Χάρτης 12 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-12/metafrash/kosmologia-toy-xaroy-alla-poihmata-toy-tsarls-simik
Η μητέρα του είχε μείνει κατάπληκτη, όταν απάντησε καταφατικά σε ερώτηση αν ακόμη έγραφε ποιήματα σε μεγάλη ηλικία, θυμόταν ο Τσαρλς Σίμικ (Charles Simic, 1938) έχοντας περάσει τα εβδομήντα. «Επίσης με ρωτούν», συνέχισε, «άτομα που έχω να δω χρόνια, ελπίζοντας ίσως ότι εγκατέλειψα αυτό το ανόητο πάθος. Αντιδρούν λες και τα έφτιαξα με μαθήτρια γυμνασίου και πάμε γυμνοί για βουτιές». Άλλη τυπική ερώτηση είναι για το πότε αποφάσισε να γίνει ποιητής, λες και πρόκειται για απόφαση που κατόπιν ανακοινώνεις στην οικογένειά σου, που ωρύονται «Θεέ μου, τι κάναμε για να μας συμβεί αυτό;». «Περιμένουν να ακούσουν κάτι ηρωικό, ενώ εγώ εξηγώ ότι άρχισα να γράφω ποιήματα όπως κάθε νέος, που θέλει να εντυπωσιάσει τα κορίτσια. Και έτσι απαντώ γιατί γράφω στα αγγλικά και όχι στη μητρική μου γλώσσα, καθώς θα ήταν δύσκολο να γοητευθούν Αμερικανίδες χωρίς να ξέρουν σερβικά. Τα ποιήματα που γράφω θυμίζουν παρτίδες σκάκι, που μου είχε μάθει συνταξιούχος καθηγητής αστρονομίας όταν ήμουν έξι ετών στο Βελιγράδι, στον πόλεμο. Η ποίηση αποτελεί άμυνα του ατόμου εναντίον κάθε γενίκευσης που θέλει να περιορίσει την πραγματικότητα σε ένα μοναδικό εννοιολογικό σύστημα. Ένα όμορφο ποίημα είναι ένα μυστικό που μοιράζονται δύο άτομα που δεν έχουν ποτέ συναντηθεί. Νομίζω πως καμία ιστορία αγάπης δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό». Οι τίτλοι (στα αγγλικά ) των ποιημάτων που μεταφράζονται: Charon’s Cosmology, Clouds Gathering, Errata, Labor and Capital, Inner Man, So Early in the Morning, Heights of Folly, Empire of Dreams, On This Very Street in Belgrade, Watermelons, Poem Without a Title, Read Your Fate, My Weariness of Epic Proportions, How to Psalmodize και Eyes Fastened With Pins.
Με το αμυδρό φανάρι του μόνο
Να του λέει πού βρίσκεται
Και κάθε φορά ένα βουνό
Φρέσκα πτώματα να φορτώσει
Να μεταφέρει στην άλλη πλευρά
Όπου πολύ περισσότερα υπάρχουν
Θα έλεγα ότι ήδη είναι μπερδεμένος
Για το ποια πλευρά είναι ποια
Θα έλεγα δεν έχει σημασία
Κανείς δεν παραπονιέται πως πρέπει
Τις τσέπες τους να ψάξει
Ένα ξεροκόμματο σε μία λουκάνικο σε άλλη
Πολύ σπάνια ένας καθρέφτης
Ή ένα βιβλίο που το πετά
Πάνω από την κουπαστή στο σκοτεινό ποτάμι
Γρήγορο και ψυχρό και βαθύ
Έμοιαζε το είδος της ζωής που θέλαμε.
Άγριες φράουλες και κρέμα το πρωί.
Ηλιόλουστο κάθε δωμάτιο.
Οι δυο μας περπατώντας δίπλα στη θάλασσα γυμνοί.
Κάποια απογεύματα, ωστόσο, βρίσκαμε πως ήμασταν
Αβέβαιοι για το τι ακολουθεί.
Σαν τραγικοί ηθοποιοί σε θέατρο που έπιασε φωτιά,
Με πουλιά να κάνουν κύκλους πάνω από τα κεφάλια μας,
Τα σκοτεινά πεύκα περιέργως ακίνητα,
Κάθε βράχος που πατούσαμε ματωμένος από το ηλιοβασίλεμα.
