Χάρτης 9 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-9/theatro/epixorhghseis-sto-oeatro-ston-kairo-ths-krishs-skepseis-kai-problhmatismoi
Οι επιχορηγήσεις στις τέχνες δεν είναι ανακάλυψη των νεότερων χρόνων. Η τέχνη έχει ανάγκη χρημάτων για να μπορέσει να ευδοκιμήσει και συχνά άνθισε επιχορηγούμενη από ανθρώπους και φορείς σε διάφορες συνθήκες και εποχές. Ήδη από την αρχαιότητα για παράδειγμα οι δραματικοί αγώνες προϋπέθεταν για την πραγματοποίησή τους την ύπαρξη Χορηγίας (που ήταν η μία από τις τέσσερις λειτουργίες της Πολιτείας – Οι άλλες τρεις ήταν η τριηραρχία, η γυμνασαρχία και η σίτιση). Ο Χορηγός αναλάμβανε το σύνολο των εξόδων της παραγωγής και ήλπιζε στη διάκριση της παράστασής του, χωρίς αυτή η διάκριση να συνεπάγεται άλλου είδους αντισταθμιστικά. Στην τέχνη επένδυσε ο Περικλής για να αφήσει αποδείξεις στον χρόνο του μεγαλείου της Αθήνας της εποχής του. Στις αυλές των μεγάλων αρχόντων, όπως οι Μέδικοι στη Φλωρεντία, βρήκαν καταφύγιο σπουδαίοι καλλιτέχνες όπως ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι και ο Μποτιτσέλι. Η Βασίλισσα Ελισάβετ στήριξε τη θεατρική δραστηριότητα της εποχής της με αποτέλεσμα να μιλάμε σήμερα για ελισαβετιανό θέατρο, ενώ ο Μολιέρος μπόρεσε να επιβιώσει χάρη στον βασιλιά Λουδοβίκο IΔ΄. Και κάπως έτσι, μέσα από παρόμοιες διαδρομές, φτάσαμε στο σήμερα και στα μεγάλα διλήμματα και τις συγκρούσεις σε σχέση με τη χρηματοδότηση και την υποστήριξη των τεχνών από την Πολιτεία. Ωστόσο, πριν από οτιδήποτε άλλο θέλω να ξεκινήσω από την ακλόνητη πίστη μου ότι το πολιτιστικό προϊόν οφείλει να είναι δημόσιο αγαθό και η διαφύλαξη, ενίσχυση και ανάπτυξη των τεχνών πρέπει να είναι ευθύνη και της Πολιτείας· άλλωστε ο σημαντικότερος δείκτης του γενικότερου επιπέδου ανάπτυξης μιας κοινωνίας είναι ο πολιτισμός και οι τέχνες.
Θα επιχειρήσω μια σύντομη ιστορική αναδρομή για τον θεσμό των επιχορηγήσεων στη σύγχρονη Ελλάδα. Μέχρι το 1978, οι μόνοι θεατρικοί φορείς που έχαιραν κρατικής ενίσχυσης ήταν το Εθνικό Θέατρο και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με μεμονομένες περιπτώσεις σχημάτων όπως το Θέατρο Τέχνης ή οι Δεσμοί της Ασπασίας Παπαθανασίου τα οποία λάμβαναν, κατά περίπτωση, κάποια έκτακτη οικονομική αρωγή. Το 1979 προβλέπεται επίσημα η σύσταση ειδικής εννιαμελούς γνωμοδοτικής επιτροπής για τη μελέτη των σχετικών αιτημάτων με τη συμμετοχή εκπροσώπων των φορέων ΣΕΗ (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών), ΠΟΘΑ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Θεάματος Ακροάματος) και ΕΕΘΕΣ (Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων· απόφαση 23910 της 11/3/1979).Η Γνωμοδοτική αυτή επιτροπή είχε διευρυμένες αρμοδιότητες όπως αυτές ορίστηκαν από σχετική απόφαση το 1982 (αρ. 25860). Συγκεκριμένα, γνωμοδοτούσε για την αναπτυξιακή πολιτική επί του θεάτρου, τα προγράμματα δραστηριότητας, τη μετάβαση συγκροτημάτων στο εξωτερικό, την υπάρχουσα κατάσταση και τα προβλήματα κρατικών θεάτρων, ελεύθερου θεάτρου και κάθε είδους οργανισμών αλλά και για κάθε θέμα που θα παρεπεμπόταν σε αυτήν από τον/την Υπουργό. Ουσιαστικά όμως σταδιακά ο ρόλος της – και λόγω ίσως της πληθώρας των αντικειμένων – περιορίστηκε στις επιχορηγήσεις.
