Χάρτης 9 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-9/moysikh/pandoxeio-gymnwn-podiwn-arxitektonikh-egkyklopaidikoy-myoistorhmatos
Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών συνεχίζει την μαθητεία του στις γυναίκες, αναζητώντας τις ξυπόλητες στα εξώφυλλα τον δίσκων.
Ένα βράδυ κάτι με σταμάτησε στη βιτρίνα του γειτονικού δισκάδικου. Από μέσα με κοιτούσε με ηδυπάθεια μια ψηλή μπρούντζινη τραγουδίστρια. Καθισμένη σ’ ένα παγκάκι, είχε βγάλει τις γόβες της και ακουμπούσε το ένα πόδι της πάνω του και το άλλο πάνω σε μια βαλίτσα. Χάρη σα ελαφρά σηκωμένα της δάχτυλα αποκαλύπτονταν τρία λεπτά κοκαλάκια κι ένα απειροελάχιστο ποσοστό από το πέλμα της. Ήταν λες κι ο φωτογράφος αιχμαλώτισε μια αγαπημένη μου κίνηση. Πίσω της ένα μωβ φόντο αντανακλούσε μια αστραφτερή νυχτερινή ζωή.
Την άλλη μέρα μπήκα να την αγγίξω. Στο οπισθόφυλλο συνέχιζε να είναι επιδεικτικά ξυπόλητη, παρά τα πολλά της ρούχα –γκέτες, κασκόλ, μαντίλι, τραγιάσκα– και κρατούσε τις βαλίτσες στο χέρι, έτοιμη να επαληθεύσει τον τίτλο του δίσκου της: The wanderer (1980). Λεγόταν Ντόνα Σάμερ και προφανώς ερχόταν από τις πιο χορευτικές βραδιές της μουσικής. Τώρα μισάνοιγε η πύλη μιας σωματικής ρυθμικής μουσικής, που καταμαρτυρούσε μια ευδαιμονικότερη πλευρά της ενήλικης ζωής – σε πολλά «αλλού» τώρα κάποια κορμιά μονολογούσαν ή συνομιλούσαν μέσα απ’ τον χορό. Δοκίμασα να μπω, δύσπιστος για την ντίσκο της εποχής, αλλά παραμέσα κατέβαινα τα παλαιότερα σκαλοπάτια προς τις μαύρες ραψωδίες της σόουλ, της φανκ, της τζαζ. Αν όλη αυτή η μουσική γνώριζε να εκφράζει την χαρά των σωμάτων, τότε τα πόδια θα είχαν την δική τους θέση εντός της.
Σε υπόγειες ανά τον κόσμο «ντισκοτέκ» και «νάιτ κλάμπ», λυμένες και ορχούμενες οι γυναίκες κινούσαν τα πόδια τους σε αναρίθμητους χορούς. Αλλά είχα κι εγώ ένα ζεστό υπόγειο, στα έγκατα της πολυκατοικίας μας. Εκεί νοίκιαζε ένα μικρό διαμέρισμα ο πατέρας μου, για να το χρησιμοποιεί ως φωτογραφικό στούντιο. Τα χημικά υγρά, τα λευκά ατύπωτα χαρτιά, τα σελιλόιντ αρνητικά, όλα δημιουργούσαν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα με οσμή φαρμακευτική και διαπεραστική. Ίσως αυτή να ήταν η μυρωδιά των θαυμάτων, αφού τα σώματα εμφανίζονταν από το πουθενά μέσα στις φωτογραφίες που έπλεαν άγραφες στην πρώτη λεκάνη, στα υγρά του εμφανιστή, προτού βαπτιστούν στις άλλες δυο, στο στοπ μπαθ και στο φίξερ, για να διαλέξουν την απόχρωσή τους και να μείνουν σταθερά κι αμετακίνητα για πάντα.