Είχαμε επιστρέψει στη βεράντα μας πίνοντας κρασί.
Γιατί πάντοτε αυτός ο υπαινιγμός ενός δυστυχισμένου τέλους;
Σύννεφα με σχεδόν ανθρώπινη μορφή
Να μαζεύονται στον ορίζοντα, αλλά τα υπόλοιπα υπέροχα
Με τον αέρα τόσο μαλακό και τη θάλασσα ήρεμη.
Η νύχτα ξαφνικά πάνω μας, μια νύχτα χωρίς αστέρια.
Εσύ να ανάβεις ένα κερί, να το μεταφέρεις γυμνή
Στην κρεβατοκάμαρά μας και να το σβήνεις γρήγορα.
Τα σκοτεινά πεύκα και το χορτάρι περιέργως ακίνητα.
Όπου λέει χιόνι
διαβάστε δαγκωματιές παρθένου
Όπου λέει μαχαίρι διαβάστε
διαπέρασες τα κόκκαλά μου
σαν αστυνομική σφυρίχτρα
Όπου λέει τραπέζι διαβάστε άλογο
Όπου λέει άλογο διαβάστε δέμα μετανάστη
Τα μήλα θα παραμείνουν μήλα
Κάθε φορά που εμφανίζεται καπέλο
σκέψου τον Ισαάκ Νεύτωνα
να διαβάζει την Παλαιά Διαθήκη
Αφαίρεσε όλες τις τελείες
Είναι ουλές από λέξεις
που δεν κατάφερα να πω
Βάλε ένα δάχτυλο πάνω από κάθε ανατολή
αλλιώς θα σε τυφλώσει
Εκείνο το άτιμο μυρμήγκι σαλεύει ακόμη
Θα υπάρξει άραγε χρόνος να καταγραφούν
όλα τα προς αντικατάσταση λάθη
όλα τα χέρια όπλα κουκουβάγιες πιάτα
όλα τα πούρα λίμνες δάση και φτάσε
εκείνο το μπουκάλι μπίρας το πιο μεγάλο λάθος μου
η λέξη που επέτρεψα να γραφεί
όταν έπρεπε να είχα φωνάξει
το όνομά της
Το πόσο απαλό είναι αυτό το στρώμα
Του μοτέλ όπου κάναμε έρωτα
Αποδεικνύει με τρόπο εντυπωσιακό
Την ανωτερότητα του καπιταλισμού.
Στο εργοστάσιο κατασκευής, φαντάζομαι,
Οι εργαζόμενοι είναι ευτυχισμένοι σήμερα.
Είναι Κυριακή και εργάζονται επιπλέον
Ώρες, όπως εμείς, χωρίς να πληρώνονται.
Ωστόσο, ο τρόπος που ανοίγεις τα πόδια σου
Και με φτάνεις με το χέρι σου
Με κάνει να σκέφτομαι την Επανάσταση.
Κόκκινα λάβαρα, επίθεση του πλήθους.
Κάποιος ανεβαίνει σε ένα κιβώτιο
Καθώς οι φλόγες τυλίγουν το παλάτι.
Και ο γέρος πρίγκιπας, τον βλέπουν όλοι,
Κάνει ένα βήμα προς τον θάνατό του από εξώστη.
Δεν είναι το σώμα
Που είναι ένας ξένος.
Είναι κάποιος άλλος.
Προβάλλουμε το ίδιο
Άσχημο μούτρο
Προς τον κόσμο.
Όταν ξύνομαι
Ξύνεται και αυτός.
Υπάρχουν γυναίκες
Που λένε ότι τον έχουν αγκαλιάσει.
Ένα σκυλί
Με ακολουθεί παντού.
Μπορεί να είναι δικό του.
Αν είμαι ήσυχος, είναι πιο ήσυχος.
Έτσι τον ξεχνώ.
Όμως καθώς σκύβω
Να δέσω τα κορδόνια μου,
Αυτός στέκεται όρθιος.
Ρίχνουμε μία μόνο σκιά.