Στα σαράντα σχεδόν χρόνια που έχουν μεσολαβήσει έχουν δοκιμαστεί διάφορα συστήματα, με μικρές ή μεγαλύτερες αποκλίσεις μεταξύ τους, με προτερήματα και με προβλήματα. Το βασικό ζήτημα ωστόσο που θα μπορούσε να δώσει στις επιχορηγήσεις έναν καταλυτικό ρόλο στην πολιτιστική δημιουργία παραμένει άλυτο: η ύπαρξη ενός σχεδιασμού μιας συνολικής πολιτιστικής πολιτικής, ενός σχεδίου δράσης και η, με συνέπεια, εκτέλεσή του σε έναν διευρυμένο χρονικό ορίζοντα. Δυστυχώς, έχουμε άφθονες παρεμβάσεις αποσπασματικού χαρακτήρα οι οποίες σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στον σταθερά υποβαθμισμένο τομέα του Πολιτισμού στη χώρα μας, –ακόμη και στις περιόδους που οι συνθήκες είναι καλύτερες– και βέβαια στο γεγονός ότι συχνά οι εκάστοτε έχοντες την εξουσία προσπαθούν να βάλουν άμεσα την όποια σφραγίδα τους, ακυρώνοντας ό,τι προηγείται αυτών ή απλά αγνοώντας το.
Παρά τα όποια προβλήματα, αποτελεί γεγονός πως η καθιέρωση του συστήματος των επιχορηγήσεων ανέτρεψε το σκηνικό που επικρατούσε υπέρ των δύο κρατικών θεάτρων και των λιγοστών επιχειρηματιών, παρέχοντας ενίσχυση σε θιάσους που τόλμησαν να αλλάξουν προσανατολισμό και να δοκιμάσουν ένα διαφορετικού τύπου ρεπερτόριο. Ο θεσμός επέτρεψε την αλλαγή στην αντίληψη της παραγωγής, έδωσε τη δυνατότητα σε θέατρα και καλλιτέχνες να ψάξουν, να ερευνήσουν, να ανανεώσουν τη θεατρική πράξη χωρίς το άγχος του ταμείου και συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία και ανάδειξη μιας νέας γενιάς ηθοποιών και σκηνοθετών, οι οποίοι διαμόρφωσαν το νέο ελληνικό θέατρο. Με τον τρόπο αυτό το Κράτος ανέλαβε έναν ρόλο εγγυητή της πολυφωνίας της θεατρικής έκφρασης και του πλουραλισμού, μακριά από την αγωνία της αγοράς και του ταμείου.
Τα όργανα που εμπλέκονται είναι ο/η Υπουργός Πολιτισμού, το Τμήμα Θεάτρου και Χορού του Υπουργείου Πολιτισμού και η Γνωμοδοτική Επιτροπή η οποία αποτελείται από άτομα που διορίζονται από τον Υπουργό και δεν είναι υπάλληλοι του Υπουργείου. Η Επιτροπή είναι επταμελής (από το 1992 καθώς δεν είναι πλέον υποχρεωτική η παρουσία εκπροσώπων των φορέων). Το Τμήμα Θεάτρου εκδίδει την προκήρυξη, έχει την ευθύνη για τη συγκέντρωση των αιτήσεων και για την επικοινωνία με τα σχήματα, κάνει τον έλεγχο των εγγράφων και παρακολουθεί και βοηθά στις εργασίες της Επιτροπής. Εξαίρεση υπήρξε στα παραπάνω το διάστημα της ύπαρξης του Εθνικού Κέντρου Θεάτρου και Χορού (2008-2010), όπου όλες οι αρμοδιότητες του Τμήματος του είχαν αφαιρεθεί. Η επιτροπή συνεδριάζει και καταλήγει στις προτάσεις της για τα σχήματα και τα ποσά, εισηγείται/γνωμοδοτεί στον/στην Υπουργό και εκείνος ως τελικό αποφασίζων όργανο καθορίζει τους τελικούς δικαιούχους.
