Χάρτης 9 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-9/metafrash/alden-nowlan-pente-poihmata
Ο Άλντεν Νόουλαν (Alden Nowlan, 1933-1983) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους και πλέον αγαπητούς Καναδούς ποιητές του 20ού αιώνα. Γεννημένος και μεγαλωμένος σε συνθήκες ακραίας φτώχειας στο αγροτικό περιβάλλον της Νέας Σκωτίας, εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία δέκα ετών και, προκειμένου να επιβιώσει, εργάστηκε, μεταξύ άλλων, ως υλοτόμος, εργάτης σε πριονιστήριο και νυχτοφύλακας, προτού τον κερδίσει η δημοσιογραφία, από την οποία βιοπορίστηκε για περίπου δεκαπέντε χρόνια. Το 1968 του προσφέρθηκε η εφ’ όρου ζωής θέση του φιλοξενούμενου συγγραφέα στο Πανεπιστήμιο του Νιου Μπράνσγουικ στην πόλη Φρέντρικτον, όπου έζησε με τη σύζυγο και τον θετό γιο του ως τον θάνατό του, σε ηλικία μόλις πενήντα ετών. Η ποίησή του –εξομολογητική, κουβεντιαστή, με μια ευπρόσδεκτη προφορικότητα– διακρίνεται για τα απλά της μέσα, τον τρυφερά πνευματώδη, συχνά σκωπτικό της τόνο και τον αυτοβιογραφικό της χαρακτήρα (ιδίως όσον αφορά τις εμπειρίες του από τα χρόνια της ανέχειας στη Νέα Σκωτία), ενώ συχνά αποπνέει μια κάποια μελαγχολία, κυρίως στα ποιήματα που γράφτηκαν μετά το 1963, οπότε διαγνώστηκε με καρκίνο του θυροειδούς κι έφτασε στα πρόθυρα του θανάτου.
Τα πέντε ποιήματα που ακολουθούν, σταχυολογημένα από το εκτενές έργο του –από το 1958 ως το 1983, ο Νόουλαν εξέδωσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, ενώ επιπλέον έγραψε διηγήματα, θεατρικά έργα και δύο μυθιστορήματα– περιλαμβάνονται στην υπό έκδοση ανθολογία Ανημποριά και άλλα ποιήματα (ανθολόγηση-εισαγωγή-μετάφραση: Γιάννης Παλαβός), η οποία θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο από τις νεοσύστατες εκδόσεις Loggia.
Συγκρίνοντας τα γουρούνια με τις αγελάδες, ο Τζακ ο χασάπης
λέει πως συμπαθεί τις αγελάδες και τις καταλαβαίνει.
Πάνε όπου τις στείλει και κάθονται ώσπου να πέσει πάνω τους
το βαρύ του σφυρί, έπειτα αιμορραγούν νυσταλέα.
Τα γουρούνια, από την άλλη, τον αηδιάζουν: τρέχουν,
πετάγονται εδώ κι εκεί, πηδούν και τον λερώνουν
με αίμα που αναβλύζει σαν πίδακας από τη ράχη τους,
διότι αρνούνται να δεχτούν το τσεκούρι σαν κύριοι.
Έχω στο μέτωπό μου το σημάδι.
Καθώς πλησιάζω στην κάβα,
οι μπεκρήδες ξεπροβάλλουν απ’ το στενό,
απλώνουν τις τρεμάμενες παλάμες τους
σαν παραλυτικοί που ζυγώνουν τον Χριστό.
Κι εγώ τους ελεώ με χρήματα:
ένα εικοσιπενταράκι για μισό λίτρο μπίρα,
μια δεκάρα για ένα σφηνάκι ρούμι.
«Ξέρεις πώς είναι», μου λένε.
«Το ξέρεις».
Και φαντάζονται τη γεύση,
τη δροσιά της στη γλώσσα.
Ω Θεέ μου, εκείνο το πρώτο
αχνοφέγγισμα του θάλπους
στο στομάχι, κι έπειτα
οι πέτρες μαλακώνουν, ηχούν αυλοί,
το σώμα απρόσβλητο από τη φθορά,
ο Μαρσύας προκαλεί σε μονομαχία τον Απόλλωνα–
μάλιστα, αδέρφια μου,
ξέρω πώς είναι.
Το ξέρω.
Αγελάδες ανάμεσα στα σκλήθρα
στον λόφο ανάμεσα στα χαμηλά έλατα
αγελάδες μαύρες σαν δερμάτινο ρούχο
με κηλίδες λευκές σαν γάλα στη ράχη
βόσκουν στο χακί γρασίδι.
Το αγόρι θα ’ρθει να τις μαζέψει
τα πόδια του –δυο γαλάζια μπατζάκια–
τρίβονται μεταξύ τους κι ηχούν
σαν φυλλωσιά που θροΐζει στο αεράκι
και τ’ αγόρι ερωτευμένο μ’ όλα τα κορίτσια του κόσμου
σφυρίζει.
Και τον ξέρω
λες και παλέψαμε μαζί μέσα στη μήτρα
ξέρω και τη μητέρα του
ίδια με σπιτικό μηλίτη
που ξύνει τη γλώσσα σαν σαπουνόνερο
ώσπου γλιστρά ζεστός και μαλακός
στο στομάχι
και τον πατέρα του ξέρω
που έβαλε τα γέλια όταν τ’ αγόρι μέθυσε
με ζυμωμένη μελάσα
και το μαύρισε στο ξύλο όταν ξέχασε
να ποτίσει τις αγελάδες.
Ενώ καθόμουν απέναντι από έναν Αμερικανό στρατιώτη
στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου, σκέφτηκα
ότι θα ήταν χρήσιμο, ενίοτε, να φορούσαμε όλοι
σιρίτια, εμβλήματα και γαλόνια για να δείχνουμε από πού ήρθαμε,
πού ήμασταν και τι μας συνέβη.
«Μα τότε θα έπρεπε να φοράμε στολές», διαμαρτύρεται ένας φίλος,
καθηγητής Φιλολογίας με κοτλέ παντελόνι
και τριμμένο τουίντ σακάκι με πέτσινα μπαλώματα στους αγκώνες.
Βάλε φόρμες, βγες έξω, ξεκίνα το τζόκινγκ.
Μακριά από βούτυρο κι αβγά. Πρόσεχε το ποτό.
Το πολύ ζεστό και το πολύ κρύο να τ’ αποφεύγεις.
Μη βάλεις στο στόμα σου τσιγάρο.
Να ψάχνεις το σώμα σου για εξογκώματα.
Να ξεκουράζεσαι. Τους φόβους σου να τους ελέγχεις.
Και, λογικά, αν δεν συμβεί κανένα ατύχημα,
θα ζήσεις έτη και έτη εν ειρήνη – έτη πολλά.
Αυτά της είπαν οι γιατροί.
Και η κυρία έπραξε αναλόγως.
Ως ανταμοιβή των κόπων της,
δρέπει τις χαρές του γήρατος.
Πλέον, εγκατεστημένη στον οίκο ευγηρίας «Το ηλιοβασίλεμα»,
Εντρυφεί σε ποικίλες απολαύσεις,
όπως σταυρόλεξα, επιχρωματισμό σχεδίων σε μπλοκ ζωγραφικής
και ανά δεκαπενθήμερο βραδιές μπίνγκο.