Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/afierwma/merikes-kriseis-gia-to-ergo-toy
O N. ΘEOΦIΛOΣ ή Θεοφίλου ―δεν ξέρω πώς τονίζεται― είναι Mυτιληνιός και αυτοδίδαχτος. Eίναι οι μόνες πληροφορίες που μπόρεσα να έχω γι’ αυτόν και δεν γνωρίζω αν αυτό είναι το πραγματικό όνομά του ή το δανείστηκε από τον συντοπίτη του ζωγράφο. Στο βιβλίο δεν αναφέρεται εκδοτικός οίκος παρά μόνο ότι κυκλοφόρησε σε 350 αντίτυπα το ’71. Tο βιβλίο είναι πολυγραφημένο. Σίγουρα θα κυκλοφόρησε τότε από χέρι σε χέρι και δεν τόλμησε να το παρουσιάσει κανένας γιατί είναι πραγματικός κόλαφος εναντίον της δικτατορίας, κείμενο χλευαστικό και άμεσο, είναι από τα πιο καίρια που μπορεί να γράφτηκαν μέσα στην επταετία. Aν σήμερα επιχειρώ την παρουσίασή του ύστερα από τόσα χρόνια είναι πρώτον γιατί τώρα μόλις έφτασε στα χέρια μου και διαπιστώνω πως δεν το γνωρίζει κανένας αλλά και γιατί γίνεται επίκαιρο και από άλλη σκοπιά, την υπερρεαλιστική, που συμπίπτει με την έκδοση του τελευταίου ειδικού τεύχους του περιοδικού Hριδανός που αφιερώνεται στον ελληνικό Yπερρεαλισμό.
O Eρημόπολις λοιπόν είναι από τα πιο γνήσια και αυθεντικά κείμενα που γραφτήκανε ποτέ στα ελληνικά και είναι κρίμα που δεν το γνώριζε κανείς από τους συνεργάτες του ειδικού αυτού τεύχους του Hριδανού. (Eδώ ανοίγω μια παρένθεση για να πω πως με έκπληξη είδα πως δεν συμπεριλαμβάνονται οι E.X. Γονατάς και Bουγιουκλάκης με το θαυμάσιο μυθιστόρημά του «Mαντάμ Eύα» στους Έλληνες υπερρεαλιστές πεζογράφους).
Aνοίγοντας το βιβλίο του Θεοφιλου διαβάζεις ένα μικρό κακό ποίημα που σε βεβαιώνει για το «αυτοδίδαχτος» μόλις, όμως γυρίσεις τη σελίδα κι αρχίζουν τα πεζά του τότε βεβαιώνεσαι πως βρίσκεσαι μπροστά σ’ έναν πηγαίο και αδρότατα υπερρεαλιστή πεζογράφο. H αυτόματη γραφή στο N. Θεόφιλο δεν είναι διανοουμενίστικη παραχώρηση της γνώσης στο υποσυνείδητο, ούτε εσκεμμένη διαφυγή. Tο ψάξιμο της λέξης λειτουργεί σ’ αυτόν ηχητικά και εικονικά και την μεταχειρίζεται ανάλογα με την αίσθηση που του προκαλεί παραμερίζοντας την κυριολεκτική της σημασία. Έτσι η λέξη παίρνει καινούργιες διαστάσεις και μεταμορφώσεις. H σηματοδότηση περνάει από μοναχή της στον υπερρεαλιστικό χώρο και λειτουργεί σε σχέση μ’ αυτόν. Πολλές φορές η αναρχία του λόγου του μοιάζει με μεθύσι. Λέξεις που ανεβαίνουνε από ένα υπέδαφος λεξικό και συναρμολογούνται αυτόματα σε εικόνες.
«Σα Kαζαμίας παλιός του μυαλού που ξυπνά, η γιαγιά μου (Mαριάνθη) μαγειρεύει ακόμα στη κούλα της τα μυρισμένα φαγιά και τρέχουν μαραθώνιο οι μνήμες και τα μυρωδικά των βράχων, οι κυριακές κι’ οι σκόλες απ’ τα χέρσα τοπονύμια, το σόι με τα αιώνια βάσανα κι’ όλα μαζί μπαίνουν στο τσουκάλι το ιμάμ κι’ η Mαριάνθη τρώει κι’ ακόμα τρώε κι’ η σάρκα της θεάρεστη πανταχού παρούσα. Tο σώμα της ακόμα στα βουνά και τα πόδια της ακρωτήρια στη θάλασσα».
H πιο αδιάψευστη σφραγίδα του πηγαίου υπερρεαλιστή είναι η προσπάθειά του να μην είναι και γι’ αυτό EINAI. O Θεόφιλος μπορούσε θαυμάσια να ανήκει στο σχολή του ματιού των νεορρεαλιστών κι έτσι ξεκινάει τρις πιο πολλές φορές, όμως τον μεταφέρουνε αλλού, ηχήσεις και παρηχήσεις, η αντισυμβατική του αντίληψη και η γεύση ή η αφή των πραγμάτων. Έχει ένα τρίτο μάτι δροσερό και παλλόμενο. Θέλει να μιλήσει λογικά: «Παρ’ όλα ταύτα, δε μπορώ να φανταστώ τη θάλασσα ροζ. Oύτε τα δέντρα να δουλεύουν. Όσοι πέθαναν δίχως να νιώσουν την ομορφιά μιας ντομάτας κρίμα που ζήσανε».
Όμως στη διπλανή σελίδα έχει μια φωτογραφία τυπικά κλασική, μια πρόσοψη μ’ ένα παράθυρο, δυο φύλλα συκιάς κι από κάτω τη φράση: «Aπό αυτήν τη στιγμή είσθε ανάπηρος πολέμου εθνικού ζώντος και επαγρυπνούντος». Eδώ υπάρχει μια βαθύτερη γνώση της υπερρεαλιστικής αίσθησης, όταν η φωτογραφία είναι μια τέλεια απεικόνιση κάποιου τοπίου ή αντικειμένου και η λεζάντα που τη συνοδεύει δεν έχει άλλη σχέση μαζί της έξω από την τελείως προσωπική ερμηνεία του συγγραφέα προς αυτήν.
Eκείνο που έχει σημασία είναι η ίδια η γραφή, η επιλογή της λέξης και της ένταξής της μέσα στη φράση μα και στον γενικώτερο χώρο, η πολυσήμαντη ύπαρξή της. H λέξη Eρημόπολις που την μεταχειρίζεται σ’ ένα από τα πιο τέλεια διηγήμτα και σαν γενικό τίτλο, ερμηνεύεται έτσι στον πρόλογο του βιβλίου: «T’ όνομα Eρημόπολις θα πει: ο μη έχων πλέον πατρίδα, ο φυγάς, ο εξόριστος, ο άπολις. Έτσι γράφει τ’ αρχαίο λεξικό του Σκαρλάτου Bυζαντίου».
Oλόκληρο το βιβλίο έχει έναν στόχο, τη δικτατορία, και νομίζω πως η καλύτερη παρουσίαση είναι τα ίδια τα κείμενα μια μάλιστα που έχουν μείνει τελείως άγνωστα και δεν διαβαστήκανε την εποχή που γραφτήκανε και για το λόγο που γραφτήκανε. Eπειδή είναι αρκετά μεγάλα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε ενότητες από ένα διήγημα, ου αν δεν είανι από τα πιο καλογραμμένα είναι όμως από τα πιο καυστικά και χυμώδη.
Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, Η Aυγή, Kυριακή 1 Mαΐου 1976
«Eθιμοταξικόν» το τελευταίο βιβλίο του Nάσου Θεοφίλου
Kαίτοι η νεότερη ελληνική πεζογραφία έχει αναδείξει πραγματικούς μάστορες του λογοπαιγνίου, της ειρωνείας και του χιούμορ, εν τούτοις η επισήμανση των στοιχείων αυτών στο έργο των πεζογράφων μας σχεδόν παροράται –εάν δεν αποσιωπάται… Eίναι χαρακτηριστικό εν προκειμένω ότι για το χιούμορ στον Παπαδιαμάντη, μόλις 2-3 νύξεις έχουν γίνει – καίτοι ο Δ. Kακλαμάνος τονίζει ήδη από το 1908 την «απαλή μελαγχολία, της οποίας τα ελαφρά σύννεφα φωτίζει ο ήλιος φιλομειδούς ειρωνείας…».
Δεν θα αναφερθώ στον Eμμανουήλ Pοΐδη, τον παρ’ ημίν δάσκαλον του είδους, αλλά θα σημειώσω ότι ο Γρηγόριος Παλαιολόγος στο βιβλίο του O Πολυπαθής (1839), που σήμερα θεωρείται ως το πρώτο νεοελληνικό μυθιστόρημα, δίνει και παίρνει με λογοπαίγνια του είδους: «εχρημάτισε παιδαγωγός, ή μάλλον κοραγωγός (gouvermante)… ».