Εκεί μέσα είδα να αναδύονται τα πόδια μιας ξαδέλφης μου, όπως στεκόταν ξυπόλητη στο μπαλκόνι του εξοχικού της, βουτηγμένη μέσα στο κίτρινο των διακοπών. Ερχόταν κατακαλόκαιρη μέσα από μια υπόγεια κουζίνα με σβηστά φώτα, από έναν θάλαμο σκοτεινό που έσβηνε τα χιλιόμετρα και τα χιλιόλεπτα που χώριζαν το τότε και το εκεί από το τώρα και το εδώ. Μόλις ανακάλυπτα μια τέχνη όπου ζουν και βασιλεύουν τα ωραιότερα του κόσμου. Η Φωτογραφία φάνταζε ως ο απόλυτος τρόπος κατακράτησης μιας επιθυμητής εικόνας: μέσα της θα αιχμαλώτιζα όλα τα πόδια που επιθυμούσα για να τα βλέπω μπροστά μου σε πρώτη ζήτηση, βέβαιος ότι δεν θα είναι πλέον φευγαλέα.
Κατέβαινα συχνά στο υπόγειο ακριβώς για να ξεφεύγω από τον τόπο και τον χρόνο. Ένα βράδι που φυλλομετρούσα για άλλη μια φορά τις δεκάδες φωτογραφίες άκουσα ζωντανούς θορύβους από το διπλανό διαμέρισμα. Κοίταξα στα κλεφτά μέσα απ’ την μισάνοιχτη πόρτα: μια μεγάλη συντροφιά από μαύρους, γυναίκες και άντρες, κάθονταν στο πάτωμα ή πηγαινοέρχονταν στα δωμάτια. Ήταν οι πρώτοι μαύροι που έβλεπα με σάρκα και οστά. Σύντομα θα διαπίστωνα ότι η Κυψέλη στα χρόνια του ’70 και του ’80 ήταν γεμάτη μετανάστες από την Αφρική που συνήθως νοίκιαζαν από τα ισόγεια και κάτω, χαμογελούσαν σπαστές καλημέρες κι ανέβαζαν από τους φωταγωγούς μπαχαρικές οσμές. Τα μέρη μας τους καλοδέχτηκαν όπως κι εκείνοι ζέσταναν με κάθε τρόπο τις γειτονιές. Μπορεί να ήταν, σκεφτόμουν τότε, κι η ίδια η ζέστη που γνώριζαν στην κατηφορική πλευρά της υδρογείου.
Μέσα συνυπήρχαν φωτεινά χρώματα και χαμηλοί φωτισμοί. Ήταν ένα σπίτι τόσο διαφορετικό απ’ όσα γνώριζα, είχε μια άλλη θέρμη. Ύστερα ήταν η άναρχη μουσική που αντιλαλούσε στα ενδότερα, μια πολυφωνία που εναλλασσόταν με υπόκωφα ταμ ταμ, χωρίς να καταλαβαίνω αν έπαιζαν δίσκοι ή μουσικοί. Με συνεπήρε κι εκείνη η αίσθηση της συντροφιάς, μιας κοινότητας που τους αρκούσε κάτι κοινό για να συνυπάρξει παρά τις διαφορές της. Έτσι λοιπόν βραδιάζονταν τα νέγρικα σπίτια – μου άρεσε η λέξη «νέγροι», δεν γνώριζα ότι θεωρούνταν υποτιμητική· το αντίθετο, στο εύηχό της μου φαινόταν πως έλαμπε μια πολύχρωμη ήπειρος κι ένας κόσμος άγνωστος και συναρπαστικός. Ίσως την πρωτοδιάβασα σ’ ένα βιβλίο τέχνης, που εικόνιζε σώματα κυκλικά και σαρκώδη. Ακόμα πιο ωραίες μου ακούγονταν και κυρίως μου φαίνονταν οι νέγρες: γλυπτές σαν τα μπιμπελό του καθιστικού μας ή τα αγαλματίδια στις εγκυκλοπαίδειες, με πρόσωπα γωνιώδη και χείλη πάμπλουτα.
Ζήλεψα με μια ζήλεια διαβρωτική. Ήθελα κι εγώ μια τέτοια μεγάλη κυκλική συντροφιά σ’ ένα καθιστικό που σήμαινε το κάθισμα όλων μας στο πάτωμα, ενώ ξυπόλητες οι γυναίκες θα πηγαινοέρχονται φροντίζοντας την ζέση της εστίας. Η πόρτα που παρέμενε μισάνοιχτη (περίμεναν κι άλλους; είχαν ανοιχτά για να αεριστεί ο χώρος από τους αχνούς της κουζίνας;) με βόλευε για να κάνω πώς περνάω δυο τρεις ακόμα φορές, πράγμα που αντιλήφθηκαν δυο γυναίκες αν κρίνω από τα λευκότατα δόντια που άστραψαν γελαστά στο μισοσκόταδο.
