Χάρτης 9 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-9/pyxides/mikrh-klimaka-natalia-oeodwridoy-andreas-marios-soysoyrhs-maria-stasinopoyloy-nikos-xrysos
H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«Πάμε από την αρχή».
«Κάθε απόγευμα, ο τορέρο στην οθόνη θνήσκει»*
Στο σπίτι πλάι στη θάλασσα, σε θυμάμαι. Ανοίγω τον υπολογιστή και σερφάρω στο ίντερνετ. Βάζω τον Ταμίνο στο repeat και τον αφήνω να τραγουδά για το αγόρι που δεν ξέρει μήπως είναι μηχανή, τα κορίτσια στο λόφο, τις δροσερές νύχτες που ανησυχείς για το αν αξίζεις όσα ζεις. Μόλις τελειώνει, πάμε από την αρχή – γιατί τίποτα, ποτέ, δεν τελειώνει. Διαβάζω Μπαζέν και παίζω βιντεάκια από ατυχήματα σε λούπα. Το αγωνιστικό τουμπάρει και παίρνει φωτιά. Ο αλεξιπτωτιστής προσκρούει στο βράχο. Ο ταυρομάχος πεθαίνει, ξανά και ξανά, κι έτσι γίνεται αθάνατος. Κοιτάω τη θάλασσα, τα κύματα που έρχονται και ξανάρχονται. Το ίντερνετ είναι γεμάτο φαντάσματα.
Στο χωριό δε με αναγνωρίζουν. «Κοπελιά», με φωνάζουν. «Κοπελιά, τι έπαθε το χέρι σου; Πώς πίνεις τον καφέ σου, κοπελιά;» Εσένα δε σε φώναζαν ποτέ κοπελιά. Όταν δεν ήξεραν τ' όνομά σου, έλεγαν «παιδί» ή «νεαρή», ή κάπου κάπου «παλικάρι», αν δεν έβλεπαν καλά, κι ύστερα έτρωγαν τη γλώσσα τους όταν άνοιγες το στόμα σου κι άκουγαν φωνή που την περνούσαν γυναικεία. Γιατί άντρας, γυναίκα, τι άλλο να ’ναι κανείς, ε; Για το ατύχημα οι εφημερίδες έγραψαν «νεαρό άτομο, ηλικίας...» και «τραγική φιγούρα» και «δυο κοπέλες», όταν ανέφεραν κι εμένα. Κοπέλα μόνο εξαιτίας μου.
Εικόνες σου περνάνε πάλι από το timeline μου. Το ηττημένο αυτοκίνητο, η γέφυρα, ο κάμπος. Κάνω report και μπλοκάρω. Ο Ταμίνο τραγουδάει ευάλωτος και όμορφος κι εγώ κοιτάω πέρα, τη θάλασσα, να μη δω. Είναι απόγευμα και σε φαντάζομαι στα κύματα, για λίγο, αλλά δεν έρχεσαι.
*Μπαζέν, Α. «Νεκρός κάθε απόγευμα», Τι είναι ο Κινηματογράφος: Οντολογία και Γλώσσα, Αιγόκερως 1988.
Ψυχαγωγία
Μέσα στο γυάλινο θόλο μαινόταν η χιονοθύελλα. Χάρτινοι, ομοιόμορφοι κύβοι ράπιζαν την αποικία με ασήμι. Τα Μάτια απ’ έξω παρακολουθούσαν το θέαμα πεινασμένα, ενόσω η αποικία έμοιαζε να δονείται με σταθερό ρυθμό, λες από κάποια προγραμματισμένη σεισμική δόνηση που φόβιζε τις ψυχές των κατοίκων. Μέσα από τα λαγούμια ξεπρόβαλαν οι Εξόριστοι. Σύντομα κάλεσαν σε συνέλευση καταμεσίς της άδειας κοιλάδας. Με το γλυκό γρέζι του βούκινου η ομήγυρη βυθίστηκε σε ησυχία. Από το φαλακρό λόφο ο Τυφλός Άρχοντας κάλεσε σε εξέγερση. Ο όχλος ανταποκρίθηκε αλαλάζοντας και συντάχθηκε σε τακτικό στρατό. Οι Εξόριστοι όρθωσαν κι εκτόξευσαν τα κοντάρια τους με θράσος πρωτόγνωρο για το είδος. Τα Μάτια ανοιγόκλεισαν, μυτερές ρυτίδες γέλιου σχηματίστηκαν γύρω τους. Η αποικία άρχισε να τραντάζεται, η χιονοθύελλα σφύριξε αφιονισμένα. «Πάμε από την αρχή», κάγχασαν τα Μάτια. Έξω απ’ τον θόλο αντήχησε το σαρδόνιο χαχάνισμα, από κοιλότητα στόματος δίχως δόντια. Επτά μέρες αργότερα ο στρατός διαλύθηκε σε αιμόφυρτες, τσακισμένες μονάδες. Η αποικία γέμισε πτώματα, παρήγγειλε στα λαγούμια παιδιά.