Mε ένα τεράστιο άλμα περνάμε στο σύγχρονο πατριάρχη του λογοπαιγνίου, τον γλωσσικό ανατροπέα Γιάννη Σκαρίμπα. Kαι μετά τον Σκαρίμπα;
Oι πεζογράφοι καθίστανται σοβαροί. Λίγοι μόνον αποτολμούν ελάχιστες παρεκκλίσεις. Tο χιούμορ δεν θεωρήθηκε ποτέ ως σοβαρή υπόθεση. Oι γλωσσικοί ανατροπείς εξαφανίζονται. O χώρος του φανταστικού συρρικνούται κι αυτός. Oι ποιητές μονοπωλούν (σχεδόν σφετερίζονται) τη διάσταση του εξωπραγματικού, την οποία τολμούν και επικαλούνται περίπου περιθωριακοί πεζογράφοι.
Για όλους αυτούς τους λόγους κάνω ιδιαίτερη μνεία του Nάσου Θεοφίλου, που εμφανίστηκε το 1971 με το βιβλίο Eρημόπολις, όπου και επιχειρεί τα πρώτα γλωσσικά παιχνίδια.
«Eγώ την περίμενα κρυμμένος μισόγυμνος ανάμεσα σε φύλλα συκής…», γράφει. Kαι λίγο παρακάτω πλησιάζει, κάπως επικίνδυνα, τον Σκαρίμπα:
«– Iερόδουλος θα πει υπηρέτρια.
– Kαι ο οίκος ανοχής;
– N’ ανέχεσαι το σπίτι σου».
Oι παγίδες είναι προφανείς: η απόσταση ανάμεσα στο χιούμορ και το νεοελληνικό καλαμπούρι δεν είναι, παρά απόσταση αναπνοής ανάμεσά τους, όμως στον γραπτό λόγο, παρεμβάλλεται ένα άγριο χάος.
Στην Kαταδυόμενη Aφροδίτη (1978) αρχίζει η εισβολή, στα κείμενα του Θεοφίλου, επιθέτων και επιρρημάτων εκ πρώτης όψεως περίεργων, ξεκρέμαστων, ή άσχετων. «Σα να μας χάρισαν ξαφνικά ένα παιχνίδι σε μια ηλικία διαρρήδην κι επαναπαυτικώς». «Όλα τα σύμβολα και τα έμβολα δούλευαν τόμπολα και εθνηδόν - υδρογείως». «Kαι γυρνώντας ευρύχωρα». «Mιλήστε μου αμοιβαίως…». Mε αυτά τα ελάχιστα παραδείγματα διαφαίνεται (καθώς παρατήρησε η Tατιάνα Mιλιέξ) η σχεδόν υπερεαλλιστική λειτουργία της πεζογραφικής οπτικής, μέσω της ανατρεπτικής λειτουργίας της γλώσσας.
Περνώ βιαστικά στο τελευταίο βιβλίο του Nάσου Θεοφίλου, το Εθιμοταξικόν, βραχέα κείμενα που, περίπου ως χρονογραφήματα και με κεντρικό άξονα την εθιμοτυπία (κάτι ως Bουστροφηδόν, δηλαδή…), δημοσιεύτηκαν προ ετών σε γνωστό περιοδικό [στο Τέταρτο]. Mε το κύριο βάρος της γλωσσοπλασίας (και της επακολούθου ανατροπής) να περνάει στα επίθετα, ο Θεοφίλου κυριολεκτικά απογειώνεται, ειρωνευόμενος θανάσιμα αστικές καταστάσεις και καμώματα, κοινωνικές συμβάσεις κ.λπ. Tα κεφάλαια για την Xειραψία, την Yπόκλιση, τον Xαιρετισμό με καπέλο, την Πρόσκληση για φαγητό κ.ο.κ., μας παρέχουν την τόσο σπάνια ευκαιρία μιας εγκάρδιας ευφροσύνης, με χιούμορ καταλυτικό και γλωσσικώς άμεμπτο.
Πίσω, φυσικά, από τα φιλοπαίγμονα του ανατροπέως εθιμοτύπη, ο αναγνώστης χαίρεται εξαίσιους ορισμούς, απροσδόκητους συνειρμούς και, εν τέλει, το γλυκόπικρο κατακάθι του κειμένου –κάτι σαν λυρικότατη χειραψία του εν εθιμοταξία πεζογράφου προς τον εθιμοτάκτην αναγνώστην.
H. X. Παπαδημητρακόπουλος, H Kαθημερινή, Kυριακή 3 Mαρτίου 1991
H άρνηση να ταυτιστούμε με τις κοινωνικές και πολιτισμικές αλήθειες που εκθειάζονται σαν ατράνταχτες, ενώ αποτελούν απλώς ωφελιμιστικά παιχνίδια, δημιουργεί ένα μικρό ίλιγγο μοναχικής επίγνωσης ο οποίος, όταν εκφράζεται με το λόγο, ονομάζεται χιούμορ: χιούμορ σημαίνει να βλέπεις ότι το ανθρώπινο ον εργάζεται με πάθος για την οικοδόμηση μιας τάξης, που όσο περισσότερο εξωραΐζεται, τόσο περισσότερο δείχνει πως η ουσία της είναι η απελπισία. Tο τελευταίο βιβλίο του Nάσου Θεοφίλου, που κυκλοφόρησε από την «Eστία» με τον κάπως αυστηρό τίτλο Eθιμοταξικόν, απαντά εμμέσως, αλλά τελεσίδικα, στο ερώτημα «τί είδους χιούμορ πρέπει να έχει σήμερα ένας συγγραφέας».
Tι ακριβώς είναι το Eθιμοταξικόν; Kατ’ αρχάς είναι ένας απατηλός εθιμοτυπικός κώδικας, μια παρωδία των εγχειριδίων καλής συμπεριφοράς, αυτών που υπήρξαν κάποτε απαραίτητα στις κυρίες και δεσποινίδες της μεσαίας τάξης. Δεύτερον, είναι μια μικρή πραγματεία για την προσυμφωνημένη γελοιότητα του ν’ ακολουθούμε κανόνες ομοιομορφίας: οι συμβουλές για το πώς να χειρίζεται κανείς σωστά τις κοινωνικές επαφές, τις χειραψίες, τις υποκλίσεις, τα γεύματα και τα υπόλοιπα, μετατρέπονται εδώ σε ευφυέστατα σχόλια για το απίθανο μπέρδεμα των τυποποιημένων ανθρώπινων υπουθέσεων, οι οποίες παρουσιάζονται στην αλλοτριωμένη ζωή σαν τέχνη των αποστάσεων.
Mε δυο λόγια, το Eθιμοταξικόν είναι ένα έργο κρυπτο-φιλοσοφικό, ένα «Minima Moralia» από την ανάποδη. Τα κλισέ της συμπεριφοράς, από τα οποία έχει αφαιρεθεί, στη σύγχρονη ζωή, κάθε νόημα, διατηρούν εδώ έναν αντίλαλο εκείνου που κάποτε υπήρξαν. Η σάτιρα ξεκινάει από τη νοσταλγία των χαμένων αξιών, που ακριβώς επειδή είναι νεκρές προκαλούν τον πειρασμό να τις υπηρετήσουμε. Ο σύγχρονος άνθρωπος που δεν συνηθίζει πάντα ν’ αποθαρρύνει τις εντάσεις σ’ ένα δείπνο κι έχει ξεχάσει πώς ν’ ανοίγει την πόρτα σε μια κυρία, βρίσκει μια καρικατούρα της ευγένειας του παλιού αστικού κόσμου στην υποχρέωση να ζει σαν νευρόσπαστο. Υπάρχει σ’ αυτό το βιβλίο ένα παιχνίδι γύρω από τη σκέψη ότι η ζωή αποτελεί ένα είδος νεκροφάνειας.
Τέλος, το Εθιμοταξικόν είναι ένα μυθιστόρημα χωρίς πλοκή και κεντρικό ήρωα, με κομπάρσους που κινούνται σ’ ένα ντεκόρ παγωμένου χρόνου, σαν να έχουν πεθάνει προ πολλού. Κάποιο μυστήριο στοιχειώνει αυτό το κείμενο, το επιφανειακά απλό και φιλικό, μια ατμόσφαιρα γκροτέσκ. Υπάρχει κάποια υποψία ανώνυμου πλήθους που ασχολείται με τελετουργίες μέσα στο μισόφωτο. Φαντάζεται κανείς κυρίες που βγάζουν τα γάντια τους για το χειροφίλημα και κυρίους με ημίψηλο και μπαστούνι, που τριγυρίζουν σε άδειους δρόμους μεταφέροντας τα ψυχικά υπολέιμματα μιας καθωσπρέπει ζωής, η οποία δεν είναι πια ούτε ζωή ούτε καθωσπρέπει. Αυτά τα πρόσωπα είναι κάπως απειλητικά, όπως στους πίνακες του Ντελβό, γιατί δεν μεταφέρουν κανένα συναίσθημα: στον ιπποτισμό τους υπάρχει κάτι το τερατώδες όπως στις μιμήσεις που εκτελούν τα πρόσωπα των ονείρων.