Ένα βράδυ που είχα κατέβει για να ταξινομήσω διαφάνειες και φωτογραφίες μού χτύπησαν την πόρτα. Ανοίγοντας είδα ένα γεμάτο πιάτο, ένα φόρεμα γεμάτο ρόμβους και δυο ξυπόλητα πόδια, μελαμψά μα με νύχια λευκά πάνω στο μωσαϊκό του κοινόχρηστου διαδρόμου, σαν ζωντανό έργο τέχνης. Προφανώς η ομήγυρη θεωρούσε περιφερειακό μέλος της τον μικρό περίεργο υπογείτονα και προέβαινε σε κίνηση καλωσορίσματος. Με σπαστά ελληνικά μου πρότεινε να έρθω μέσα. Δεν το σκέφτηκα στιγμή. Η Ντόνα Σάμερ μου είχε ήδη υποδείξει έναν νέο δρόμο και σίγουρα θα με ενθάρρυνε να μπω. Καταπατούσα τον οικογενειακό κανόνα να μην μπαίνω σε ξένα σπίτια· αυτοί όμως ζούσαν μέσα στην πολυκατοικία μας, έστω στο κατώτερο κοκαλάκι της σπονδυλικής της στήλης· ήταν και μεσότοιχοι γείτονες του εργαστηρίου μας. Θεώρησα ότι έχω νομικό έρεισμα· άλλωστε η πόρτα παρέμενε μισάνοιχτη. Μ’ έβαλαν να καθίσω δίπλα σ’ ένα κορίτσι κοντά στην ηλικία μου. Ανταλλάξαμε χαμόγελα, τις γνωστές ερωταποκρίσεις για το σχολείο, μου είπαν πως οι γονείς μου ήταν ευπρόσδεκτοι όποτε θελήσουν. Δεν τους το μετέφερα ποτέ, αυτός ήταν ο δικός μου κόσμος και δεν είχαν καμία δουλειά.
Σύντομα τρεις γυναίκες σηκώθηκαν και χόρεψαν σ’ έναν οργιαστικό ρυθμό. Έξω άκουγα τα βήματα των αραιών περαστικών, ενώ μέσα τα γυμνά πέλματα των γυναικών αθόρυβα ανεβοκατέβαιναν μπροστά μου, σε απόσταση αναπνοής. Θυμήθηκα αρχαίους τελετουργικούς χορούς που δεν είχα δει ποτέ ζωντανά, μόνο σε ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. Ήταν τόσο περίεργη η αίσθηση, να βρίσκεται λίγα κάτω από το δωμάτιό μου μια άλλη ήπειρος και οι ένοικοί της να γιγαντώνουν τον ερωτισμό μου. Εκείνες οι γυναίκες μου άνοιξαν την βεντάλια της επιθυμίας για τα πόδια των γυναικών πάντων των χρωμάτων και πασών των φυλών.
Το κορίτσι λεγόταν Μόκα και ήταν κόρη της οικοδέσποινας εκείνου του σπιτιού. Είχε ομορφιά σοκολατένια, με φλούδες αμυγδάλου στα λευκά μάτια, τα νύχια και τα χαμογελαστά δόντια. Με το ίδιο χαμόγελο με καλοδέχονταν οι γονείς της, όταν δεν έλειπαν ως το βράδυ στην δουλειά τους. Μπορεί να μην ήταν θέμα εμπιστοσύνης αλλά ο δικός τους τρόπος για ένα σπίτι μόνιμα ανοιχτό στον κόσμο, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Γίναμε φίλοι και με προσκαλούσε συχνά στο υπόγειό τους, όπου σαφώς την ερωτεύτηκα.
