Χάρτης 9 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-9/dokimio/to-glykomhlo-rodokokkinizei-akoma-sapfw-kai-zelnta
Η ιστορία φέρθηκε στη Ζέλντα Σαίηρ, τη μετέπειτα Ζέλντα Φιτστζέραλντ, τόσο άδικα όσο και η ίδια η ζωή. Ο ταραχώδης γάμος της με τον Φ. Σκοτ Φιτστζέραλντ και η επακόλουθη κλινική σχιζοφρένειά της έχουν επισκιάσει τη λογοτεχνική της παραγωγή, την οποία άλλωστε ο ίδιος ο σύζυγός της έκανε ό,τι μπορούσε για να υπονομεύσει και να απαξιώσει. Πιθανότατα κανείς δεν θυμάται σήμερα το μυθιστόρημά της Save Me the Waltz (1932), του οποίου την έκδοση επιχείρησε να ματαιώσει ο Σκοτ με τη δικαιολογία ότι περιείχε αυτοβιογραφικά στοιχεία που ο ίδιος σκόπευε να χρησιμοποιήσει στο Τρυφερή είναι η νύχτα! Και ασφαλώς κανείς δεν θα γνώριζε σήμερα το διήγημά της «Το Παγόβουνο» (“The Iceberg”), αν δεν το δημοσίευε, στις 20 Δεκεμβρίου 2013, η το έγκριτο περιοδικό The New Yorker. Το διήγημα, το οποίο ελάνθανε έως τότε, είχε πρωτοδημοσιευτεί το 1918 στο Sidney Lanier High School Literary Journal, όταν η Ζέλντα ήταν δεκαοχτώ ετών. (Το Sidney Lanier High School ήταν δημόσιο γυμνάσιο στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, στο οποίο φοίτησε η Ζέλντα.)
Εξαιρετικά σύντομο και, κατά τα φαινόμενα, πρωτόλειο, «Το Παγόβουνο» έχει ως κεντρικό πρόσωπο την Κορνηλία Χόλτον, μια όμορφη και καλοαναθρεμμένη κοπέλα, μεγαλωμένη (όπως και η ίδια η Ζέλντα) σε εύπορη οικογένεια του Αμερικάνικου Νότου. Σύμφωνα με το στερεότυπο της Southern belle, της «ωραίας του Νότου», η Κορνηλία θα έπρεπε να είναι περιζήτητη νύφη. Ωστόσο, στα τριάντα της, και με τις δύο μικρότερες αδελφές της ήδη «αποκατεστημένες», η Κορνηλία εξακολουθεί να είναι μόνη· ακόμη χειρότερα, καμία προοπτική γάμου δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Όπως λέει ο αδελφός της, «η Κόρνη είναι καλό κορίτσι, και είναι κι ομορφούλα, αλλά δεν έχει μαγνητισμό. Είναι σαν να πάει κάποιος να τα βάλει μ’ ένα παγόβουνο» (εξ ου και ο τίτλος του διηγήματος). Ακόμη σκληρότερες είναι οι κρίσεις που επιφυλάσσει για την κόρη της η μητέρα της Κορνηλίας: «Η Κορνηλία δεν είναι συμπονετικός άνθρωπος. Όταν κοιτάζει έναν άντρα, οι σκέψεις της πετούνε χίλια μίλια μακριά, και κάτι τέτοια δεν τ’ ανέχεται η αντρική φιλαρέσκεια. Τι να σου κάνουνε τα ωραία ρούχα και το μουσικό ταλέντο, άμα δεν έχεις ανθρωπιά; Όχι! Όχι! Η Κορνηλία δεν θα παντρευτεί ποτέ, η Κορνηλία μ’ έχει ρίξει στη μαύρη απελπισία.» (Οι μεταφράσεις των παραθεμάτων από «Το Παγόβουνο» είναι δικές μου.)
