφορά μας. Για ετούτη να απαγορεύεται παντοιοτρόπως να ανησυχούμε μέσα στο πλαίσιο της Νέας Τέχνης. Αυτή θ’ αποτυπωθεί από μόνη της, δεν μπορούμε να την απεκδυθούμε άλλωστε. Ή μόνη μας άρα Έγνοια για να παράγουμε Νέα Τέχνη να είναι η Ομοιότητα. Η Ομοιότητα της Πληγής. Έτσι μόνο θα αποφύγουμε της Διαφοράς τον μεγάλο Σκόπελο, στον οποίο γκρεμοτσακίστηκε η μετα-μοντέρνα Τέχνη. Και μόνο έτσι θα θωρακιστούμε απέναντι στην «Πρωτοτυπία», που δεν θα υφίσταται πια ως Κριτήριο στη Νέα Τέχνη μας της Πληγής.
- 9) Όχι πρωτοτυπία για την πρωτοτυπία. Όχι άλλο Τέχνη «πρωτοποριακή». Εάν μια Τέχνη είναι αυθεντικά πρωτότυπη ποτέ δεν εκπίπτει σε αντιγραφή.
- 10) Κανένας Φόβος για τη Σιωπή. Ούτε για το «Μικρό» ή «Λίγο». Καλύτερα Έλλειμμα παρά Πλεόνασμα. Μια Νέα Τέχνη γδυτή, γυμνή.
- 11) Όχι σε Λέξεις άγνωστες. Εκκεντρικές. Ιδιόρρυθμες. Λέξεις Λαλιάς Κοινής. Αυτό δε σημαίνει βέβαια συρρίκνωση επ’ ουδενί της Γλώσσας, ίσα ίσα αντιμετώπισή της ως Τόπο Κοινής Πνοής. Παύση αναγωγής της Γλώσσας σε τοπικιστικό ιδίωμα. Καταξίωση των διαφορετικών Γλωσσών ως Εκφάνσεων Κοινής Πληγής.
- 12) Αποφυγή περιγραφικών λέξεων και περίτεχνων προκάτ εκφράσεων.
- 13) Το Στεγνό στην υπηρεσία Μορφής.
- 14) Ούτε υιοθέτηση, από την άλλη, μίας κλισέ «παγκοσμιοποιημένης Γλώσσας», μίας Γλώσσας της επικαιρότητας. Ποτέ η Μεγάλη Τέχνη δεν είναι του καιρού, επίκαιρη, παρόλο που ασχολείται έγ-καιρα με τα πιο επί-καιρα από ζητήματα. Πάντα εκ βάθρων τα προϋπέθετε, φτάνοντας διαμέσου τους στο απολύτως κοινό Βάθος όλων τους. «Τη σκοτεινή ρίζα μας της Κραυγής». Αυτό είναι το θεμελιώδες πρόβλημα της σημερινής παρακμής της Τέχνης: παντού δίνεται προτεραιότητα, ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, σε Έργα με «Καυτά Θέματα», ενώ ολότελα παραγκωνίζονται Έργα που θίγουν Τίποτα, με τρόπο που να είναι πάντα επίκαιρα: Γιατί απ’ το Τίποτα διαρρέει η Τρύπα μας, η Ζωντανή Τρύπα μας της Πληγής.
- 15) Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που οι μεγαλύτεροι Καλλιτέχνες δεν αναγνωρίζονται ποτέ έγκαιρα. Καταξιώνονται μετά θάνατον, ή τουλάχιστον όχι άμεσα. Σε «πετυχημένους» «του καιρού», «επίκαιρους», να είναι πάντα κανείς καχύποπτος. Ως εάν σε «Διασκεδαστές» Αυλής.
- 16) Κανένας Φόβος για το Non-finito, το Διακεκομμένο, το Δυσανάλογο. Κανένας Φόβος πια για το Άσχημο. Ως διαυγαστή Πληγής.
- 17) Το κάθε Έργο στον εαυτό του να παραμένει πάντα μια Σφίγγα. Όντας τελείως Διάφανο. Με ανοικτά τα χαρτιά του εκεί. Να κρίνεται πάντα για την αξία του απ’ το αν καταφέρνει να λειτουργεί ως Παλίμψηστο. Με μια ερμηνεία πάντα ανοικτή.
- 18) Προσοχή, όμως, προσοχή: Τίποτα από τα παραπάνω να μη γίνεται αυτοσκοπός ολότελα, αυτομολώντας στον εαυτό του, γιατί η Τέχνη σε αυτή την περίπτωση γίνεται εκ νέου ναρκισσιστική, αυτοϊκανοποιούμενη από τις Μεθόδους της. Αποδιδράσκει έτσι πάλι απ’ τον Πόνο μας. Το Γυμνό Πόνο μας. Της Πληγής.