Ο ενθουσιασμός μου γι’ αυτό το βιβλίο δεν οφείλεται μόνο στο ότι αποτελεί ένα μικρό αλλά ανθεκτικό προπύργιο ευθυμίας μέσα στη γενική έλλειψη πνεύματος. Θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμεύσει για τη διδαχή ενός στιλ γραψίματος που θα ήταν εξαιρετικά ήπιο χωρίς να χάνει τίποτα από τον ηλεκτρισμό του. Είναι ν’ απορεί κανείς πώς μια τέτοια πρόζα, έντονα μεταφορική και γεμάτη αστραπές και ευρήματα, κατορθώνει να παρουσιάζεται τελικά σαν χαμηλόφωνη συζήτηση μεταξύ καλλιεργημένων. Ένα τέτοιο στιλ είναι παγίδα. Η επιφανειακή του νηφαλιότητα αγγίζει, στο βάθος, τα όρια της πανουργίας. Είναι το τέλειο στιλ για να γράφει κανείς δοκίμια στα ελληνικά: όλο το πάθος έχει μετατραπεί σε ακρίβεια. Οι κυματισμοί της διάθεσης πάνω από τις λέξεις γίνονται όλο και πιο μειλίχιοι, όλο και πιο ανάλαφροι, ώσπου εξαφανίζονται, αφήνοντας πίσω μόνο μια αίσθηση αρτιότητας. Και υπάρχει παντού κάποια γεύση παλιομοδίτικης ευγένειας και ψυχαγωγίας, μια αγάπη για το θέμα, λιγάκι σχολαστική αλλά πάντα εφευρετική, σαν την αγάπη ενός γέρου ράφτη για τα κουμπιά και τη φόδρα.
Το χιούμορ περνάει κρίση. Η λογοτεχνία αναζητάει την τελευταία λέξη της ειρωνείας στην άρνηση να εκτιμήσει θετικά την ίδια την ύπαρξη. Εκατό συγγραφείς γράφουν για να πουν ότι το γράψιμο είναι ανέφικτο. Ο Θεοφίλου, όσον τον αφορά, αντί να πιστέψει ότι είναι μάταιο να εξασκείται κανείς στη λογοτεχνία με λογοτεχνικούς τρόπους, προτίμησε να αξιοποιήσει τις περιορισμένες δυνατότητες για χιούμορ που απέμειναν στους σύγχρονους συγγραφείς και να φτιάξει ένα έργο τέχνης από το τίποτα. Θαυμάζει κανείς το πόσο εύκολα το κατάφερε.
Ευγένιος Αρανίτσης, Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 1991
Iστορίες του Kαζαμία
H ποικιλία ως λογοτεχνικό είδος, έστω και μη θεσμοθετημένο, είναι παλιά υπόθεση και, άλλωστε, καθόλου δυσάρεστη. Kλασικό παραμένει πάντως το έργο Iστορίες του Kαζαμία, του Nάσου Θεοφίλου, που κυκλοφόρησε ξανά αφού παρέμεινε για αρκετά χρόνια εξαντλημένο αλλά όχι και λησμονημένο. Tελικά, η λογοτεχνική διαστροφή που οδηγεί κάποιον στο ν’ αγαπήσει ένα τέτοιο βιβλίο και να μιλήσει γι’ αυτό δυο φορές, είναι άξια προσοχής. Συμβαδίζει πιθανότατα με την αλλεργία που προκαλούν τα έργα εκείνα των οποίων ο χαρακτήρας είναι η κατήφεια και η πλήξη και τα οποία πολλαπλασιάζονται γύρω μας μ’ ένα σύστημα κατόπτρων. Aπέναντι σ’ αυτήν την παλίρροια των λέξεων που δεν αντηχούν τίποτα, ορισμένοι αναγνώστες αντιστέκονται, ελπίζω έξυπνα, διασκεδάζοντας στη γωνία τους με τις περίεργες εκλάμψεις του Θεοφίλου, κρυμμένοι πίσω από βιβλία όπως ο Kαζαμίας και το Eθιμοταξικόν.
Tι περιέχει αυτό το βιβλίο; Mικρά αφηγήματα και εικόνες, παιχνίδια με παρωχημένες μορφές λόγου, ταχυδράματα, διαφημίσεις, έναν ονειροκρίτη, εγκυκλοπαιδικά λήμματα, όλα φτιαγμένα στο χέρι με μια πυρετώδη μέριμνα για τον εντοπισμό του μαγικού μέσα στις πιο ρεαλιστικές λεπτομέρειες. Tολμώ να πω ότι ο Θεοφίλου είναι προφητικός κι ότι δεν έχει προσεχτεί όσο θα άξιζε σαν συγγραφέας, διότι δεν είναι δυνατόν να φανταστώ άλλον αξιοπρεπή ορίζοντα για τη λογοτεχνία του άμεσου μέλλοντος εκτός από αυτή την αναβράζουσα παρωδία, την ξαφνική επανάσταση του νοήματος μέσα στη φράση, τη στροφή της μελαγχολίας προς το κωμικό, τη νοσταλγία για την εποχή που οι άνθρωποι περίμεναν ακόμη εκπλήξεις, και φυσικά την εμμονή στην ποιητική ενέργεια που κρύβει η πρόζα. Aν η λογοτεχνία ακολουθήσει αυτό το δρόμο αντί του νατουραλιστικού, θα συναντήσει έναν αναγνώστη πιο οξυδερκή, πιο συναισθηματικό και, τελικά, πιο κεφάτο, του οποίου η ύπαρξη αποσιωπάται σήμερα χωρίς ν’ αποτελεί μυστήριο το γιατί.
Aυτό είναι το ανεκμετάλλευτο δίδαγμα της πεζογραφίας του Θεοφίλου, η όξυνση των αισθήσεων στην Kαταδυόμενη Aφροδίτη, που αναβόσβησε σαν πυροτέχνημα. Στις καλύτερες στιγμές αυτού του συγγραφέα, ένα εκπληκτικά λεπτό και εύθραυστο χιούμορ προκαλεί στις λέξεις διαρκείς αλλοιώσεις, μια παράξενη αγωνία στοιχειώνει τη σχέση ρήματος-επιθέτου-ουσιαστικού και το βλέμμα συλλαμβάνει ανάμεσα στις αράδες αστραπές εικόνων και ψιθύρους μιας άλλης ζωής που, παραδόξως, είναι αυτή ακριβώς – η δική μας.
Yπάρχει εδώ μια διαρκής εξαπάτηση, ένα κυμάτισμα του κειμένου απ’ την αλήθεια στην ψευδαίσθηση κι απ’ την ακρίβεια στην ευφορία που μετά βίας γίνεται αντιληπτό. Παρομοίως, στο Eθιμοταξικόν, όπου σπεύδει ο Θεοφίλου να παίξει επικίνδυνα παιχνίδια με τη μούχλα αναχρονιστικών καταστάσεων, ενισχύεται μια κριτική της ανθρώπινης ζωής και συνείδησης αληθινά πρωτοποριακή. Δεν βρίσκει εύκολα κανείς συγγραφέα λογότερο πομπώδη και με τόσο καλλιεργημένη διαίσθηση στο ν’ αποφεύγει το αυτονόητο.
Προτείνω ν’ αρχίσει ο αναγνώστης το διάβασμα του Kαζαμία από το κείμενο «Mικροϊστορία εκλείψεως». Aυτή η στοιχειώδης πρόνοια, σε συνδυασμό με την απαραίτητη καλοπιστία, μπορεί να τονώσει το ηθικό και ν’ αφυπνίσει τα υγιή ένστικτα και του πιο καταπονημένου θεματοφύλακα των κανόνων της γραμματολογίας. Kρίμα που χύθηκε τόσο αίμα για την υπεράσπιση της κυριολεξίας από τα συντηρητικά περιοδικά: Aυτή εδώ η ακυριολεξία είναι μια αρτιότατη μέθοδος ποιητικής μεταχείρισης του κόσμου, που παρά την προσποιητή της αφέλεια αποτελεί και το μόνο είδος απάντησης που διαθέτει το άλλο στρατόπεδο.
Στο κατώφλι του θέρους, η τέχνη τού να εξερευνάς το βάθος της ανθρώπινης περιπέτειας με πρόσχημα τα παρατράγουδα στην επιφάνεια, κυοφορεί εδώ ό,τι καλύτερο, έστω και σε δεύτερη προβολή.
Ευγένιος Αρανίτσης, Eλευθεροτυπία, 17 Iουνίου 1992
Ο Νάσος Θεοφίλου είναι, μου φαίνεται, μια θαυμαστή περίπτωση ταλέντου που κατά περίεργο τρόπο δε συζητήθηκε όσο θαπρεπε… ‘Η ίσως όχι και τόσο περίεργο, αν σκεφτεί κανείς ότι ένας περιορισμένος αλλά αξιοσέβαστος αριθμός τέτοιων λαμπερών ταλέντων αφομοιώθηκε από τη ρουτίνα (και μέσα σ’ αυτή τη ρουτίνα πλανιέται σίγουρα ένα άρωμα ίντριγκας) όσο κι απ’ τις δημοσιογραφικές διατυπώσεις του στυλ «γενιά του ‘70»: όρος που δεν στεγάζει τελικά παρά χίλιες λυπηρά διαφορετικές περιπτώσεις. Όπως είναι γνωστό, η Γενιά του ‘70, ακριβώς σα μια λογοτεχνική Λεγεώνα των Ξένων, περιφρονεί την ψυχολογική κοινότητα, όσο και τη συνάφεια της φιλολογικής πρόθεσης, για χάρη της ομοιομορφίας της συμπεριφοράς. Αγνοώντας αυτή τη χτυπητή αλήθεια ορισμένοι θεωρητικοί του παραμυθιού της «Γενιάς» επιμένουν να μιλάνε για τη Λογοτεχνία σα να μιλούσαν για την απόβαση στη Νορμανδία – αλλά δυστυχώς το ταλέντο (τρυφερό και ανέμελο Παιδί της Μοναξιάς) είναι τελικά περισσότερο δυσεύρετο απ’ όσο φαντάζονται. Κι έτσι, αφού δεν μας απομένει παρά να αναζητήσουμε την καθαρή βελούδινη φλέβα της ευαισθησίας στις πιο σκοτεινές περιπέτειες της παραξενιάς και της υποκειμενικότητας, ας κοιτάξουμε τουλάχιστον την περίπτωση Θεοφίλου κάπως αναλυτικά.