Έξω από το γυάλινο θόλο τα αχόρταγα Μάτια εξακολουθούν να παρατηρούν την αποικία. Στις μυτερές ρυτίδες γύρω απ’ τις κόγχες τους, ακόμα γελά ο Μέγας Ψυχοπαθής.
Τα μεγέθη ποικίλουν κατά ηλικία
Δάσκαλος ο πατέρας τους της παλιάς σχολής. Ήθελε τα παιδιά του να γίνουν γιατροί ή μηχανικοί. Δε γλύτωσαν το δασκαλίκι. Ο μικρός σε ανώτατες βαθμίδες, βέβαια. Τους είχε όμως κάνει ξεφτέρια στη γεωγραφία, τη φυτολογία και την πατριδογνωσία.
Με τον τρίχρονο γιο του ο πανεπιστημιακός ταξιδεύουν για Θεσσαλονίκη, όπου ολοκληρώνει τις σπουδές της η γυναίκα του. Σε όλη τη διαδρομή ο γεννήτορας προσπαθεί να εξοικειώσει το παιδί με το περιβάλλον. Εδώ, Γιαννάκη, είναι το όρος Καλλίδρομο. Από ένα μονοπάτι του ο προδότης Εφιάλτης οδήγησε τους Πέρσες στα νώτα του Λεωνίδα. Εδώ είναι οι Θερμοπύλες, όπου έπεσε ο Λεωνίδας με τους τριακόσιους στρατιώτες του πολεμώντας ηρωικά. Στο βάθος ο Καραβόμυλος, από δω η Στυλίδα∙ και η ενημέρωση συνεχίζεται. Μέχρι που φτάνουν στο βουνό των βουνών, στον Όλυμπο. Και πάμε απ’ την αρχή το μάθημα: αριστερά, Γιαννάκη, είναι ο Όλυμπος, το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας. 2.197 μέτρα ύψος. Στην κορυφή του κατοικούσαν οι δώδεκα Ολύμπιοι θεοί. Τώρα βρισκόμαστε στην κοιλάδα των Τεμπών. Και πάει λέγοντας.
Κάποια στιγμή θέλει να βεβαιωθεί ότι το μάθημα δεν πήγε στράφι. Γυρίζει στον μικρό και ρωτά όλο προσμονή, δείχνοντας τον Όλυμπο: Γιαννάκη, το ξέρεις αυτό το ψηλό βουνό; Ναι, μπαμπά, απαντά το παιδί. Ποιο είναι; Επιμένει ο πατέρας. «Ο Λυ-κα-βητ-τός», λέει όλο καμάρι ο μικρός τονίζοντας μία μία τις συλλαβές. Τρεις μέρες πριν είχε επισκεφτεί με την αγαπημένη του θεία τον λόφο της Αθήνας και είχε εκστασιαστεί από τη θέα και το τελεφερίκ.
Αδιέξοδο
Κάθεται ένα μέτρο απέναντί σου και σε κοιτά, εσύ έχεις σκύψει το κεφάλι, η ξύλινη καρέκλα τρίζει κι απορείς –είστε και οι δυο ακίνητοι κι ωστόσο σε κάποια κίνηση αδιόρατη οφείλεται ο τριγμός–, το αφήνεις όμως ασχολίαστο, δεν ωφελεί, «είναι άσκοπο να αρνείσαι την ενοχή σου», λέει, «είμαι όμως έτοιμος να ακούσω τη δική σου εκδοχή», μα ξέρεις πως έχει ήδη αποφασίσει από τα πριν, «δε σου αρμόζουν υπεκφυγές και κλάψες», ό,τι κι αν πεις γυρνά εναντίον σου γιατί δεν έχεις δα κανένα επιχείρημα της προκοπής και πώς να αντιτάξεις δικαιολογίες που δεν πιστεύεις σε έναν σκληρό και άτεγκτο κριτή. Το φως της λάμπας τρεμοπαίζει κι ενώ κοιτάς τα χέρια σου δε βλέπεις –τα ’χεις ξεχάσει– τα δεσμά σου, κι όμως δε λες να σηκωθείς, μονάχα ακούς σιωπηλός και αναπολείς ξέφρενα γέλια και υπαίθριους καφενέδες, μια αθώα ζωή που ανοίχτηκε κάποτε μπροστά σου, μα «αν έχεις οτιδήποτε να πεις, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή», επαναλαμβάνει χωρίς να το πιστεύει, και σκέφτεσαι πως θα ’χε πλάκα να αρχίσεις να παραθέτεις στοιχεία για την αθωότητά σου, προφάσεις έστω εν αμαρτίαις, για να τον κάνεις να καγχάσει· έτσι γεννιούνται οι φάρσες και οι τραγωδίες, όμως εσύ δεν περιμένεις ούτε «από μηχανής θεό» ούτε αρλεκίνο να σε σώσει.
«Πάμε από την αρχή», ψελλίζει, σηκώνεις ελαφρά τα μάτια, κοιτάς απέναντί σου το είδωλό σου σ’ έναν καθρέφτη γερασμένο, δεν το αναγνωρίζεις, γέρνεις ξανά το βλέμμα, «πάμε από την αρχή» ψελλίζεις μέσα απ’ τα δόντια.