- 19) Να μην είναι ποτέ προβλέψιμο από τον εκάστοτε Καλλιτέχνη τι είδους Έργο θα παραχθεί. Ούτε καν από τον εαυτό του. Η δύναμη η καταλυτική της Έκπληξης είναι πάντα Εγγυητής Πληγής.
- 20) Η Πληγή για να διαυγαστεί ολότελα να μεριμνά για ό,τι την αρνείται. Να φροντίζει να τα αγκαλιάζει όλα, να μην είναι πολωτική. Να ξεμπροστιάζει υπομονετικά τα Χάσματα ανάμεσα στα όποια Δίπολα, ενσωματώνοντας τη Διαλεκτική ολότελα. Γινόμενη Υπερ-Δια-Λεκτική.
- 21) Έτσι πάντα να μεταγγίζεται αιματώνοντας και τη Γλώσσα. Μια Γλώσσα που τη μιλάει ο Πόνος, όπως μιλιέται από αυτή. Και μια Γλώσσα που τη μιλάει ο Πόνος είναι πάντα μια Γλώσσα Δράσης, δεν είναι Γλώσσα ληθαργική.
- 22) Η επανεύρεση της τεκτονικής Δύναμης εκ θεμελίων του «Ιστορείν». Αυτό να είναι το μόνο στήριγμα μετά το αποδομητικό Ολοκαύτωμα, που παρ’ όλες τις καλές προθέσεις του δε σεβάστηκε την Πληγή, αφού προσπάθησε να σωθεί απ’ τον Πόνο ολοκληρωτικά εκ του αντιστρόφου του, με το να παράγει επιτηδευμένα πιότερο, ανοίγοντας παντού «Τρύπες», αναλωνόμενο στο «αποδομείν». Η μόνη άρα πλέον Ελπίδα για να διαυγαστεί αυθεντικά ο Πόνος, δεν είναι να αποδομήσουμε τη δομή άλλο του «ιστορείν», αλλά να αποπειραθούμε, επαναχρησιμοποιώντας τη, ως άλλωστε τη μόνη που έχουμε, να διαυγάσουμε ευθέως τον Πόνο μας, ξανοιγόμενοι σε αυτόν γυμνοί. Αυτή να ‘ναι η μόνη ελπίδα για να ανοίξουμε στη Ζωή. Να ανοίξουμε άρα και στον Θάνατο. Εκτονώνοντας την Κραυγή.
- 23) Να εφεύρουμε τον πιο «Απλό» τρόπο για να διηγηθούμε μια Ιστορία. Να το Όνειρο που ονειρεύομαι για τη Νέα Τέχνη μου της Πληγής. Όμως τι είναι άραγε εν τέλει μια Ιστορία; Η σειρά Δράσεων και Αντιδράσεων κατά μήκος των Ιστών Κραυγής. Γιατί άλλωστε η Κραυγή του Πόνου, αποτελώντας βάση της Γλώσσας μας, ερείδεται ακριβώς επάνω στο Αδιέξοδο per se του Ενστίκτου μας. Να άρα τι είναι η Γλώσσα: Tο Aρχείο των Αποτυχιών από Ένστικτο, αισθητοποιούμενες σε Ιστορία. Έτσι η Γλώσσα επι-Κοινωνεί.
- 24) Η Μίμηση μέσω Τέχνης των Αισθήσεων άρα και της Γλώσσας, όπως ξεμπροστιάζουν το Ένστικτο, που ποτέ δεν ικανοποιείται, αποκαλύπτοντας τον Γυμνό Πόνο του, επιτάσσουνε στο Ανθρώπινο την υβριδοποίηση της Νέας Τέχνης, και δη την Τέχνη του «Κ ι ν η μ α τ ο θ ε ά τ ρ ο υ» ως το ύψιστο Υβρίδιο αυτής, αφού φέρνει σε επαφή αξεδιάλυτη την Ποίηση και τη Λογοτεχνία, τη Ζωγραφική και τη Μουσική, τα Εικαστικά και την Κίνηση/Όρχηση, στο απόλυτο «Εδώ και Τώρα» τους, όπως δεν τα καταφέρνει έσχατα ούτε μόνος του ο Κινηματογράφος, ούτε ύστατα μόνο το Θέατρο, τα ευρήματα των οποίων οφείλουν πλέον να κοινωνήσουνε, ώστε να διευρυνθεί και των δυο η μίμηση, ως παραγωγική Ζωής.