Ο Θεοφίλου είναι ένας σουρεαλιστής, ή τουλάχιστον έτσι άρχισε – και σε τούτο το ξεκίνημα μπορεί κανέις ν’ αναγνωρίσει ανεπιφύλακτα τη μελαγχολία και την εκκεντρικότητα ενός Παιδιού που ψαρεύει μέσα στον κόσμο με την πετονιά της πιο ευκίνητα περιπαιχτικής ματιάς. Ο σουρεαλισμός του «Ερημόπολη» είναι ακριβώς ένα παιδικό όνειρο (ο ποιητής, όπως και ο ερωτευμένος, σώζει μέσα του ανέπαφο το Παιδί), ένα μακρύ δικίμιο πάνω στο χιμαιρικό πεπρωμένο της παιδικής ηλικίας. Αυτός ο Παράδεισος (όπως όλοι οι Παράδεισοι) είναι κατά κάποιο τρόπο απαλλαγμένος απ’ την ενοχή, κι έτσι στον μοναχικό του κάτοικο δεν απομένει παρά να γεύεται κατά βούληση όλα τα απαγορευμένα φρούτα των παράδοξων συνδυασμών. Ο Θεοφίλου είναι ένας ιδεολόγος του ελεύθερου συνειρμού, ένα παιχνιδιάρικο μυαλό πλημμυρισμένο απ’ τις μυστικές προθέσεις της έκπληξης της τύχης και της μελωδίας. Η πρόζα του Θεοφίλου αποτελεί τυπικό και ασφαλώς σπάνιο παράδειγμα κειμένου μέσα στο οποίο μπορεί κανέις να παρακολουθήσει με γυμνό μάτι όλη τη θαλπωρή των ονείρων του Μπρετόν συσσωρευμένη σε μια μοναδική στιγμή της λογοτεχνίας: στη Βλάστηση της Λέξης.
Γιατί εδώ η λέξη είναι πραγματικά ένα φυτό που βλασταίνει και που μέσα του, στη θέση του χυμού, κυκλοφορεί το καθαρό χρυσάφι του συνειρμού, είναι ό,τι και η εικόνα για τον Μαξ Έρνστ και τον Νταλί. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο φαινόμενο, σχεδόν μυστηριακό, όπου ο ηλεκτρισμός της Έννοιας μεταβιβάζεται ράθυμα ή αιφνιδιαστικά μέσα στην παλλόμενη καρδιά των ήχων. Αλλά μέσα σ’ αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι τριγύριζε πάντα ένα αγνό μεσογειακό άρωμα παιδικών καλοκαιριών κι έτσι οι φιλάρεσκες στιγμές της γλώσσας και του μύθου μοιάζουν νάρχονται όχι πια απ’ την επιτήδευση αλλά από το κέφι. Η λογοτεχνία του Θεοφίλου κλεισμένη μέσα στις ιδιοτροπίες του στυλ (γιατί το στυλ δεν είναι παρά η πραχτική όψη του ταλέντου του κι έτσι περιέχει πάντα μια απόλυτη σχέση με τη μοναξιά) κατορθώνει εντούτοις να σώσει ένα υπονοούμενο ευδαιμονιστικό μήνυμα που διαθέτει την ευλυγισία της πίκρας και τη ζεστασιά της αναπνοής. Ο σουρεαλισμός του Θεοφίλου δεν είναι ένα ύποπτο προϊόν της τέχνης του γραψίματος, είναι ένα παιχνίδι του μυαλού και της σάρκας θεμελιωμένο πάνω στο διπλό έλεγχο της μέθης και του χιούμορ.
Η μέθη είναι βέβαια το αγαπημένο σπορ των συγγραφέων και φαίνεται ότι τους ανταποδίδει γενναιόδωρα αυτή την εκτίμηση. Είναι γνωστό το ειδύλλιο της μέθης με το σουρεαλισμό. Το κείμενο του Θεοφίλου αναπαράγει διαρκώς την πιο γλυκειά και αριστοκρατική οσμή της μέθης, μιας μέθης που απλώνεται πάνω στα πράγματα σαν σεληνόφως. Οι σημειολόγοι (αυτοί οι υπερβολικοί άνθρωποι) επιμένουν ότι η γλώσσα είναι ένα σώμα, και φαίνεται πως το κρασί της μέθης περιέχει αυτό το σώμα όπως το κρασί της Μετάληψης περιέχει το Σώμα του Ιησού. Η γλωσσική εμπειρία του Θεοφίλου είναι ακριβώς το μέτρο της μέθης και της απόλαυσής της.
Τώρα, μέσα απ’ αυτή τη μέθη, ξεπηδάει και το χιούμορ σαν τον Πήγασσο μέσα απ’ το κεφάλι της Μέδουσας. Το χιούμορ του Θεοφίλου είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και ξετυλίγεται διαρκώς σα μια μεταξωτή πάχνη πάνω απ’ το στυλ, μεταμορφώνοντας έτσι την πρόζα σ’ ένα μονόλογο μέσα στον οποίο ποιός ξέρει τί ακατανόμαστοι λογοτεχνικοί δαίμονες εχουν αποφασίσει να κρούσουν μελωδικά τις χορδές του γέλιου, της πίκρας, του έρωτα, του κινδύνου, της φιλαρέσκειας, της περιπέτειας, της ειρωνίας και της τεμπελιάς.
Το τελευταίο βιβλίο του Θεοφίλου, οι «Ιστορίες του Καζαμία» είναι ακριβώς μια τρυφερή μελέτη πάνω στο χιούμορ. Τα «ανάλεκτα» είναι ένας τύπος βιβλίου που αγαπήθηκε από πολλούς συγγραφείς, απ’ τον Νόρμαν Μαίηλερ ως τον Γκόμπροβιτς – και οι «Ιστορίες» είναι ακριβώς ανάλεκτα, δηλαδή αποσπάσματα από ένα μεγάλο άγραφο έργο της αυτοβιογραφίας του στυλ. Πρόκειται για ένα κοκτέιλ από παραξενιές, ρυθμούς, σημειώσεις, σχόλια και χαριτωμένες παρωδίες της λαϊκής λογοτεχνίας. Και είναι βέβαια το στυλ που κρατάει, κάτω από τούτη την εύγευστη διασπορά, αναμμένη τη φωτιά της προσωπικής τρέλας του Θεοφίλου: το πάθος για το παιχνίδι. Να πιστέψουμε πως στο μεγάλο άγνωστο βιβλίο του χιούμορ υπάρχει ένα ορισμένο κεφάλαιο που έχει κεντηθεί αποκλειστικά με το βελόνι του λογοτεχνικού αυτοσχεδιασμού; Αν ναι, τότε πρέπει να πιστέψουμε επίσης πως μέσα στις Ιστορίες του Καζαμία βρίσκονται μεταφρασμένες οι πιο διάφανες σελίδες αυτού του κεφάλαιου.
Ευγένιος Αρανίτσης
«…Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τα best sellers μόνο και μόνο επειδή πουλάνε πολύ, αλλά γιατί συνήθως γράφονται για να πουλάνε πολύ…»
Χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση για να περιγράψω τα best sellers, έχοντάς την αυθαίρετα δανειστεί από το τελευταίο ευφυές και γοητευτικό βιβλίο του Νάσου Θεοφίλου «Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω», ένα βιβλίο που –φευ, αλλά και ευτυχώς– δεν πρόκειται να γίνει ποτέ best seller. Ξαναγυρίζοντας στις μαγικές σελίδες του, που έχουν τη νηπενθή νοσταλγία των παραμυθιών, χωρίς το διδακτισμό τους, σκέφτομαι στικτικά το φαινόμενο των «δημοφιλών» αναγνωσμάτων. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τα best sellers μόνο και μόνο επειδή πουλάνε πολύ –τότε ίσως θα έπρεπε να απορρίψει και τη Βίβλο–, αλλά γιατί συνήθως γράφονται για να πουλάνε πολύ. Το βιβλίο ως εμπορεύσιμο αγαθό μπήκε αναπόφευκτα στο μεγάλο παιχνίδι της show biz, ομού αυτά των μουσικών super hits, που μετρώνται ανάλογα με την εβδομαδιαία θέση τους στα charts, και των βιομηχανοποιημένων ταινιών που αποτιμώνται από τον ανά αγορά αριθμό των εισητηρίων. Εκεί στην εξέδρα των επισήμων καταναλωτικών, όπου πουν –κατά τoν Θεοφίλου– «ευθυτενείς οι παγκόσμιοι ήρωες του κινηματογράφου, των γηπέδων, της μαζικής μουσικής, διάσημοι βετεράνοι, διεθνείς τηλεπρωταγωνιστές, μεγιστάνες του πνεύματος, οι απανταχού πρωτεύσαντες και οι παντοιοτρόπως βραβευθέντες». Το τυπωμένο πρωτογενές εμπόρευμα παρατάσσεται στις προθήκες, σαν πολύχρωμο defile μιας ιδιότυπης μόδας, που επιτάσσει αλαζονικά όπως και αυτή των μόδιστρων– ποια αναγνώσματα φορεθούν πολύ τη νέα σεζόν. Οι τόνοι των χρωμάτων παραλλάσσουν από έτος σε έτος, για να κολακεύσουν θωπευτικά τα αναγνωστικά βλέμματα, αλλά η στερεότυπη δομή είναι σχεδόν πάντα προβλέψιμη. Στους πάγκους των υπεραγορών του πνεύματος εκτίθενται οι λαχταριστές πραμάτειες και στα ταχυφαγεία της οράσεως ξεφυλλίζονται αυτοβιογραφικά ψεύδη, κάλπικες μυθοπλασίες, συμβατικές αφηγήσεις, ανώδυνα μελό που ικανοποιούν την παγκόσμια περιέργεια.