Τίνος σκιά;
Θα ήθελα να πω:
«Ήταν στην αρχή
Και θα είναι στο τέλος»,
Αλλά δεν είναι σίγουρο.
Τη νύχτα
Καθώς κάθομαι
Ανακατεύοντας την τράπουλα της σιωπής μας,
Του λέω:
«Αν και αρθρώνεις
Κάθε μία από τις λέξεις μου,
Είσαι ένας ξένος.
Ήρθε η ώρα να μιλήσεις.»
Μου προκαλεί πόνο να βλέπω μια ηλικιωμένη να ανησυχεί
Για λίγα κέρματα έξω από ένα παντοπωλείο –
Πόσο γρήγορα την ξεχνώ καθώς η δική μου θλίψη
Με βρίσκει πάλι – ένας φίλος στην πόρτα του θανάτου
Και η μνήμη της βραδιάς που περάσαμε μαζί.
Είχα τόση αγάπη στην καρδιά μου έπειτα,
Θα μπορούσα να τρέξω στον δρόμο γυμνός
Βέβαιος ότι όποιον συναντούσα θα καταλάβαινε
Την τρέλα μου και την ανάγκη μου να τους πω
Για τη ζωή που είναι μαζί σκληρή και όμορφη,
Αλλά δεν το έκανα – παρά τα ακαταμάχητα πειστήρια:
Ένα κοράκι σκυμμένο πάνω από νεκρό σκίουρο στον δρόμο,
Οι θάμνοι πασχαλιάς που ανθίζουν σε κάποια αυλή,
Και η εικόνα ενός σκύλου ελεύθερου από την αλυσίδα του
Που ψάχνει στον κάδο απορριμμάτων ενός γείτονα.
Ω κοράκια που φτερουγίζετε πάνω από το κεφάλι μου κρώζοντας!
Αποδέχομαι πως είμαι, κάποιες φορές,
Ξαφνικά, και χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση,
Υπερβολικά ευτυχισμένος.
Ένα πρωινό κατά τα άλλα χωρίς ήλιο,
Κάνοντας περίπατο αγκαζέ
Και περνώντας από δέντρα σε σχήμα αγχόνης
Με την αγαπητή μου Ελένη,
Που επίσης είναι παράξενο πουλί,
Με μια αίσθηση ότι είχα κληθεί
Επειγόντως, αλλά με ευγενέστατη πρόσκληση
Σε πρόγευμα με φέτες καρπούζι
Και συντροφιά γυμνές και γυμνούς θεούς
Σε ένα στρώμα χιόνι από την προηγούμενη νύχτα.
Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου μου των ονείρων
Είναι πάντοτε αργά απόγευμα
Σε μια κατεχόμενη χώρα.
Μια ώρα πριν από την απαγόρευση κυκλοφορίας.
Μικρή επαρχιακή πόλη.
Τα σπίτια όλα σκοτεινά.
Ξεκοιλιασμένες προσόψεις καταστημάτων.
Βρίσκομαι στη γωνία ενός δρόμου
Όπου δεν θα έπρεπε να είμαι.
Μόνος και χωρίς πανωφόρι
Βγήκα για να ψάξω
Για ένα μαύρο σκυλί που απαντά στο σφύριγμά μου.
Έχω ένα είδος αποκριάτικης μάσκας
Που φοβάμαι να φορέσω.
Η μητέρα σου σε μετέφερε
Από τα καπνισμένα ερείπια ενός κτηρίου
Και σε ακούμπησε σε αυτό το πεζοδρόμιο
Σαν κούκλα φασκιωμένη σε καμένα κουρέλια,
Όπου τώρα στάθηκες χρόνια αργότερα
Μιλώντας σε ένα άστεγο σκυλί,
Μισοκρυμμένο πίσω από ένα αυτοκίνητο,
Τα μάτια του ξεχειλίζοντας ελπίδα
Καθώς λίγο προχώρησε, έτοιμο για τα χειρότερα.
Πράσινοι Βούδες
Στον πάγκο με τα φρούτα.
Τρώμε το χαμόγελο
Και φτύνουμε τα δόντια.