Η Κορνηλία, ωστόσο, που πιστεύει ότι ο γάμος δεν είναι ο μοναδικός σκοπός στη ζωή μιας γυναίκας, αποφασίζει να σπουδάσει γραμματέας σ᾽ ένα τοπικό κολλέγιο. Έτσι, «τα δάχτυλά της, που άλλοτε κυμάτιζαν πάνω στις νότες του Σοπέν και της Σαμινάντ, έμαθαν γραφομηχανή με την ίδια επιδεξιότητα. Τα μάτια της έμοιαζαν να μεγαλώνουν και να φωτίζονται, καθώς πάσχιζε ν’ αποκρυπτογραφήσει τα ιερογλυφικά της στενογραφίας.» Χάρη στις λαμπρές επιδόσεις της, ο διευθυντής του κολλεγίου τη στέλνει να εργαστεί ως προσωπική στενογράφος του πολυεκατομμυριούχου Τζέιμς Γκιμπλ, τον οποίο τελικά παντρεύεται. Η οικογένειά της, κατάπληκτη, πληροφορείται την είδηση από τις εφημερίδες, και οι αδελφές της παραδέχονται ότι «η Κορνηλία, η γεροντοκόρη, έκανε τον πιο καλό γάμο απ’ όλες μας!»
Ως πρωτόλειο, «Το Παγόβουνο» έχει εμφανείς αδυναμίες. Για παράδειγμα, δεν αποφεύγει πάντοτε τον πειρασμό των εύκολων κλισέ, διατηρεί ίχνη μιας παράταιρης και σχεδόν παιδικής αφέλειας και, βέβαια, επικυρώνει εντέλει το κοινωνικό στερεότυπο της γυναίκας που, όσο κι αν κερδίζει την επαγγελματική επιτυχία, δεν καταξιώνεται παρά μόνο με έναν καλό γάμο. Ωστόσο, σε μια προσεκτικότερη ανάγνωση το διήγημα αποκαλύπτει απροσδόκητες, και υπόγειες, διακειμενικές συνάφειες με την ποίηση της Σαπφώς.
Στις πρώτες αράδες του διηγήματος, η Κορνηλία, αν και δεν νιώθει «ιδιαίτερα δυστυχισμένη», στενοχωριέται επειδή, ανύπαντρη καθώς είναι στα τριάντα της, «ντρόπιασε τους γονείς της και απογοήτευσε τους φίλους της». Συνειδητοποιεί πως
«Οι δυο αδελφές της, αν και μικρότερές της, είχαν παντρευτεί κι αποκατασταθεί από καιρό· εκείνη όμως ήταν ακόμα εδώ, στα τριάντα της, σαν παραγινωμένο μήλο ή σαν το ξεθωριασμένο κουμπί ενός εργένη, που είτε το ξέχασαν είτε έκριναν πως δεν άξιζε να το κόψουν.»
Η παρομοίωση με μήλο που το ξέχασαν ή που δεν καταδέχτηκαν να το κόψουν παραπέμπει το δίχως άλλο σε ένα από τα πιο γνωστά επιθαλάμια της Σαπφώς, το απόσπ. 105(a) στην έκδοση των E. Lobel και D. L. Page, όπου η νύφη παρομοιάζεται με μήλο που ροδοκοκκινίζει στο πιο ψηλό κλαρί του δέντρου. Θυμίζω το απόσπασμα της Σαπφώς, όπως δημοσιεύτηκε σε δική μου μετάφραση στο τεύχος 5 του Χάρτη:
Έτσι και το γλυκόμηλο που ροδοκοκκινίζει
στην άκρη-άκρη το κλωνί, στο πιο ψηλό κλαράκι,
κι οι τρυγητές το ξέχασαν — όχι, δεν το ξεχάσαν:
μόνο που δεν μπορούσανε τόσο ψηλά να φτάσουν.