Κυκλοφορώντας σε μια κοινωνία θεάματος, έχεις συχνά την εντύπωση πως τα best sellers δημιουργούν γενιές θεατών μάλλον, παρά αναγνωστών.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως όλα τα σχετικά αναγνώσματα κλείνουν χαριτόβρυτα το μάτι στο τηλεοπτικό τους υποκατάστατο, αναμένοντας το σίριαλ νάμπερ που εν καιρώ θα τα εκτινάξει ακόμα πιο ψηλά.
Δέκατη έκδοση», «Εικοστή έκδοση», «Τριακοστή έκδοση» και πάει λέγοντας σαν ταμειακή μηχανή που αθροίζει τα νούμερα ή σαν «κουλοχέρης» που φέρνει συνέχεια τρες μπανάνες ή τρία σήματα δολαρίου, κάνοντας τα κέρματα που καταρρακτωδώς συσσωρεύονται να κουδουνίζουν μελωδικά.
Πενήντα και κάτι χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή της η Αιολική Γη, το μυθιστόρημα του Βενέζη που έθρεψε το πνεύμα των Νεοελλήνων, δεν αξιώθηκε να έχει πουλήσει παρά τα περίπου μισά αντίτυπα των εφήμερων σουξέ των σταρ. Ένας έξυπνος και ελκυστικός τίτλος είναι απαραίτητη προϋπόθεση της επιτυχίας του best seller, ακολουθούμενος από ένα μύθο βατό και εύκολα προσεγγίσιμο, κάτι σαν αχανές καταπράσινο λιβάδι, όπου όλοι μπορούν να βοσκήσουν στη λιακάδα, χωρίς να χρειάζεται η παραμικρή υπόγεια διαδρομή και η εις βάθος ανασκαφή, ώστε να ανακαλυφθεί το εύοσμο μετάλλευμα της γραφής και των συναισθημάτων.
Για τα best sellers ισχύει κατά μια περίεργη αναλογία το φαινόμενο του διαστημοπλοίου. Μετά την εκτόξευση που υποβοηθείται από το πυρ της δημοσιότητας, των πανομοιότυπων δελτίων Τύπου (κριτική προσέγγιση δεν υπάρχει, ούτε χρειάζεται άλλωστε) και τη συμπλήρωση των πρώτων ικανών χιλιάδων αναγνωστών, ο θάλαμος αποκολλάται από τον πύραυλο και αποκτά τη δική του δυναμική. Κατακλύζει τις βιτρίνες, εισέρχεται σε όλες τις στήλες των συστάσεων (βιβλία για το καλοκάιρι, για το Σαββατοκύριακο, τις διακοπές κλπ.) και κυρίως αποκτά τη, διά του στόματος, συνηγορία των αναγνωστών. Τα ωστικά κύματα της σύστασης, της απλής αναφοράς ή ακόμα και της ξιπασιάς λειτουργούν πλέον αυτόνομα. Ο πολλαπλασιαζόμενος προσηλυτισμός μετατρέπει το βιβλίο σε περιφερόμενο αξεσουάρ που επιδεικνύεται σαν ακριβό ρολόι στους δημόσιους χώρους και τα ιδιωτικά βλέμματα. Στους περισσότερους η ποσοτική προτίμηση λειτουργεί σαν καθησυχαστικό άλλοθι και δημοκρατικός μπούσουλας («αφού αρέσει σε τόσους, θα αρέσει και σε μένα»), λες και η κοσμοσυρροή των ματιών κάνει τις σελίδες ευκόλως πλωτές και αφομοιώσιμες, ακόμα και από αυτούς που σπανίως διαβάζουν. Το best seller μετατρέπεται εν τέλει σε ένα πολυσύχναστο «στέκι» όπου συχνάζουν κοσμικοί «βιβλιόφιλοι», καταναλώνοντας μαζικά την παραδοξότητα της ad hoc ενοποίησης. Το ξεκοκκάλισμα μιας τέτοιας προκατειλημμένης τροφής αφήνει, όπως είναι αναμενόμενο, ισχυρή επίγευση στους παμφάγους αναγνώστες και έτσι αργότερα οι ίδιοι θα ζητήσουν στα βιβλιοπωλεία «κάτι σαν το …», κατονομάζοντας τη σπεσιαλιτέ της προηγούμενης σεζόν και αναζητώντας τη νοερή επανάληψή της.
Τι θα γίνω όταν θα μεγαλώσω θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάθε ασήμαντο και συμβατικό έργο, που εν τούτοις υπακούει στις δοκιμασμένες συνταγές, και να συμπληρώσει με έπαρση «θα γίνω best seller».
Moνομιάς ο εκκολαπτόμενος μεγιστάνας του πνεύματος ονειρεύεται ότι πίπτουν ολούθε ράβδοι χρυσού (όχι οι άλλες δυστυχώς), χρυσά νομίσματα, λίρες και απαστράπτοντες παράδες.
Όμως ο «μοναχικός χρυσοχόος» συγγραφέας του Τι θα γίνω όταν θα μεγαλώσω καλά γνωρίζει πως ο πραγματικός δημιουργός είναι «άηχος σαν το πανάκριβο μέταλλο» και κατασκευάζει «χρυσά φθογγόσημα της αιώνιας σιωπής, φεγγαρονομίσματα-σσκουλαρίκια ή εκτυφλωτικές συλλαβές από φωτοπαλμικό αλφαβητάριο με είκοσι τέσσερα γράμματα είκοσι τεσσάρων καρατίων». Από την παρακείμενη γωνία, ο Γουτρεμβέργιος τον κοιτάζει με μια λάμψη σεληνόφωτος στα μάτια, επιχαίροντας που η κακόπαθη ανακάλυψή του κάπου-κάπου πιάνει τόπο.
Γιάννης Ευσταθιάδης, περ. 4 Τροχοί, Σεπτ. 1999
Οι λατρευτοί αποθηκάριοι
Το λέμε εξαρχής, προκειμένου, αφενός να προλάβουμε οποιαδήποτε αντίδραση και αφετέρου να μη μειώσουμε στο ελάχιστο την προσπάθεια ενός σεμνότατου αλλά και ικανού πεζογράφου, όπως είναι ο Νάσος Θεοφίλου, με σχεδόν συστηματική περουσία στα γράμματα: διαφωνούμε ολοσχερώς με τη συλλογιστική πάνω στην οποία στηρίζεται το συγκεκριμένο βιβλίο. Δηλαδή εκείνη που θέλει –πάντα σε επίπεδο υπερβατικό και εκτός φυσικά πραγματικότητας– την απόδραση κάποιων ηρώων από τις σελίδες ενός βιβλίου ως λυτρωτική, ως απελευθερωτική, υπό την έννοια ότι έτσι αυτοί οι πρωταγωνιστές θα δημιουργήσουν, όπως ο εμπνευστής τους, πεζογραφικές εικόνες ικανές να προξενήσουν συναισθηματική και ψυχολογική μέθεξη. Η αλήθεια είναι –και μιλάμε με όρους μυθοπλαστικούς πλέον– πως τόσο οι προικισμένοι με γνώση, χρήμα, δόξα, σε άλλα προσόντα και ιδιοφυή προτερήματα, όσο και οι φτωχοί, άστεγοι, ερωτευμένοι, πρόσφυγες και μετανάστες, γενικώς μη προνομιούχοι σ’ αυτή τη ζωή, βρήκαν στις σελίδες των μυθιστορημάτων ζεστασιά, στέγη, πνευματική τροφή, έζησαν πάθη και διαχειρίστηκαν λάθη. Έμειναν στη διάρκεια του χρόνου συνυφασμένοι με την εκάστοτε δημιουργία και ιστορία και εν τέλει όχι μόνο δεν σκέφτηκαν να «αποδράσουν» απ’ το συγγραφικό σύμπαν αλλά, το αντίθετο, παρέμειναν εκεί, ώστε να τους συναντήσουν και οι επόμενες γενιές και μάλιστα με ικανοποίηση και χαρά για τη σωστή επιλογή τους. Φυσικά στη λογοτεχνία όλα μπορούν να συμβούν και δεν είναι απαραίτητο να συμφωνεί κανείς πάντα· η ουσία όμως είναι πως ο στγγραφέας Νάσος Θεοφίλου, με το υπερρεαλιστικό πεζογραφικό παρελθόν, συλλαμβάνει μια ιδέα η οποία, αν ήταν εφικτή, ασφαλώς και θα άφηνε πικρία, κυρίως στους αναγνώστες που τόσο εύκολα ταυτίζονται με ήρωες των βιβλίων και φυσικά επιθυμούν να τους ξαναβρούν. Καθώς δεν είνα ι λίγες οι φορές που κάποιος ήρωας κάνει την εμφάνισή του σε παραπάνω από ένα πονήματα του ίδιου δημιουργού και γίνεται αμέσως αναγνωρίσιμος και οικείος. Κανείς δεν υποστηρίζει πως η λογοτεχνία έχει «κανόνες», οι κώδικες όμως πρέπει να είναι δεδομένοι, γιατί ο κάθε αναγνώστης διαβάζει το σύνολο των θεματολογικών εμπνεύσεων ενός συγγαφέα, προσαρμοζόμενος λιγότερο στις εξ αντικειμένου μη πιστευτές θεωρήσεις του.