Έχω υπάρξει μέλος γνωμοδοτικής επιτροπής για τις επιχορηγήσεις των θεατρικών σχημάτων του ελεύθερου θεάτρου σε τελείως διαφορετικές συνθήκες. Η πρώτη φορά ήταν το 2009-2010 στη διάρκεια της βραχύβιας λειτουργίας του ΕΚΕΘΕΧ που φιλοδοξούσε να λειτουργήσει ως ένας ευέλικτος φορέας συνολικού συντονισμού των παραστατικών τεχνών και μαζί με τις επιχορηγήσεις προσπαθούσε να φτιάξει ένα πλαίσιο στήριξης με παράλληλα προγράμματα, όπως π.χ. διαφορετικά κονδύλια για την κινητικότητα ή εξασφάλιση χώρου δοκιμών ή παραστάσεων. Μια ωραία πρωτοβουλία που δυστυχώς δεν ευδοκίμησε κυρίως λόγω διοικητικών προβλημάτων αλλά και των πολιτικών συνθηκών.
Η δεύτερη το 2011-2012 όταν το υπουργείο Πολιτισμού με τον τότε Υπουργό Παύλο Γερουλάνο είχε προχωρήσει σε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα μοριοδότησης και βαθμολόγησης των σχημάτων στοχεύοντας σε μια «αντικειμενικότητα». Το σύστημα διέκρινε τα σχήματα σε κατηγορίες ανάλογα με την ηλικία τους (1-5 χρόνια, 5-10 χρόνια, 10 χρόνια και άνω) αλλά και ανάλογα με το εάν πρότειναν μία παραγωγή ή εάν εισηγούνταν ρεπερτόριο (3-5 παραστάσεις) ενώ επιπλέον μόρια έπαιρναν ειδικές κατηγορίες όπως για παράδειγμα οι ομάδες με έδρα στην επαρχία προκαλώντας ανισορροπίες στην καλλιτεχνική αξιολόγηση. Όλα τα παραπάνω, αν και είχαν ως στόχο να ενισχύσουν τη θεατρική δημιουργία χαρτογραφώντας ένα πολυποίκιλο τοπίο, έκαναν τη διαδικασία εξαιρετικά επίπονη και για τους αιτούντες αλλά και για την Επιτροπή ενώ η μοριοδότηση δημιουργούσε προβλήματα στην τελική αξιολόγηση και υποβάθμιζε τους καλλιτεχνικούς παράγοντες. Οι επιχορηγήσεις εκείνες δεν δόθηκαν ποτέ ολόκληρες στους 67 θιάσους που μοιράζονταν το ποσό 2.015.000 ευρώ.
Έκτοτε και για πέντε χρόνια, οι επιχορηγήσεις καταργήθηκαν σιωπηρά με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχουν λεφτά παραγνωρίζοντας τη σημασία που έχει ο Πολιτισμός ειδικά σε μία χώρα σε κρίση. Η τέως Υπουργός Λυδία Κονιόρδου, προερχόμενη η ίδια από το θέατρο, αποφάσισε να επαναφέρει τον θεσμό και παράλληλα για πρώτη φορά προχώρησε στη δημιουργία κωδικού στον Κρατικό ετήσιο προϋπολογισμό φροντίζοντας η χρηματοδότηση να είναι σταθερή και όχι ευκαιριακή. Δέχθηκα τη συμμετοχή μου στην ηλεκτρική θέση της Προέδρου πιστεύοντας ακράδαντα ότι οι Επιχορηγήσεις πρέπει να υπάρχουν και ότι οφείλουμε να τις υποστηρίξουμε με κάθε τρόπο – παρά το γεγονός πως πρόκειται για μια επώδυνη διαδικασία μεγάλης ευθύνης. Η παρούσα Επιτροπή αποτελείται, εκτός από την γράφουσα, από τους εκλεκτούς στον τομέα τους επαγγελματίες: Γρηγόρη Ιωαννίδη, κριτικό θεάτρου – επίκουρο καθηγητή Παν/μίου Αθηνών ως Αντιπρόεδρο· Αντώνη Βολανάκη – εικαστικό· Γιώργο Μητρόπουλο – δημοσιογράφο· Αντιγόνη Καράλη – δημοσιογράφο· Τάκη Τζαμαργιά – σκηνοθέτη, ΕΕΠ Παν/μίου Αθηνών· Σάββα Πατσαλίδη – καθηγητή θεατρολογίας του