Λέω στο μολύβι
Γιατί άφησες
Να σε χυτεύσουν σε σφαίρα;
Ξέχασες τους αλχημιστές;
Εγκατέλειψες την ελπίδα
Να μεταμορφωθείς σε χρυσό;
Κανείς δεν απαντά.
Μολύβι. Σφαίρα. Με ονόματα
Όπως αυτά
Ο ύπνος είναι βαθύς και παρατεταμένος.
Ένας κόσμος εξαφανίζεται.
Μικρέ δρόμε,
Ήσουν υπερβολικά στενός,
Πολύ χαμένος στη σκιά ήδη.
Είχες μόνο ένα σκυλί,
Ένα μοναχικό παιδί.
Έκρυβες τον πιο μεγάλο σου καθρέφτη,
Τους ξεντυμένους σου εραστές.
Κάποιος τους απομάκρυνε
Με ανοιχτό φορτηγό.
Ήταν ακόμη γυμνοί, ταξιδεύοντας
Πάνω στον καναπέ τους
Διασχίζοντας πεδιάδα που σκοτείνιαζε,
Κάποιο άγνωστο Κάνσας ή Νεμπράσκα
Με μια καταιγίδα να φουντώνει.
Η γυναίκα ανοίγοντας μια κόκκινη ομπρέλα
Πάνω στο φορτηγό. Το αγόρι
Και το σκυλί τρέχοντας από πίσω τους.
Λες και κυνηγούσαν κόκορα
Με το κεφάλι του κομμένο
Μου αρέσει όταν
Ο Αχιλλέας
Σκοτώνεται
Και ακόμη και ο φίλος του Πάτροκλος –
Και εκείνος ο θερμοκέφαλος Έκτορας –
Και ολόκληρη Ελλήνων και Τρώων
Η Χρυσή Νεολαία
Λίγο πολύ
Με έμπειρο τρόπο σφαγιάζονται
Ώστε τελικά επικρατεί
Ειρήνη και ησυχία
(Έχοντας οι θεοί προσωρινά
Σκάσει)
Μπορεί να ακούσει κανείς
Ένα πουλί να τραγουδά
Και μια κόρη να ρωτά τη μητέρα της
Αν μπορεί να πάει στο πηγάδι
Και βεβαίως μπορεί
Από εκείνο το υπέροχο μικρό μονοπάτι
Που περνά
Από τον ελαιώνα
1. Ο Ποιητής
Κάποιος άγρυπνος όταν άλλοι κοιμούνται,
Που κοιμάται όταν άλλοι έχουν ξυπνήσει.
Ένας αναλφάβητος που υπογράφει τα πάντα με ένα Χ.
Κάποιος που ενώ θα τον κρεμάσουν λέει ένα αστείο.
2. Το Ποίημα
Είναι ένα κομμάτι κρέας
Που κουβαλά ένας διαρρήκτης
Για να αποσπάσει την προσοχή του σκύλου.
Πόσο δουλεύει ο θάνατος,
Κανείς δεν ξέρει πόσο μεγάλη
Μέρα έχει. Η μικρή σύζυγος
Πάντοτε μόνη σιδερώνοντας
Πλυμένα ρούχα του θανάτου.
Οι όμορφες κόρες στρώνοντας
Τραπέζι για το γεύμα του θανάτου.
Οι γείτονες παίζοντας
Πινάκλ στην πίσω αυλή
Ή απλώς καθισμένοι στα σκαλιά
Πίνοντας μπίρα. Ο θάνατος,
Εν τω μεταξύ, σε άγνωστη
Περιοχή της πόλης ψάχνοντας
Για κάποιον με άσχημο βήχα,
Αλλά η διεύθυνση κάπου λάθος,
Ούτε ο θάνατος δεν βρίσκει άκρη
Με τόσες κλειστές πόρτες …
Και αρχίζει να βρέχει.
Μεγάλη νύχτα με αέρα έρχεται.
Χωρίς ούτε μια εφημερίδα ο θάνατος
Να καλύψει το κεφάλι του, χωρίς ούτε ένα
Νόμισμα να της τηλεφωνήσει που μαραζώνει,
Ενώ ξεντύνεται αργά, νυσταγμένη,
Και απλώνεται γυμνή
Από την πλευρά του θανάτου στο κρεβάτι.