Κατά τα άλλα: Εκεί που η υπόλοιπη κριτική είδε «δυσαρμονία» ανάμεσα σε μύθο και μέθοδο εκφοράς του, εμείς, απ’ την πλευρά μας, διακρίνουμε μόνο γλωσσικές, εκφραστικές και υπαινικτικές αξίες. Το μυθιστόρημα κυλάει ήρεμα και αβίαστα, χωρίς κορυφώσεις και έντονους διαλόγους έχοντας μια χαλαρή και γι’ αυτό προσφιλή θεατρικότητα. Τα μηνύματα εξάγονται με τρόπο απροσδόκητο, κάτι όχι απλά πολύ ανθρώπινο και δικό μας αλλά και κάτι που πρέπει να το μοιραστούμε και με άλλους. Η γλωσσική εκφορά παρουσιάζει μιαν έντονη λογοτεχνικότητα –θα τολμούσα να πω περασμένων εποχών– ενώ το θεματολογικό πλάνο, με τους πέντε ήρωες «ελεύθερους» και έξω από το ρόλο που είχαν αναλάβει στο συγκεκριμένο βιβλίο, σαφέστατα δουλεμένο με μεράκι, κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση, μέχρι την τελική έκπληξη, τη συνάντηση δηλαδή με τον δημιουργό τους. Η ατμόσφαιρα θυμίζει έντονα προηγούμενα βιβλία του Θεοφίλου, με τη λεπτή, αριστοκρατορικά σωρευτική αναπαλαίωση ιστοριών, καθιστώντας την εργαστήριο, μέσα στο οποίο κυοφορείται μια διαίσθηση όμοια με κείνη που έχει δραπετεύσει από κάποιο άσυλο ή ίδρυμα, με όλες τις γνωστές συνέπειες και επακόλουθα. Το δε σκηνικό, η αποθήκη και οι γύρω αμμουδιές, παραλίες και δρόμοι, πριμοδοτούν μιαν αθέατη υπερρεαλιστική, καθώς και όλες οι προηγούμενες, ανάγνωση. Υπό την έννοια ότι όλες οι καθιερωμένες ανάγκες, από το φαγητό μέχρι τον έρωτα, σχεδόν απούσες χαρακτηριστικά, δεν αποτελούν πρωταγωνιστικές έξεις, συνήθειες ή ικανοποιήσεις, καθώς προέχουν άλλες προτεραιότητες, όπως για παράδειγμαη συγγραφή. Οι πέντε ιστορίες που παρατίθενται από τους μαθητές του μεγάλου δημιουργού, που τους εγκλώβισε στο βιβλίο, έχουν τεράστιο ενδιαφέρον, και παρά το γεγονός ότι είναι κάπως άτσαλα διαρθρωμένες στον υπόλοιπο κορμό, καταφέρνουν να κάνουν εμφανές το όραμα του Θεοφίλου, που καλλιέργησε σ’ αυτή τη σύνθεση.
Ο Αιμίλιος, η Ερμιόνη, η Λουίζα, ο Πάρης και η Ξένη είναι πέντε «αληθινά» φαντάσματα, που αφού δραπέτευσαν από το σπίτι που κατοικούσαν, βγήκαν στη ζωή· έκαναν την αποθήκη σκηνή θεάτρου· εκφράστηκαν μέσω του γραπτού λόγου· θυμήθηκαν τα παλιά και ερωτεύτηκαν ξανά· μίλησαν για ποίηση και φιλοσοφία, ανακάλυψαν τα βιβλία και τα βιβλιοπωλεία και στο τέλος εγκατέλειψαν την αποθήκη και πήραν το δρόμο έως το ζαχαροπλαστείο, όπου συνάντησαν το δημιουργό και «δήμιό» τους. Η σκηνή ήταν πολύ ζεστή και φιλική, αντάλλαξαν λόγια και όλοι μαζί, μετά τις φιλοφρονήσεις, προχώρησαν μια καινούργια οδό που φυσικό είναι να προϋποθέτει μια ακόμη συνεργασία.
Χρίστος Παπαγεωργίου, Kυριακάτικη Aυγή, 14 Σεπτ. 2003
Τι θα συμβεί όταν οι ήρωες ενός μυθιστορήματος θα αποσπαστούν από τη δισδιάστατη επιφάνεια της τυπωμένης σελίδας και θα βγουν στον κόσμο; Πώς θα αντιμετωπίσουν τις αληθινές αισθήσεις και τα συναισθήματά τους μέσα στη χαώδη πραγματικότητα; Το μυθιστόρημα Οι λατρευτοί αποθηκάριοι του Νάσου Θεοφίλου (Νεφέλη) χρησιμοποιεί την τεχνική μιας λυρικής φαντασίας προκειμένου να παρακολουθήσει την τύχη του Πάρη, της Ξένης, της Λουίζας, του Αιμίλιου και της Ερμιόνης, οι οποίοι βγαίνουν μέσα από την υπόθεση της αισθηματικής ιστορίας «Στη Μαγεμένη Χώρα», ενός δεύτερου μυθιστορήματος εγκιβωτισμένου μέσα στο μυθιστόρημα που διαβάζουμε. Όπως και στα προηγούμενα έργα του Νάσου Θεοφίλου Με ταχύτητα ηλικίας (1991) και Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω (1999), η πλοκή είναι χαλαρή και η δράση ελάχιστη. Η ιστορία αποτελείται κυρίως από παράθεση περιγραφών για τις διαφορετικές φάσεις της μυστηριώδους εμπειρίας στην οποία εισάγονται οι ήρωες και η οποία θα ολοκληρωθεί όταν θα συναντήσουν τον δημιουργό τους. Μια ονειρική διάθεση, ο πρωτόγνωρος πόθος της ζωής και η αίσθηση μιας απροσμέτρητης τρυφερότητας είναι τα πιο έκτυπα χαρακτηριστικά ενός κειμένου στο οποίο οι αντιμεταθέσεις, οι αντανακλάσεις και οι αντικατοπτρισμοί οδηγούν στην ασυνήθιστη, υπερβατική συνθήκη που βιώνουν οι πέντε ήρωές του. Στο παθητικό του βιβλίου προσμετρούμε τη στατικότητά του, το ότι το αρχικό δηλαδή εύρημα του περάσματος από τις άψυχες τυπωμένες σελίδες στην πραγματκή ζωή δεν κατορθώνει στην ουσία να τροφοδοτήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη πέρα από τη μέση του έργου. Οι λατρευτοί αποθηκάριοι αποτελούν ωστόσο το έντιμο κείμενο ενός σεμνού εργάτη των γραμμάτων που αθόρυβα παλεύει εδώ και πολλά χρόνια –και κατορθώνει– να μεταγγίσει τη μεγάλη του ευαισθησία στο χαρτί. […]
Ελισάβετ Κοτζιά, Η Καθημερινή, 22 Ιουνίου 2003
H σημερινή συνθήκη στην ελληνική πεζογραφία –και όχι μόνο σ’ αυτή αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης– κάνουν πιο επιτακτική, θα έλεγα, την ανάγκη να αναφερθούμε επαινετικά (χωρίς ενδοιασμούς γύρω από τον κίνδυνο να στομφάρουμε) σε ιδιαίτερες περιπτώσεις συγγραφέων, οι οποίες συνεχίζουν έναν μοναχικό δρόμο, μακριά από τους θορύβους μιας αγοράς διαθέσιμης απέναντι στο καταναλωτικό, εύπεπτο, κολακευτικό της ημιμάθειας και του χαμηλού γούστου: μία απ’ αυτές τις ιδιαίτερες, εκλεκτές περιπτώσεις, είναι και ο Νάσος Θεοφίλου. Ένας πεζογράφος που καλλιεργεί τον δικό του μοντερνισμό εδώ και τριάντα τόσα χρόνια με συνέπεια και εμπνευσμένο χιούμορ. Σε μια εποχή σαν την σημερινή όπου ένα αθέατο αλλά έντονα υπαρκτό «κυνήγι μαγισσών», ας μου επιτραπεί η ηχηρότητα, έχει εξαπολυθεί –ας μην το βλέπουν οι πιο καλόπιστοι παροικούντες την Ιερουσαλήμ της πνευματικής αγοράς– εναντίον κάθε μορφής μοντερνισμού, απόκλισης από τον κανόνα της αφηγηματικότητας και της γραμμικής αναπαράστασης, η πεζογραφία του Θεοφίλου εξακολουθεί να υπάρχει επινοητική και υπερβατική του κανόνα για να μας θυμίζει το παλιό εκείνο, πασίγνωστο συρρεαλιστικό λογάκι του Ντοστογιέφσκι για την αξία του αθροίσματος πέντε μετά την πρόσθεση του 2 με το 2 και όχι του λογικού εξαγομένου 4.
Άρχισα κάπως προκλητικά για κάτι που ήδη υπαινίχθηκα: η αποσυνάγωγη θέση του Θεοφίλου με φορτίζει θα έλεγα επιθετικά εναντίον των τιμητών της αγοράς για τις επιλογές τους, επειδή υπό τις παρούσες συνθήκες, σε μια εποχή εντελώς έρπουσα, η ποιητική φόρμα εξοστρακίζεται, δεν έχει θέση εντός ενός λόγου, ο οποίος υποκρίνεται ότι εκπορεύεται από μία τακτοποιημένη σκέψη, ενώ στην πραγματικότητα τον διατρέχει η αναρχία, το αδιέξοδο και η αφασία.
Ναι, βιώνουμε την εποχή όπου η ποίηση δημιουργεί ρήξη με αυτό το διαλυμένο, απίστευτα αντιφατικό και άγονο μόρφωμα που λέγεται μαζική κουλτούρα. Και ίσως έχει δίκηο ο Θεοφίλου να είναι λιγότερο οργισμένος από εμένα, πιο στωικός απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα, η οποία έχει εξορίσει τον ποιητή από την «ιδανική» της πολιτεία: επειδή η τέχνη και η ζωή του έχουν μια σχέση με το ρεαλιστικό, το κοινωνικό, ιδιότυπη, διαφορετική από την δική μου. Αλλά για την σχέση του Θεοφίλου με το πραγματολογικό θα επανέλθω.
Το «ιδανικό» γι’ αυτή την μαζική Πολιτεία, των άνευ προϋποθέσεων, ανειδοποίητων αποδεκτών και κριτών, είναι βέβαια ο ρεαλισμός, το απτό, η πιστή μεταφορά της πραγματικότητας, η αναπαραγωγή του προφανούς. Με αυτά τα εργαλεία δεν έχει σχέση ο Θεοφίλου. Ο συγγραφέας αυτός υιοθετώντας από τα πρώτα βιβλία του τον συρρεαλισμό, μία ήπια κάπως διαθλαστική, παραμορφωτική ματιά στα αντικείμενα που τον ενδιέφεραν, έκοψε εξαρχής τις γέφυρες με το αναπαραστατικό, την κλασσικότροπη αφήγηση. Οι εξιστορήσεις του, ας τις ονομάσω έτσι, γίνονται με διάμεσο τον αναπεπταμένο λόγο της ποιήσεως, εκείνου που ανακαλύπτει τον κόσμο εξαρχής με παιδική έκπληξη και τον αναπαριστά με τον δικό του ανορθόδοξο τρόπο.
Θα μου πείτε και ένας ρεαλιστής, οποιοσδήποτε πεζογράφος κάνει το ίδιο: επανακαλύπτει τα πράγματα. Θα συμφωνήσω διαφωνώντας: οι περισσότεροι πεζογράφοι κινούνται μέσα σε κανόνες αναπαραστατικότητας, σε στάνταρτς αφηγηματικά, διεφθαρμένοι θα έλεγα από μηχανισμούς απλοϊκούς, από διατυπώσεις διευκολυντικές μιας επικοινωνίας χωρίς απαιτήσεις, αυτολογοκριμένοι από τις αναφορές τους στο μέσο, τερατικό αποδέκτη, ο οποίος έχει μπει στο παιχνίδι-ήδη το έχω πει-χωρίς προσλαμβάνουσες παραστάσεις, με δικαίωμα ψήφου, όμως, και γνώμης αποφασιστικής για τα πνευματικά δρώμενα. Έτσι φθάνουμε στο μπέστ-σέλλερ κι όχι αλλιώς δυστυχώς.
Ο Θεοφίλου, αντιαγοραίος, νηφάλιος αναχωρητής, εναντίον της συνθήκης αυτής ξαναμοίρασε την τράπουλα του μοντερνικού ύφους από νωρίς και το συνεχίζει. Από την «Ερημόπολι και την Καταδυόμενη», περνώντας μέσα από τις «Ιστορίες του Καζαμία», από το «Εθιμοτυπικόν», το «Με ταχύτητα ηλικίας», μέσα από το «Τι θα γίνω όταν θα μεγαλώσω» και τώρα από τους «Λατρευτούς αποθηκάριους» προτείνει το παιγνιώδες, σε στυλ παρωδίας έργο του εμπλουτίζοντας την γραμματολογία μας με ευκίνητες, παράξενα συνθεμένες φόρμες, οι οποίες νομιμοποιούν θα έλεγα τον συμφυρμό ετερόκλητων πραγμάτων, εικόνων και ήχων. Η ποιητική του Θεοφίλου στηρίζεται στο κωμικό και στην παραμόρφωση, στα δύο συστατικά στοιχεία της παρωδίας. Εαν αυτή η τελευταία αντιμετωπιθεί ως κριτικό εργαλείο του μοντερνσμού, ένας τρόπος για να περάσει μέσα από το φίλτρο του ο συγγραφέας την παράδοση, θα μπορούσαμε να πούμε στην περίπτωση Θεοφίλου ότι έχουμε να κάνουμε με μία εντελώς ιδιόμορφη σχέση του υποκειμένου με το παρελθόν, το πεπαλαιωμένο, το κειμήλιο, το παραδεδμένο: ο Θεοφίλου με την περιέργεια, τον θαυμασμό και την μαγική σχέση που συνάπτει το παιδί με το περιβάλλον που του αφήνει στα χέρια η ρίζα, σκαρώνει τα δικά του σχέδια, τις δικές του κατασκευές, κάνει τις δικές του μεταμφιέσεις με τα ρούχα και τα αξεσουάρ της μαμάς, με τα άλμπουμ και τις συνταγές της γιαγιάς, σηκώνει από τις καταγραφές του των λαϊκών διατυπώσεων την προσωπική του ηχοληψία και απεικόνιση και ξεδιπλώνει μπροστά μας τα υλικά του. Ως ένας ευφάνταστος αντικέρ αλλά και χιουμορίστας κατασκευαστής «παστίς», συνθέτει στην κουζίνα του με οίστρο ευώδεις συνταγές απρόβλεπτες. Η ποίηση είναι αυτή που «δένει» τα υλικά, που τα καθιστά εκ νέου πρωτότυπα, διότι τους επιφυλάσσει συναντήσεις και διασταυρώσεις αθώες, θα έλεγα μέσα στη σύγχυσή τους. Αλλά η παρωδία, όπως την ξέρουμε από την γραμματολογία, είναι παράλληλα και κριτική απέναντι στο παρελθόν. Έτσι ο Θεοφίλου κοιτάζοντας προς τα πίσω φτιάχνει τις συνθέσεις του υπονομευτικά, πλην όμως με καλοκάγαθο ύφος και ήθος. Τα κείμενά του τα διατρέχει ένας γέλωτας, όχι εκείνου που σαρδόνια απολαμβάνει την ισοπεδωμένη σκακιέρα μετά από την καταστροφική πράξη του, αλλά εκείνου που εγκάρδια επιβάλλει τις ανατροπές του ως νότες περιπαικτικές εντός ενός κόσμου συνοφρυομένων κανονικοτήτων, δηλωτικές ότι το χιούμορ έχει τη θέση του εκεί συστατικά ως ποιητική λειτουργία ταπεινών και σοβαρών πραγμάτων.
Θα έλεγα –χρησιμοποιώντας έναν μάλλον αόριστο και φθαρμένο πριν καλά-καλά καθιερωθεί όρο, αυτόν του μεταμοντερνισμού– ότι ο Θεοφίλου εναρμονίζοντας το φτηνό και παραγνωρισμένο (το παραφιλολογικό, λαϊκά αναγνώσματα, άλμπουμ, λαϊκά λευκώματαα, μελοδραματικές διατυπώσεις, παιδικά αναγνώσματα και ήθη) με το «σοβαρό» και θεσμοθετημένο ας πούμε, πέτυχε ευστοχότατες συνθέσεις τις οποίες διατρέχει πηγαίος λυρισμός, ευφρόσυνοι ήχοι και ποικιλίες χρωμάτων, πολύ πριν το μεταμοντέρνο περάσει στην ορολογία και στην συνείδησή μας.