- 25) Προσοχή, όμως, προσοχή: Η Τέχνη δεν είναι Ψυχοθεραπεία. Κανείς δε γίνεται να καλλιτεχνήσει, δημιουργώντας Μεγάλη Τέχνη, αν πρώτα δε διασχίσει το ατομικό από Τραύμα του, ώστε να του επιτραπεί η Δίοδος στην Πληγή τη Συλλογική. Γιατί η Τέχνη δεν είναι διόλου προσωπική μόνο εξομολόγηση. Αν έχει κάτι από εξομολόγηση είναι πάντα συλλογική, του Πόνου της Πληγής της Ύπαρξης μέσα απ’ την Ατομική Ψυχή. Δεν είναι ψυχοθεραπεία δημόσια, που επιβραβεύεται ως αποκαλυπτική, τρέφοντας τον ναρκισσισμό του «πάσχοντος», όπως αποδιδράσκει έτσι από την Πληγή.
- 26) Η Τέχνη πια να μην κρίνεται από το εάν προκαλεί «συγκίνηση». Γιατί ο Πόνος της οντολογικής Πληγής δε μεταφράζεται σε απλά «αισθήματα» με την παραδοσιακή από έννοια, πόσο μάλλον σε «συναισθήματα». Είναι Πόνος Νου και Ψυχής.
- 27) Η Νέα Τέχνη απαιτεί εκπαίδευση για τη δυνατότητα εκτίμησής της. Ήδη από το Σχολείο ακόμα. Δεν υποβάλλεται σε Κριτική επίσημη από μη μυημένο δηλαδή κριτή. Ο Κριτικός οφείλει πρώτα να είναι και Καλλιτέχνης. Και μάλιστα βετεράνος. Ώστε να έχει πληγεί από την Πληγή.
- 28) Να μην αφορά κανέναν η ζωή κάθε Καλλιτέχνη. Κανείς δεν είναι ο εαυτός του άλλωστε όταν καλλιτεχνεί, αλλά σ’ ετούτη τη λειτουργία του λειτουργεί πάντα ως Διάμεσο, με συλλογικές καθαρά Ιδιότητες. Ως ένα Ον που αιμορραγεί.
- 29) Αν δεν έχει κανείς διασχίσει το Τραύμα του ατομικού Πόνου του, του δικού του Σταυρού της Ύπαρξης, αντιμετωπίζοντας την Πληγή πρόσωπο εντελώς με πρόσωπο, ώστε να πονέσει για το Συλλογικό Τραύμα πέρα από ένα «προσωπικό ψυχόδραμα», δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει τη λειτουργία της Νέας Τέχνης. Τον ενοχλεί που αυτή προσβλέπει σε Υπενθύμιση του Σταυρού της Ύπαρξης, κι όχι σε Λήθη του ολική, ενώ τη Γυμνή της Φόρμα την παραγνωρίζει ως μειονέκτημα, έχοντας ανοσία στη «συγκίνησή» της, γιατί έχει εκπαιδευτεί στον Λήθαργο. Τελεί μόνιμα σε Φυγή.
- 30) Μέχρι να επιτελεστεί η εκπαίδευση σ’ έναν Νέο Πολιτισμό Πληγής, μία Κουλτούρα Νέα από Θάνατο, όπου το Πένθος θα απαρτιώνεται συνεχώς σε Δημιουργία, στο πλαίσιο μιας Γιορτής, κι όπου τα Όντα θα καλλιτεχνούν αδιάκοπα μαζί με όποιο άλλο «επάγγελμα», τη μόνη δυνατή Δίαιτα κατά τη διάρκεια της ζωής θα την παρέχουν οι Ηθοποιοί: Ο μόνος δηλαδή τρόπος ύπαρξης, ώστε να συνεχίζει να ζει κανείς θα είναι μόνο με Προσωπείο, καγχάζοντας, διαρκώς καγχάζοντας, για την Ανθρώπινη τωρινή Κατάσταση, για το γεγονός δηλαδή ότι το Ανθρώπινο ζει άνευ σεβασμού της φύσης του, -για να γίνει μόνο Μηχανή, νικώντας οριστικά τον Θάνατο-, ελπίζοντας ότι θα έρθει η μέρα που τα Παυσίπονα του Πολιτισμού, τα οποία τώρα του παρέχονται για να ξεχνάει ολοκληρωτικά τον Πόνο του, θα αποδειχθούνε ανεπαρκή. Τότε και μόνο τότε θα λάμψει το πραγματικό Παυσίπονο ενάντια στον απαραμείωτο Πόνο, τον Πόνο του Σταυρού της Ύπαρξης, ως ο Πόνος για τον άλλο Πόνο. Η Πληγή μες απ’ τη Συν-Πληγή.
Και τότε ίσως μόνο αντέξουμε τις Συμπληγάδες μας αυτές από Άγνωστα.
Που από την Κόλαση γεννούν Παράδεισο, στο Εδώ και Τώρα, όχι στο Επέκεινα.
Και λάμψει Αγάπη.
Από την Αρχή.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Δημήτρη Σδρόλια (Ιάσονας Σίγμα) ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.