ΑΠΘ, κριτικό θεάτρου. Δράττομαι της ευκαιρίας για να τους ευχαριστήσω δημοσίως για την εξαιρετική μας συνεργασία, το θετικό πνεύμα, την αγάπη και την ευθύνη με την οποία εργάστηκαν προς ένα δίκαιο και αμερόληπτο αποτέλεσμα, στοιχεία που σπάνια συναντά κανείς σε ανάλογες επιτροπές. Δεν είναι εύκολο, ούτε αυτονόητο, για μία ομάδα (γιατί έτσι αισθανθήκαμε κι ως ομάδα εργαστήκαμε) να εργάζεται και να συνεργάζεται σε δύσκολες συνθήκες, με μεγάλη πίεση και έχοντας πάντοτε υπόψη το σημαντικό έργο που επιτελεί. Τα μέλη της Επιτροπής , παράλληλα με την κύρια εργασία τους, επιτέλεσαν το έργο ευθύνης που τους ανατέθηκε, φέρνοντάς το πιστεύω άξια σε πέρας, γνωρίζοντας πως θα κριθούν με προσωπικά κριτήρια, διαφορετικά μέτρα και σταθμά και, εν τέλει, πως ό,τι και να κάνουν θα βρεθούν (έστω από κάποιους) «στο μάτι του κυκλώνα», θα γίνουν «στόχος» αρνητικών σχολίων. Γιατί οι αιτούντες συχνά δεν είναι έτοιμοι να δεχθούν αποδεχθούν την άρνηση της πρότασής τους -ακόμη κι έαν πρόκειται για πρόταση η οποία δεν πληροί τα κριτήρια ούτε τους τυπικούς όρους της προκήρυξης · ενώ ακόμη και κάποιοι των οποίων η αίτηση εγκρίνεται δεν είναι ευχαριστημένοι με το ποσό με το οποίο επιχορηγούνται.
Συχνά ακούω ενστάσεις του τύπου πως ενώ έχουμε σοβαρές ελλείψεις στην παιδεία και στην υγεία δεν μπορεί να δίνονται χρήματα ως προτεραιότητα στο θέατρο. Θέλω να πω ότι η στήριξη του πολιτισμού όχι μόνο δεν είναι περιττή, αντιθέτως είναι επιτακτική ανάγκη, ειδικά τώρα. Στο διάστημα αυτών των πέντε ετών χωρίς επιχορηγήσεις, γίναμε μάρτυρες ενός κατακερματισμού των δυνάμεων, μιας εκρηκτικής ανόδου των παραγωγών –ξεπεράσαμε τις 1700 παραστάσεις ανά θεατρική περιόδο– και η δραματουργία στράφηκε σε μια θεματολογία απομόνωσης όπου το άτομο προσπαθεί κυρίως να ερμηνεύσει τι του συμβαίνει και να επιβιώσει. Μεγάλα φανταχτερά και ανώδυνα θεάματα επικράτησαν και ο κριτικός νους σε μεγάλο βαθμό μπήκε στην άκρη ή συρρικνώθηκε επικίνδυνα. Το δικό μας χρέος βρίσκεται ακριβώς εδώ: Δεν πρέπει να οδηγηθεί και η σκέψη μας σε μαρασμό, ούτε να κλειστούμε στον εαυτό μας.
Βασικές προτεραιότητες ήταν να ενισχυθούν τα αξιόλογα σχήματα και οι φορείς που είχαν παλέψει όλα αυτά τα χρόνια για την επιβίωσή τους και είχαν συνεχίσει να υπάρχουν, να προσπαθούν και να δημιουργούν ανεξάρτητα από την έλλειψη χρηματοδότησής τους και παράλληλα να στηριχθούν οι νέες δυνάμεις. Με αυτό το σκεπτικό, και έχοντας μόλις ένα εκατομμύριο προς διάθεση, οι βασικοί άξονες που τέθηκαν ήταν οι εξής:
Από τις αιτήσεις εξαιρέθηκαν επίσης οι προτάσεις που αφορούσαν σε «θέατρο για παιδιά» ή «εφηβικό θέατρο» καθώς, σύμφωνα και με τη βούληση του Υπουργείου, θα πρέπει το είδος να τύχει ειδικής προσοχής, καθώς και οι αιτήσεις που αφορούσαν σε παραγωγές που οι ίδιες ή προσχέδιό τους είχε παρουσιαστεί στις σκηνές στο πρόσφατο παρελθόν.