Εκεί είδα για πρώτη φορά δίσκους μαύρης μουσικής, αφρικανικά ονόματα που δεν γνώριζα καν. Ριγμένο σε μια γωνία ήταν το Open & Close του Fela Kuti (1971): μέσα σ’ ένα τετράγωνο που απάρτιζαν δυο κόκκινα και δυο κίτρινα τρίγωνα εννιά ξυπόλητες γυναίκες με κοντά αφρικανικά φορέματα χορογραφούσαν χαμογελαστές την έξαλλη μουσική που κόχλαζε στα ενδότερα. Ήταν η πρώτη αποκάλυψη μιας τόσο διαφορετικής μουσικής, με τραγούδια που όχι μόνο δεν βιάζονταν να τελειώσουν στο τρίλεπτο, αλλά με προκαλούσαν σε μια άλλου είδους συμμετοχή: όταν δεν με υπνώτιζαν με μια μακρόσυρτη επαναληπτικότητα, με ξεσήκωναν σε σχεδόν ανεξέλεγκτο κίνημα όλου του σώματος, που αφηνόταν αβίαστα στον ρυθμό τους.
Ο Fela Kuti ήταν ένας ακτιβιστής που κατέκρινε απροκάλυπτα τις διεφθαρμένες νιγηριανές κυβερνήσεις. Μιλούσε για την αποικιοκρατία ως απαρχή όλων των προβλημάτων που βασάνιζαν τους αφρικανικούς λαούς. Η δεκαετία του ’70 για την Αφρική ήταν ένας εφιαλτικός κόσμος γεμάτος πραξικοπήματα, φτώχεια, βιαιότητες, κακομεταχείριση των πολιτών· κι η Νιγηρία ένας πλήρης καθρέφτης του. Η οργιαστική μουσική του ήταν ταυτόχρονα ένα πολλαπλό τραγούδι διαμαρτυρίας που διαχέονταν σ’ όλο τον κόσμο, μαζί με τις πολιτικές του δηλώσεις. Φυλακίστηκε και κακοποιήθηκε δεκάδες φορές, ενώ τα μουσικά του όργανα, οι δίσκοι του κι όλες οι δημιουργίες του καταστρέφονταν. Δεν παραιτήθηκε και συνέχισε να χτυπά τις στρατιωτικές κυβερνήσεις της Νιγηρίας και την επόμενη δεκαετία, ενώ παρέμεινε ένας φανατικός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως το τέλος της ζωής του. Παρέμενε πολυερωτικός και δεσμευμένος με δεκάδες γυναίκες που συμμετείχαν στην μπάντα του ως μουσικοί ή χορεύτριες.
Η οικογένειά της είχε δραπετεύσει από εκείνη την χώρα. Πήραν ελάχιστα από τα πράγματά τους αλλά δεκάδες δίσκους, βιβλία, υφαντά, αγαλματάκια. Η Μόκα μού γνώριζε τον κόσμο της που έβραζε κάτω απ’ την γραμμή του Ισημερινού και δεν είχε καμιά σχέση με τις ειδυλλιακές εικόνες των εγκυκλοπαιδειών και των καρτ ποστάλ. Οι διηγήσεις της ήταν στην παιδική της γλώσσα αλλά αρκετές για να αντιληφθώ ότι δεν γνωρίζαμε τίποτα πέρα από το μικρό μας τετράγωνο· ούτε καν τι συμβαίνει στον πάτο του φωταγωγού μας. Στον δικό της προσγειώνονταν σακούλες σκουπιδιών από τα άνω παράθυρα γιατί πάντα υπήρχε κάποιος που φοβόταν τα μαύρα θηρία ή απλώς αυτά ήταν οι βολικότεροι δυνατοί εχθροί.