Στο απόσπασμα της Σαπφώς, η εικόνα του μήλου είναι συστατικό γαμήλιου επαίνου. Μπορεί η νύφη να παντρεύεται κάπως μεγάλη, αλλά τούτο δεν σημαίνει πως δεν ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτήν επίδοξοι μνηστήρες: σημαίνει μάλλον ότι κανένας μνηστήρας δεν μπορούσε να τη φτάσει, όπως οι τρυγητές δεν μπορούν να φτάσουν το κατακόκκινο γλυκόμηλο που φυτρώνει στο πιο ψηλό κλαδί. Στο «Παγόβουνο» της Ζέλντας, τώρα, η ίδια εικόνα μετασχηματίζεται από στοιχείο επαίνου σε έμβλημα απογοήτευσης ή και αυτοοικτιρμού: εδώ το μήλο δεν είναι πια, όπως στη Σαπφώ, ροδοκόκκινο, αλλά «παραγινωμένο» (belated apple)· και αν κρέμεται ακόμη από το κλαδί του, δεν είναι γιατί οι τρυγητές «δεν μπορούσανε τόσο ψηλά να φτάσουν», αλλά γιατί «είτε το ξέχασαν είτε έκριναν πως δεν άξιζε να το κόψουν» (either forgotten or not deemed worth the picking). Βέβαια, όπως προαναφέραμε, στο «Παγόβουνο» η κατάληξη του μήλου–Κορνηλίας ακολουθεί τα πρότυπα της συμβατικής ευτυχίας και καταξίωσης: εντέλει, ο πάμπλουτος κ. Γκιμπλ διαλέγει ακριβώς το παραγινωμένο μήλο που οι άλλοι περιφρονούσαν.
Ο υποδόριος διάλογος ανάμεσα στη Ζέλντα και στη Σαπφώ δεν εξαντλείται εδώ: φαίνεται πως το «Παγόβουνο» κρύβει κι άλλες σαπφικές αναμνήσεις. Η Κορνηλία για κάμποσες ώρες δακτυλογραφεί, με τη χάρη μιας πιανίστριας, τις επιστολές που της υπαγορεύει ο κ. Γκιμπλ· έπειτα,
«όταν ήρθε η ώρα του μεσημεριανού, το πρόσωπό της είχε αναψοκοκκινίσει, και οι καστανές μπουκλίτσες της κολλούσαν πάνω στο μέτωπό της από την ελαφριά υγρασία της προσπάθειας. Η Κορνήλια ήταν όμορφη: μόλις είχε κυριέψει τη γραφομηχανή!»
Καθώς σηκώνεται να πάει για φαγητό, η Κορνηλία, ακόμα ελαφρά ιδρωμένη, στρέφεται προς τον κ. Γκιμπλ και του απευθύνει τον λόγο, «κοκκινίζοντας και τραυλίζοντας», για να του ζητήσει να μην αποκαλύψει στους δικούς της τίποτε σχετικά με την πρόσληψή της στην εταιρεία. Δεν είναι δύσκολο να υποψιαστεί κανείς ότι τα συμπτώματα της Κορνηλίας —ο ιδρώτας, τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, το τραύλισμα— δεν οφείλονται μόνο στην κοπιώδη αναμέτρησή της με τη γραφομηχανή, αλλά και στο άρτι αναφυόμενο ερωτικό ενδιαφέρον για τον εργοδότη της. Εξίσου εύκολο είναι να θυμηθεί κανείς ότι τα ίδια αυτά συμπτώματα έχουν απομνημειωθεί, σαν φανερώματα της παθολογίας του έρωτα, στο απόσπ. 31 Lobel/Page της Σαπφώς, του οποίου μετάφραση μπορεί επίσης να βρει κανείς στο τεύχος 5 του Χάρτη. Παραθέτω εδώ τους στίχους που μας ενδιαφέρουν:
Μα εμένα
μέσα στα στήθια σπαρταρά η καρδιά μου: λίγο
μονάχα αν σε κοιτάξω, τότε αμέσως
σβήνει η φωνή μου,
βουβαίνεται η γλώσσα τσακισμένη· νιώθω
κάτω απ’ το δέρμα μου μια σιγανή να τρέχει
φλόγα· τα μάτια μου δεν βλέπουν·
βουίζουνε τ’ αφτιά μου·
με περιλούζει κρύος ιδρώτας· με κυριεύει
ολόκληρη ένα τρέμουλο· στην όψη
γίνομαι πιο χλωρή κι απ’ το χορτάρι· λίγο ακόμα
και θα μου βγει η ψυχή, νομίζω.
Στο ποίημα της Σαπφώς, οι περιγραφόμενες σωματικές διαταραχές είναι συμπτώματα της ερωτικής έλξης που νιώθει μια γυναίκα για μιαν άλλη γυναίκα. Στο διήγημα της Ζέλντας, το κοκκίνισμα και το τραύλισμα έχουν αιτία σαφέστατα πιο συμβατική (την ετερόφυλη έλξη), ενώ ο ιδρώτας φαίνεται να προέρχεται, λιγότερο ποιητικά, από τον επίπονο ζήλο της νεοφώτιστης δακτυλογράφου. Ίσως να μοιάζει εκ πρώτης όψεως κωμική και αδέξια τούτη η απροσδόκητη καταβύθιση από το ύψος της σαπφικής περιγραφής —μιας περιγραφής που ο συγγραφέας τού Περὶ Ὕψους (10.1–3) ξεχωρίζει για την απαράμιλλη δύναμη και την αρμονία της— στο πεζό και τετριμμένο περιβάλλον της μίσθιας δουλειάς. Δεν αποκλείεται όμως να είναι σκόπιμη αυτή η μετάπτωση: αν η Ζέλντα ανακαλύπτει τη Σαπφώ κρυμμένη πίσω απ’ τη γραφομηχανή της Κορνηλίας, δεν είναι γιατί θέλει να κατεβάσει τη δέκατη Μούσα από το βάθρο της, αλλά γιατί επιχειρεί να φέρει την ταπεινή ηρωίδα της λίγα εκατοστά πιο κοντά στον ορίζοντα του κλασικού λυρισμού.
Θα είχε ίσως ενδιαφέρον εδώ να θυμηθούμε μερικά από τα σχόλια που καταγράφει ο συγγραφέας τού Περὶ Ὕψους (αυτός που συμβατικά ονομάζουμε Διονύσιο Λογγίνο) σχετικά με το ποίημα της Σαπφώς που μόλις είδαμε. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα στη θαυμάσια μετάφραση του Μ. Ζ. Κοπιδάκη Διονυσίου Λογγίνου, Περὶ Ὕψους , ερμην. έκδ. Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη 1990, σ. 93):
Δεν σου προκαλεί το θαυμασμό ο τρόπος με τον οποίο την ίδια στιγμή [η Σαπφώ] προσπαθεί να συγκεντρώσει το μυαλό και το σώμα της, την ακοή και τη γλώσσα της, τα μάτια και το χρώμα της — όλα αυτά σαν να ήταν ξένα που έφυγαν μακριά; Κι έτσι ταυτοχρόνως σε γρήγορη εναλλαγή παγώνει και φλέγεται, χάνει το νου της και ορθοφρονεί, έχει κουράγιο και φοβάται. Φοβάται; — σχεδόν έχει πεθάνει. Δίνει λοιπόν την εντύπωση πως δεν είναι ένα και μόνο πάθος που την ταλανίζει, αλλά σύνδρομο παθών! Όλα αυτά βέβαια τα συναισθήματα τα νιώθουν οι ερωτευμένοι, αλλά, όπως είπα, η επιλογή των βιαιότερων και η σύνθεσή τους σε ενιαίο σύνολο δημιούργησαν το έξοχο καλλιτέχνημα.