Στις τελικές μας αποφάσεις δεν ήταν δυνατό να μην έχουμε κατά νου τις εξαιρετικά δύσκολες οικονομικά και κοινωνικά συνθήκες. Προκρίναμε έτσι την ενίσχυση μεγάλου σχετικά αριθμού θεατρικών σχημάτων με το σκεπτικό ότι αυτό είναι το πιο συνετό στην παρούσα συνθήκη: μια σχετική διάχυση του συνολικού ποσού ώστε να αποτελέσει μοχλό στήριξης και ανάπτυξης. Τα ποσά δεν έρχονται να καλύψουν το συνολικό κόστος μιας παραγωγής, αλλά μέρος του και κυρίως έρχονται να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες για το καλλιτεχνικό δυναμικό. Κατανοούμε φυσικά πως οι δυσκολίες είναι αυξημένες για την υλοποίηση του καλλιτεχνικού σχεδιασμού των ομάδων, όμως σε γενικές γραμμές η συγκεκριμένη προσέγγιση χαιρετίστηκε, εξ αρχής, θετικά από το σύνολο του θεατρικού κόσμου. Η επιλογή αυτή δεν συνεπάγεται τη συμφωνία μας με τον κατακερματισμό των καλλιτεχνικών δυνάμεων: το ενάντιο, θεωρούμε ότι βλάπτει το θέατρο μακροπρόθεσμα και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα. Εν τούτοις έγινε γιατί πιστεύουμε ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να βρουν τον τρόπο να στηριχθούν, να δημιουργήσουν, να δοκιμαστούν, να υπάρξουν μέσα σε αυτό το δύσκολο τοπίο ώστε να μπορέσουν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους, να αναθεωρήσουν τις προτεραιότητές τους και να σημάνουν τους νέους καλλιτεχνικούς τους στόχους οι οποίοι θα αποτυπώνουν τη σύγχρονη πραγματικότητα και θα συμβάλλουν σε μια πνευματική και θεατρική αναγέννηση.
Υπήρξε επίσης σαφής η θέση της Επιτροπής ότι η επιχορήγηση δεν είναι κεκτημένο για κανέναν θίασο – δεν είναι δυνατόν συγκεκριμένα σχήματα να θεωρούν αυτονόητο ότι θα επιχορηγούνται εφ’ όρου ζωής. Χρειάζεται ενίοτε εναλλαγή, ανατροφοδότηση και φυσικά χώρος σε νέες ομάδες. Επίσης, η ανταπόκριση ή όχι του κοινού δεν αποτελεί κριτήριο. Ούτε να τιμωρηθούν όσοι πηγαίνουν καλά, ούτε να προστατευθούν όσοι δεν έχουν κοινό. Όπως και στις προηγούμενες εμπειρίες μου από την Επιτροπή είχαμε και εδώ να αντιμετωπίσουμε προτάσεις άνισες μεταξύ τους και τελείως διαφορετικές από σχήματα διαφορετικής προσέγγισης και ενασχόλησης καθώς και μια αναντιστοιχία σε αυτά που αιτούνταν, κυρίως στο οικονομικό κομμάτι με υπερδιογκωμένους και πρόχειρους προϋπολογισμούς, αλλά και έλλειψη ανάπτυξης σκεπτικού για την υποβληθείσα πρόταση. Το να συντάξει το σχήμα μία σωστή πρόταση θα πρέπει να είναι δεδομένη υποχρεώσή του και ελάχιστη ένδειξη σεβασμού προς τον θεσμό.