Η Μόκα ήταν πάντα ξυπόλητη στο σπίτι· το ίδιο κι η μητέρα της. Κι οι δυο τους φορούσαν εκθαμβωτικά χρώματα σε αρμονικούς συνδυασμούς, σα να προσκαλούσαν τις αποχρώσεις της φύσης στα τοπία που άφησαν πίσω. Μου άρεσε κι ο τρόπος που τύλιγαν τα μαλλιά τους σε ανάλογα μαντήλια, τονίζοντας ακόμα περισσότερο τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Γιατί εμείς εδώ δεν ντυνόμασταν έτσι; Καθόμασταν στο ξύλινο πάτωμα και φυλλομετρούσαμε τους δίσκους. Τότε γνώρισα την Billie Holiday. Στο εξώφυλλο του Billie Holiday sings (1952) μια σχεδιασμένη γυμνή γυναίκα μοιάζει συντετριμμένη, έτσι όπως κάθεται σκυφτή, κρύβοντας το πρόσωπό της· τα δάχτυλα των ποδιών της γυμνά, αδρά σχεδιασμένα. Στο Billie Holiday αt Jazz at the Philharmonic (1955) μια παρόμοια σκιτσαρισμένη γυναίκα βρίσκεται ριγμένη στο πάτωμα, μόνο με την πλάτη και τα πέλματα να εκφράζουν την συντριβή της, δίπλα σ’ ένα μαύρο μπουκάλι κι ένα κατεβασμένο ακουστικό τηλεφώνου. Αλλά εκείνη η φωνή δεν κουβαλούσε μόνο τις ιδιωτικές της τραγωδίες. Είχα την αίσθηση ότι ένας ολόκληρος συλλογικός πόνος έβγαινε σε κάθε της τραγούδι.
Μου δάνεισε την αυτοβιογραφία της σ’ ένα φθαρμένο αγγλικό βιβλίο με τίτλο Lady sings the blues. Ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα στα αγγλικά, με την βοήθεια του μικρού Divry’s αγγλοελληνικού λεξικού. Περισσότερο απ’ όλα θυμάμαι όσα έζησε κοντά στην ηλικία της. Στα έξι ο κόσμος της ήταν η κακομεταχείριση από τους συγγενείς, το σφουγγάρισμα των «παναθεματισμένων άσπρων σκαλιών της Βαλτιμόρης» και τα θελήματα σε σπίτια και στο πορνείο της γωνίας. Στα δέκα τής έλαχε «το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μια γυναίκα», ο βιασμός· στα δώδεκα την κακοποίησε ένας τρομπετίστας, κι αργότερα η πορνεία έγινε μονόδρομος επιβίωσης. Ο φυλετικός διαχωρισμός βρισκόταν πάντα μπροστά της και τα μόνα λευκά στην ζωή της ήταν οι γόβες, οι γαρδένιες και η πρέζα. Παρά την επιτυχία της, η Lady Day των Υπογείων είχε ζωή σε μεγάλο βαθμό προδιαγεγραμμένη: για την κοινωνία δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια «μαυριδερή», μια «βρωμονέγρα», το παράξενο φρούτο, όπως τραγουδούσε στο σπαρακτικό της τραγούδι.
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, το 1972, στο What color is love του Terry Callier μια όμορφη μαύρη γυναίκα κουλουριασμένη σε μια πολυθρόνα κρύβει την γύμνια της αλλά όχι τα ωραία δάχτυλα των ποδιών της και ρίχνει το λυπημένο της βλέμμα προς τα κάτω, εκεί όπου σύντομα θα πέσει η στάχτη του τσιγάρου της. Οι μπλε αποχρώσεις και το μπλε ρούχο στην ράχη σχεδόν βιάζονται ν’ απαντήσουν στην ερώτηση του τίτλου. Φαίνεται πως οι μαύρες νεράιδες δεν ντρέπονταν να δείξουν την συντριβή τους. Έβλεπα πλέον μια άλλη εικόνα των ποδιών, που φώναζαν κάτι με ιδιαίτερο πόνο. Το σχήμα της Αφρικής έμοιαζε μ’ ένα αριστερό μαύρο πέλμα, με την καμάρα του στο άνοιγμα του Ατλαντικού. Τα γυμνά πόδια των Αφρικανών γυναικών δεν ήταν έτσι μόνο από τους αιώνες του ήλιου και της φύσης τους, αλλά τώρα χρωμάτιζαν μια μαύρη μοίρα. Την ίδια μοίρα σα να κληρονομούσε όλη η μαύρη φυλή και στην απέναντι πλευρά της Αμερικής. Σταδιακά θα μάθαινα για τα ξυπόλητα κορίτσια των καταυλισμών και των φυτειών, τις μαστιγούμενες σκλάβες, την Γουόρις Ντίρι που δραπέτευσε ξυπόλητη στην έρημο και δείχνει μέχρι σήμερα τα σημάδια στις καμένες της πατούσες. Και η Μόκα έγινε η πρώτη από τις «γυναίκες» που μου γνώρισαν τον κόσμο.
[Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται]