Χάρτης 9 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-9/hartaki/h-sila-paei-diakopes
Η Σίλα είχε περάσει δύσκολες ώρες κλεισμένη σ’ ένα φλεγόμενο σκυλόκουτο – με 8 μικρές συμμετρικές τρύπες εξαερισμού- ένθετο στο Χόντα της κ. Τζέλλας. Ήταν ο απόλυτος πανικός: δεν μπορούσε ούτε να στριφογυρίσει ούτε καν να σταθεί όρθια ούτε να κάτσει ούτε βεβαίως να δει έξω πού πήγαινε και τι της συνέβαινε. Χτυπιόταν συνέχεια πάνω στα καφτά τοιχώματα του σκυλόκουτου και γάβγιζε συνέχεια (είχε ακούσει πως αν έχεις τις φωνητικές σου χορδές σε διαρκή λειτουργία δεν ξερνάς).
Αυτό το κόλπο δεν το είχε εφαρμόσει, δυστυχώς, εγκαίρως, γιατί στην αρχή, μόλις τη συσκεύασε ο κ. Λάμπρος στο κουτί και μετά μπήκε στο αυτοκίνητο και συσκευάστηκε κι αυτός δίπλα στην κ. Τζέλλα (πού ήταν ήδη συσκευασμένη και δεμένη), η Σίλα είχε μείνει άφωνη για αρκετή ώρα από την έκπληξη.
Μετά, είχε αρχίσει να γαβγίζει από μέσα της προσπαθώντας να προσευχηθεί σιωπηλά στον θεό του Μεγάλου Κυνός και να αναρωτιέται τι κακό είχε κάνει για να τιμωρείται έτσι στο καζάνι της κόλασης – μήπως επειδή τον περασμένο μήνα είχε χαθεί και ήταν ο απολωλός σκύλος; Όχι, για το παράπτωμα αυτό είχε ήδη τιμωρηθεί αρκετά (δεν ήθελε να το θυμάται).
Η τιμωρία αυτή μάλλον αφορούσε σε προηγούμενη μετεμψύχωση – η Σίλα είχε πότε πότε εκλάμψεις, μετά τις οποίες έμενε με τη θολή εντύπωση πως κάποτε, σχετικά πρόσφατα, είχε υπάρξει βουλευτής.
Όταν τέλειωσε κι η φάση, της αναπάντητης προσευχής, η Σίλα άρχισε επιτέλους να ουρλιάζει . Ήταν όμως ήδη αργά: και είχε ξεράσει, αλλά και είχε κατουρηθεί απ’ το φόβο της, οπότε, η ατμόσφαιρα είχε γίνει πια τελείως αποπνικτική και γλιστρερή.
Εξάλλου, όσο κι αν ούρλιαζε, δεν ακουγόταν, γιατί το αυτοκίνητο είχε πια αναπτύξει φοβερή ταχύτητα (η Σίλα, παρόλο που δεν είχε επαφή με τον έξω κόσμο, ένιωθε τ’ αυτιά της να μακραίνουν), και έξω γινόταν πανδαιμόνιο από τις δεκάδες άλλα αυτοκίνητα που έτρεχαν κι αυτά προς την ίδια κατεύθυνση πανικόβλητα και προσπαθούσαν να προσπεράσουν.
Στο τέλος, απελπισμένη, άρχισε να γαβγίζει και να λιποθυμά εναλλάξ, κάθε πεντάλεπτο.
Ήταν λίγο πιο ξεκούραστα τώρα, οπότε, η Σίλα μπόρεσε να σχηματοποιήσει μερικές σκέψεις και να συμπονέσει και τ’ αφεντικά της: κι εκείνοι οι καημένοι, βρίσκονταν δεμένοι, ακινητοποιημένοι, μέσα σ’ ένα πυρωμένο κουτί και ταρακουνιόντουσταν ασταμάτητα.
(Γιατί το κάνουν αυτό; Ποτέ δεν θα μπορέσω να καταλάβω τους ανθρώπους, σκέφτηκε η Σίλα. Ζουν όλο το χρόνο στριμωγμένοι σε κουτιά και ξαφνικά φεύγουν άρον άρον, στριμωγμένοι πάλι μέσα σ’ άλλα κουτιά, και πάνε πάλι όλοι μαζί - πού πήγαιναν άραγε και γιατί;)
Διακοπές πηγαίναν. Αυτό το έμαθε η Σίλα μετά από απροσδιόριστο διάστημα μαρτυρίου, όταν έφτασαν επιτέλους στο εξοχικό που τους είχε παραχωρήσει μια γριά θεία της κ. Τζέλλας, η οποία, την ίδια εποχή, έκανε διακοπές στο νοσοκομείο.
Το αυτοκίνητο φρενάρισε απότομα και η Σίλα βρέθηκε με τη μύτη χωμένη βίαια μέσα σε μια από τις 8 τρύπες του κουτιού της. Κατάφερε εγκαίρως να την αποσπάσει και να λιποθυμήσει για πρότελευταία φορά.
Όταν ο κ. Λάμπρος και η κ. Τζέλλα κατέβασαν τις αποσκευές τους και άνοιξαν το σπίτι να αεριστεί, άνοιξαν και το σκυλόκουτο, και η Σίλα σύρθηκε με κόπο έξω, στα ξεραμένα χορτάρια της αυλής του εξοχικού.
«Πφ, αηδία…» έκανε η κ. Τζέλλα μόλις την είδε.
«Έχει ένα λάστιχο στην αυλή – περίμενε!» είπε ο κ. Λάμπρος.
Η Σίλα δέχτηκε ξαφνικά απανωτές ριπές κρύου νερού και κόντεψε να πάθει συγκοπή. Άνοιξε το στόμα της και προσπαθούσε μάταια να καταπιεί λίγο, γιατί πέθαινε στη δίψα, αλλά δεν προλάβαινε, πνιγόταν.