Τα σχόλια του ψευδοΛογγίνου αναδεικνύουν με ακόμη μεγαλύτερη ενάργεια το χάσμα που χωρίζει το βίαιο πάθος της ανώνυμης σαπφικής αφηγήτριας από το συγκριτικά αναιμικό αίσθημα της Κορνηλίας για το αφεντικό της, ένα αίσθημα που περιγράφεται μόνον υποτυπωδώς και υπαινικτικά. Όπως όμως ανέφερα προηγουμένως, τούτη ακριβώς η μετάπτωση από το σχεδόν μυθικό σύμπαν του σαπφικού λυρισμού στην κοινότοπη καθημερινότητα του αμερικανικού μικροαστισμού ίσως μπορεί να μας οδηγήσει κατευθείαν στον θεματικό πυρήνα του «Παγόβουνου». Ένα παγόβουνο είναι, στο μεγαλύτερο μέρος του, κρυμμένο — όπως κρυμμένα και υπόγεια είναι τα ρεύματα που συνδέουν τον πεζό βίο της φαινομενικά ψυχρής Κορνηλίας με μιαν από τις πιο σφοδρές λυρικές αποτυπώσεις του γυναικείου ερωτισμού.
Αν είναι πράγματι βάσιμη η υποψία ότι το «Παγόβουνο» έχει υποδόριες διακειμενικές συνάφειες με τη σαπφική ποίηση, τότε γεννιέται το πεζό ερώτημα: πώς γνώριζε η Ζέλντα τη Σαπφώ; Στο ερώτημα αυτό δεν μπορούμε να δώσουμε σαφή ή αναμφισβήτητη απάντηση. Πιθανώς όμως θα πρέπει να αναζητήσουμε την αρχή αυτής της γνωριμίας στα παιδικά διαβάσματα της Ζέλντας. Αν και δεν παρακολούθησε ποτέ πανεπιστημιακά μαθήματα, η Ζέλντα υπήρξε από μικρή ηλικία προικισμένη και λαίμαργη αναγνώστρια. Η βιογράφος της, η Linda Wagner-Martin, αναφέρει τα εξής:
«Η αγάπη της Ζέλντας για το διάβασμα μπορεί να προερχόταν, εν μέρει, από την προσπάθειά της να προσελκύσει το ενδιαφέρον του πατέρα της. Οι βιβλιοθήκες στο σπίτι της Πλέζαντ Στρητ αρ. 6 ήταν γεμάτες με ολόκληρες σειρές από τα έργα του Φήλντιγκ, του Σαίξπηρ, του Θακεραί, του Ντίκενς, του Σερ Ουώλτερ Σκοτ, του Μαρκ Τουέιν, της Ουίντα, καθώς και των Ελλήνων και Λατίνων κλασικών συγγραφέων.»*
Η αναστροφή της Ζέλντας με τους Έλληνες κλασικούς της πατρικής βιβλιοθήκης δεν αποκλείεται να την έφερε σε επαφή και με την ποίηση της Σαπφώς. Κάπως έτσι ίσως μπορεί να ανασυντεθεί η αόρατη γραμμή που αναπάντεχα οδηγεί από τη Λέσβο του 7ου/6ου αιώνα π.Χ. στην Αλαμπάμα των αρχών του 20ού.
* Linda Wagner-Martin, Zelda Sayre Fitzgerald: An American Woman’s Life (Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan 2004), σ. 11. Ο πατέρας του οποίου το ενδιαφέρον προσπαθούσε να προσελκύσει η Ζέλντα ήταν ο Anthony Dickinson Sayre, ένας κατά τα φαινόμενα καλλιεργημένος άνθρωπος, που είχε αριστεύσει τόσο στα αρχαία ελληνικά όσο και στα μαθηματικά στο Κολλέγιο Roanoke του Σέιλεμ και μάλιστα είχε έρθει πρώτος στην τάξη του (1878).