Μελετώντας με μεγάλη προσοχή και έγνοια τις κατατεθειμένες προτάσεις μπορεί κανείς να εντοπίσει τα σημαντικά προβλήματα της ελληνικής σκήνης: είναι εμφανές ότι υπάρχει έλλειψη τόλμης στις προτάσεις, απουσιάζει η διάθεση συνεργασίας μεταξύ των σχημάτων και των καλλιτεχνών, η κινητικότητα είναι εξαιρετικά περιορισμένη, δεν προκύπτουν ουσιαστικές δράσεις που να σχετίζονται με τις παραστάσεις, και δυστυχώς ούτε κάποιου είδους άνοιγμα σε νέες προτάσεις και ερευνητικά πεδία. Επίσης, σε μεγάλο ποσοστό τα σχήματα με τις προτάσεις τους δεν καταθέτουν ένα πλήρες και σαφές καλλιτεχνικό σκεπτικό ενώ αρκετές φορές ο σχεδιασμός είναι ασαφής και υποθετικός. Υπάρχει συχνά αντιστοιχία σε αυτά που αιτούνται, κυρίως στο οικονομικό κομμάτι, ενώ αποτελεί πικρή διαπίστωσή πως σε μεγάλο βαθμό απουσιάζουν τα μεγάλα καλλιτεχνικά οράματα, η στοχοπροσήλωση και η ερευνητική εργασία. Όλα φυσικά τα παραπάνω είναι δικαιολογημένα σε ένα βαθμό, ως απόρροια της κοινωνικόπολιτικής και οικονομικής κατάστασης.
Θα μου επιτρέψετε να πω ότι και οι Επιτροπές δεν διεκδικούν το αλάθητο, ειδικά όταν είναι εκ των πραγμάτων αβοήθητες, εννοώντας πως δεν υπάρχει ένα σαφές πλαίσιο. Κρίνονται και αυτές όπως και οι κρινόμενοι και πολύ πιο αυστηρά καθώς προσπαθούν να λύσουν με τον ιδανικό τρόπο ένα γρίφο με υποκειμενική λύση. Επίσης, να σημειώσω ότι η Επιτροπή εργάζεται αμισθί με μόνο κίνητρο την αφοσίωσή της στο θέατρο. Προσωπικά αισθάνομαι ένα έντονο αίσθημα ευθύνης και επικεντρώνομαι σε μια προσπάθεια να είμαι δίκαιη τόσο απέναντι στους καλλιτέχνες, τη δουλειά και την πορεία τους όσο και απέναντι στα πιστεύω μου αλλά και στις ανάγκες και τις προτεραιότητες που θέτει η δεδομένη στιγμή. Είναι επίσης αυτονόητο ότι οι τελικές προτάσεις της επιτροπής είναι αποτέλεσμα της κρίσης ενός συνόλου ανθρώπων και όχι οι προσωπικές προτιμήσεις του κάθε μέλους.
Ο Θεσμός των Επιχορηγήσεων είναι πολύτιμος, πρέπει όμως σύμφωνα με τις ανάγκες της εκάστοτε εποχής να προσαρμόζεται και να λειτουργεί καταλυτικά. Δεν πρέπει να «φοράμε» αυθαίρετα συστήματα που λειτουργούν κάπου αλλού αλλά αντιθέτως να βρούμε τους δικούς μας τρόπους, τη δική μας μέθοδο σεβόμενοι το δυναμικό της χώρας μας. Να βρεθούν τρόποι που θα στηρίξουν τις νέες φωνές αλλά θα σεβαστούν και τις παλαιότερες που ακόμη έχουν να προσφέρουν. Να προχωρήσουμε στη στήριξη μακρόπνοων σχεδίων και μιας συνολικότερης αντιμετώπισης των επιλογών των θιάσων. Να ενισχυθεί αποτελεσματικά η αποκέντρωση της θεατρικής δραστηριότητας. Είναι εξίσου απαραίτητος ο έλεγχος των πεπραγμένων, της αξιοποίησης ή μη των χρημάτων και του αποτελέσματος της δουλειάς του σχήματος. Με λίγα λόγια χρειάζεται ένα οργανωμένο σχέδιο για να κάνουμε το παρακάτω βήμα. Να ξαναγυρίσουμε στη βάση των πραγμάτων, να κάνουμε τον απολογισμό και να θέσουμε τους νέους στόχους. Κυρίως να δούμε καθαρά το τι θέλουμε να πετύχουμε μέσα από τον θεσμό σε βάθος χρόνου.
Παρά τις όποιες ενστάσεις και τα λάθη δεν πρέπει να απαξιώνουμε τον θεσμό: αρκεί να σκεφτούμε πως χωρίς το θεσμό των επιχορηγήσεων δεν θα είχαν ανθίσει θέατρα όπως η Νέα Σκηνή του Λευτέρη Βογιατζή. Η τέχνη δεν είναι πάρεργο αλλά βασική ανάγκη μας όπως η πείνα και η δίψα – ας το θυμόμαστε και εμείς και η εξουσία.