«Και το κουτί, πλύνε και το κουτί! Χάλια το έκανε!» φώναξε η κ. Τζέλλα.
Ο κ. Λάμπρος κατηύθυνε το σωλήνα προς το κουτί.
«Εντάξει, τώρα. Άφησε την εδώ να στεγνώσει και πάμε να ταχτοποιηθούμε. Δεν μπορεί να το σκάσει, έκλεισα την αυλόπορτα» είπε η κ. Τζέλλα.
«Αχ, επιτέλους! Καθαρός αέρας!» είπε ο κ. Λάμπρος ανασαίνοντας βαθιά.
Όταν έφυγαν, η Σίλα σταθεροποιήθηκε στα τέσσερα πόδια της κι άρχισε να τινάζεται. Ήπιε και λίγο λασπόνερο από μια λακούβα κι άρχισε σιγά σιγά να συνέρχεται.
Μια εξοχική, ιδιαιτέρως κακοντυμένη, γάτα εμφανίστηκε από το πουθενά και την πλησίασε με επιφύλαξη. Η Σίλα όμως ένιωθε ακόμα σαν βρεγμένος σκύλος και δεν είχε όρεξη ούτε καν να κάνει πως την κυνηγάει, για να δείξει τουλάχιστον ότι δεν την αγνοεί από πρωτευουσιάνικο σνομπισμό.
Κοίταξε λοιπόν αδιάφορα ολόγυρα. Μετά, κοίταξε και πέρα από την αυλόπορτα. Ω! Αυτό το θέαμα ήταν ενδιαφέρον!
Σε απόσταση περίπου διακοσίων επτά σκύλων στη σειρά, απλωνόταν, όσο έφτανε το μάτι, μια τεράστια ποσότητα μπλε νερού που, αν είχες τινάξει όλο το άχρωμο νερό από το αυτί σου και έστηνες αυτί, θα την άκουγες να κάνει ρυθμικά «μπλε, μπλε, μπλεεε!»
Αυτό λοιπόν ήταν η θάλασσα, σκέφτηκε η Σίλα. Βεβαίως γνώριζε το φαινόμενο από την τηλεόραση αλλά, τώρα λάιβ έμοιαζε πολύ πιο γοητευτικό.
Σηκώθηκε στα πίσω της πόδια και ακούμπησε τα μπροστινά στην αυλόπορτα. Χα! Η αυλόπορτα δεν έκλεινε καλά και υποχώρησε αμέσως. Η Σίλα βρέθηκε έξω κι άρχισε να τρέχει προς τη θάλασσα.
Η παραλία είχε βραχάκια και βοτσαλάκια – ήταν μια ανακούφιση να πατάς και πάλι κάπου σταθερά, να τρέχεις και να ανεμίζουν τ’ αυτιά σου.
Μετά από ένα απολαυστικό τρεχαλητό, η Σίλα έφτασε μπροστά στο νερό. Προς τα δεξιά γινόταν μεγάλη φασαρία. Ήταν τρία ανθρώπινα κουτάβια που ούρλιαζαν, κλωτσούσαν και μάλλον προσπαθούσαν να πνίξουν το ένα τ’ άλλο.
Η Σίλα θορυβήθηκε λίγο αλλά, τελικά, αποφάσισε να μην εμπλακεί στον καβγά. Εξάλλου, κουτάβια ήταν, φαινόταν πως τους άρεσε να σκληρίζουν, να χτυπιούνται και να πνίγονται. Ξάπλωσε λοιπόν ήσυχα στα βοτσαλάκια και αναρωτιόταν αν θα έπρεπε να δοκιμάσει να γλείψει λίγη θάλασσα, κι ας ήταν μπλε. Διψούσε ακόμα.
Ξαφνικά, μια κίτρινη μπάλα τη χτύπησε στην ουρά. Γύρισε ξαφνιασμένη. Ένα άλλο ανθρώπινο κουτάβι φάνηκε να έρχεται τρέχοντας κατά πάνω της.
«Μηηη! Φοίβο, μη! Μη πλησιάζεις το σκυλί! Θα σε φάει! Μηηη! Έλα γρήγορα εδώ! Κακό σκυλί! Φοίβο! Γρήγορα! Άσε τη μπάλα και γύρνα πίσω!» άκουσε να φωνάζει μια γιαγιά με μωβ μπικίνι.
Ο Φοίβος όμως, ήδη είχε καβαλήσει τη Σίλα και της τραβούσε τ’ αυτιά.
«Καλό σκυλάκι! Έλα να παίξουμε!»
Η γιαγιά με το μωβ μπικίνι έφτασε ασθμαίνοντας, άρπαξε τον Φοίβο απ’ το φανελάκι και τον έσυρε μαζί της.
«Κακό παιδί! Κατέβα απ’ το σκυλί! Γέμισες μικρόβια! Θα πεθάνεις! Θα με πεθάνεις! Θα σε φάει! Ξουτ παλιόσκυλο!»
Η Σίλα μελαγχόλησε. Όχι πως είχε όρεξη να παίξει με τον Φοίβο, πολύ περισσότερο να τον φάει – το στομάχι της ήταν ακόμα άνω κάτω, αλλά δεν μπορούσε ν’ ακούει τέτοιες βλακείες.
Από τη στενοχώρια της ήπιε μια γουλιά νερό και τόφτυσε αμέσως. Έμοιαζε με το ποτό Μαργαρίτα που έπινε η κ. Τζελλα. Κρίμα στη μεγάλη ποσότητα που υπήρχε, θα πήγαινε χαμένη…
[ συνεχίζεται ]