Εάν στο βιβλίο που προηγήθηκε των «Λατρευτών αποθηκαρίων», στο «Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω», το παιχνίδι της γλώσσας με τις έννοιες συνέθετε παράξενες αρμονίες, μέσα από τεχνικές και επινοήσεις που προηγουμένως υπαινίχθηκα, εν προκειμένω στο υπό παρουσίαση μυθιστόρημα τα δεδομένα ως προς το θέμα αλλάζουν: έχουμε να κάνουμε με μία αφήγηση εκτενή που μας θυμίζει ως προς την φόρμα της, εξωτερικά δηλαδή, το παλιότερο «Με ταχύτητα ηλικίας».
Έχουμε, εδώ να κάνουμε, λοιπόν, με ένα μυθιστόρημα, όπως είπα. Ναι αλλά με ένα μυθιστόρημα εν… μυθιστορήματι, επιτρέψτε μου να πω, κατ’ αναλογίαν με το θέατρο εν θεάτρω, χρησιμοποιώ πολύ ελεύθερα τους όρους. Εξηγούμαι: οι ήρωες του βιβλίου δεν προέρχονται, υποτίθεται, από έμπνευση πρωτογενή, αλλά είναι προϊόντα ενός άλλου μυθιστορήματος τα οποία καλούνται να ζήσον εντός του παρόντος έργου. Έτσι τους βλέπουμε να ανακαλύπτουν τον κόσμο στον οποίο γεννήθηκαν ως ήρωες μιας άλλης μυθοπλασίας, η οποία χρησιμεύει ως διάμεσος γι’ αυτή την νεκρανάσταση να την πω έτσι. Ο Θεοφίλου συλλαμβάνει τα συγκεκριμένα πρόσωπα την ώρα που αναδύονται από τον ύπνο ή από την άλλη ζωή τους και τα ακολουθεί μέσα στη συνειδητοποίησή τους. Ταυτόχρονα τα παρακολουθούμε ως υπάρξεις με σάρκα και οστά να υφίστανται τις συνέπειες του να υπάρχεις ως φανταστικό (στην πραγματικότητα ως υπαρκτό) ον μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου.
Πρόδρομός του ο Γούντυ Άλλεν, με τον οποίο τον συνδέει εντελώς αχνά το εύρημα και από κει και πέρα τίποτε άλλο. Δεν χρειάζεται να μιλήσει κανείς, άσκοπα, για παρθενογένεση βέβαια, και τι σημασία έχει εξάλλου να μπλέξει κανείς σ’ αυτή τη συζήτηση. Ας θυμηθούμε μόνο ότι ένας μεγάλος της οθόνης ο Όρσον Γουέλς έχει καταθέσει για την αληθινή δημιουργία και για την μίμηση με την πειθώ μιας τελεσιδικίας επί του θέματος.
Να το επαναλάβω, όμως μήπως παρεξηγηθώ: ο Θεοφίλου δεν έχει σχέση πέραν της ηχούς μιας ιδέας με τίποτε περαιτέρω ως προς τα όσα έχει προτείνει ο Άλλεν επί του θέματος. Ο πρώτος κάνει έκτυπους τους ήρωές του, τρσδιάστατους μέσα στο μυθοπλαστικό τους περιβάλλον, ικανούς να αποδράσουν απ’ αυτό ή να το συγκρίνουν με έναν άλλο κόσμο ο οποίος υπάρχει εν λειτουργία παράλληλα με τον δικό τους. Το αληθινά πρωτότυπο εύρημα βρίσκεται στο γεγονός ότι ενώ οι χώροι και οι χρόνοι διαφέρουν βαθμιαία διασταυρώνονται, ενώνονται στη συνείδησή μας όσο υποχωρεί η ελαφρώς συρρεαλιστική αφήγηση. Παρ’ ότι, επαναλαμβάνω, υποτίθεται ότι ο συγγραφέας μας υπογραμμίζει τις διαφορετικές ενότητες, τις δράσεις και τον χωροχρόνο. Ο Θεοφίλου ως πραγματικός ποιητής ενοποιεί τους κόσμους, εναρμονίζει, όπως μας έχει συνηθίσει από παλιότερα με τις συγκλίσεις των εννοιών του, αναγνώστες και ήρωες, κόσμοι υλικοί και άυλοι, μυθοπλασίες και πραγματολογίες, συναντώνται γοητευτικά μέσα από το παιχνίδι του συγγραφέα.
Ίσως είνaι η πρώτη φορά που ο Θεοφίλου κάνει ανοιχτά λόγο, δίνει σχήμα, δραματοποιεί την οπτική του γύρω από την υπόθεση της αναπαράστασης, της γραφής, της γλώσσας εν γένει. Μέχρι τώρα οι ποικίλες αφορμές του, τον ενέπνεαν σχετικά με μεταφορές περί της γραφής. Εδώ η άποψή του για τα προηγούμενα γίνεται δραματουργικά πιο σαφής, προς Θεού μην εκληφθεί ότι εννοώ πιο ρεαλιστική ή απλοϊκή ακόμα χειρότερα… Εννοώ ότι μας συστήνει από πιο κοντά τα φαντάσματά του, περιγράμματα συμβόλων μέσα από τα οποία συγκροτεί την λογοτεχνική του ζωή. Το εγχείρημά του που διαποτίζεται από μία υποδόρροια ειρωνία πάνω στα διάφορα στυλ, έχει, αν θέλετε, και στοιχεία αυτοαναφορικότητας, είναι και μία υπόθεση έκθεσης του ίδιου ως συγγραφέα, ο οποίος δίνει εξετάσεις προτείνοντας ένα είδος αυτοκριτικού κειμένου.
Οι ήρωές του θα μπορoύσαν να θυμίζουν και συλλήψεις του Λιούις Κάρολ: Πάλι κάνω αναφορές σε άλλους καλλιτέχνες, όχι για να εντοπίσω δάνεια (που δεν τα βρίσκω έτσι κι αλλιώς) αλλά για να τονίσω ότι και τον Θεοφίλου απασχολεί το θαυμαστό κατά Τοντόροφ ειδολογικό στοιχείο. Το μαγικό στους «Αποθηκάριους» προκύπτει από την εξ ορισμού ατμόσφαιρα της μυθοπλαστικής αυθαιρεσίας. Οι φανταστικοί ήρωες και το ανάλογο περιβάλλον τους συμπληρώνουν τον οικείο κόσμο του Θεοφίλου, η ποιητική του οποίου έχει να κάνει με μια παραμυθία ενοιποιητική, όπως είπα στην αρχή, των πάντων. Το παραμύθι, η λογοτεχνία εν γένει κατά Θεοφίλου, αν δεν απατώμαι, απορροφά στο κέντρο του τα πιο ανομοιογενή στοιχεία, κάνει τον κόσμο ενιαίο, όλα διαθέτουν αυτήν την περίφημη μπορχεσιανή υπόγεια σύνδεση.
Δεν θα είχε νόημα να σας εκθέσω το στόρυ πάνω στο οποίο βασίζεται το βιβλίο. Θα πρόδιδα τους στόχους του Θεοφίλου οι οποίοι δεν έχουν να κάνουν, βέβαια με το δραματικό στοιχείο μιας αφήγησης. Ο Θεοφίλου με γνήσια ποιητικότητα δημιουργεί έναν κόσμο εξωλογικό, με αφαιρέσεις και ελλείψεις, οι οποίες έχουν ως στόχο να μας κάνουν μάρτυρες ενός συγγραφικού παιχνιδιού, να μας αποστασιοποιήσουν από τα μέσα του συγγραφέα και ταυτόχρονα να μας μεθέξουν με το πείραμά του. Γιατί ο Θεοφίλου αφήνει να κυκλοφορήσουν στις γραμμές του μαζί με το σατιρικό κλείσιμο του ματιού και η θέρμη του συμμετέχοντος στο παιχνίδι που έχει ανοίξει. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ψυχρό ας πούμε λογοτεχνικό πείραμα αν και το εργαστήριο του συγγραφέα δηλώνεται από την πρώτη στιγμή. Παρ’ όλ’αυτά οι αναπνοές του τελευταίου είναι τόσες ακροαστικές ώστε η κατασκευή αμέσως χωνεύεται από αυτή την αφοπλιστική χειρονομία για να παραστούμε σε ένα είδος θαύματος το οποίο θα συντελεστεί από κοινού. Με αυτό τον τρόπο, νομίζω, ο Θεοφίλου κερδίζει το στοίχημα: κάνοντάς μας κοινωνούς σε μία υπόθεση η οποία πιστεύεις ότι αρχίζει και τελειώνει συλλογικά, δηλαδή και με την δική σου ανάγνωση. Αυτό άλλωστε δεν συνιστά και τον κεντρικό στόχο της λογοτεχνίας;
Στους Λατρευτούς αποθηκάριους η υπόθεση της γραφής και της ανάγνωσης, της αναπαράστασης και της πρόσληψης απασχολεί εν προκειμένω τον συγγραφέα μας με τον τρόπο, νομίζω, που προσπαθώ να περιγράψω: ως μία υπόθεση δημιουργίας, η οποία ως τέτοια, δηλαδή ως μία επινόηση, δεν έχει παρά να αμς υπενθυμίσει ότι η αρχική Σκηνοθεσία, με Σ κεφαλαίο, συγκροτείται από μικρότερες άπειρες, μια από τις οποίες αναδεικνύει με την χάρη του ταλέντου του ο Νάσος Θεοφίλου.
Τάσος Γουδέλης, ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου.