Χάρτης 8 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-8/fwtografia/o-fwtografos-martin-chambi-1891-1973
Ο Martín Chambi, είναι ένας από τους εξέχοντες και ο σπουδαιότερος αυτόχθων φωτογράφος της Λατινικής Αμερικής των αρχών του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε το 1891 από αγρότες γονείς στο Πούνο του ΝΑ Περού στις όχθες της λίμνης Τιτικάκα σε υψόμετρο 3.812 μέτρων και αρχίζει να φωτογραφίζει από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του. Η σχέση του με τις Άνδεις και τους γηγενείς όπως ο ίδιος, υπήρξε μοναδική. Έχοντας μητρική του γλώσσα τα κέτσουα, ένοιωσε και απεικόνισε τους «ανθρώπους του» όπως τους έλεγε, με μιά ιχνογραφική ματιά του εσωτερικού τους κόσμου τελείως απρόσιτη στους «ξένους» ως προς την κουλτούρα των ιθαγενών στα οροπέδια και στους τόπους των Ίνκας. Το 1920 μετακινείται στην αρχαία πόλη Κούσκο, την πρωτεύουσα των Ίνκας, σε υψόμετρο 3.500 μέτρων. Εκεί θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1973. Από το Κούσκο, συχνά κατεβαίνει 80 χιλιόμετρα πιο κάτω, στα 2.700 μέτρα, στο Μάτσου Πίτσου, που στη γλώσσα του σημαίνει «αρχαίο βουνό».
Τα ερείπια, τα τοπία και κυρίως η καθημερινή ζωή στη νέα του πόλη, θα διαμορφώσουν μια νέα, διατυπωμένη για πρώτη φορά, ταυτότητα για τους γηγενείς κατοίκους των Άνδεων. Με καθαρή ματιά που τιμά τους ταπεινούς χωρίς να μειώνει τους έχοντες, αποκαλύπτει την «αλήθεια τους» με εικόνες μεγάλης τεκμηριωτικής σημασίας και μοναδικής αισθητικής ποιότητας. Ο ήπιος και φιλοσοφημένος χαρακτήρας του, μαζί με την συνεχώς αυξανόμενη καλλιτεχνική του φήμη, του επιτρέπουν να κινείται εύκολα ανάμεσα στους Iνδιάνους και τους Iσπανούς. Η διεισδυτική και εμπνευσμένη ματιά του, συνθέτει μιά ολιστική εικόνα των ανθρώπων και του χώρου τους στις περουβιανές Άνδεις. Η καταγραφική πιστότητα σε συνδυασμό με την εικαστική πρόθεση, τον φέρνουν στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στους ομότεχνούς του στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Κορυφαία φιγούρα στην ομάδα διανοουμένων και καλλιτεχνών, τους «indigenistas», με καθοριστική προσφορά στον αγώνα εναντίον της Ισπανο-αποικιοκρατικής αντίληψης που θέλει τους Ινδιάνους να είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ένας φωτογράφος «σε αποστολή».
Οι απεικονίσεις των αρχαιολογικών χώρων, οι εθνογραφικές αποτυπώσεις στα ρούχα και τις συνήθειες των περουβιάνων και κυρίως οι χαραγμένες ιστορίες στα πρόσωπα των ανθρώπων, τον κατατάσσουν στην πρωτοπορία του κοινωνικού τεκμήριου και του εικονογραφικού σχολιασμού στην ιστορία της ανθρωπιστικής φωτογραφίας.
Ο Martín Chambi δουλεύοντας στο Κούσκο από το 1920 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950, φωτογράφισε όλες τις τάξεις, καταγράφοντας την πραγματική ιστορία της πόλης. Τη διαδρομή των κατοίκων, ινδιάνων και μιγάδων στην κοινωνική ένταξή τους, με εξαιρετικά συνειδητή και καθαρή ματιά για τους ίδιους και τις καταβολές τους με βάθος και αυθεντικότητα. Τα πορτραίτα στο στούντιο αλλά και στον φυσικό χώρο, ατομικά και ομαδικά, αποτυπώνονται ρεαλιστικά με σχεδόν φυσιογνωμική διάθεση που διαπερνά το προφανές και αγγίζει τις ψυχές των «ανθρώπων του», που γνωρίζει όσο κανείς άλλος. Με το βαθύ δέσιμο που συνδέει την τέχνη του με τα βιώματα των αυτοχθόνων των Άνδεων, νοιώθει πως εκπροσωπεί τη φυλή του και θεωρεί πως οι «δικοί του» μιλούν μέσα από τις φωτογραφίες του.
Δεν έχω υπόψη μου άλλο παράδειγμα τέτοιου δεσμού ανάμεσα σε φωτογράφο και φωτογραφιζόμενο, εκείνη την εποχή. Σχέση όπου ο φωτογράφος είναι το μοντέλο του. Ούτε στην Αμερική, νότια και βόρεια, ούτε στην Ευρώπη. Μετά το 1936 κάνει μιά σειρά από εκθέσεις στην Χιλή, προσπαθώντας ουσιαστικά να ευαισθητοποιήσει και να πείσει το κοινό πως οι γηγενείς και οι μιγάδες αξίζουν καλύτερης τύχης, συγκρινόμενοι με τους λευκούς και τους ευρωπαίους.
Παρ’ όλη όμως την αναγνώριση και τον σεβασμό που κερδίζει στη λατινική Αμερική και τις δεκάδες εκθέσεις του (ξεκινώντας από την Αρεκίπα, το 1917, έως την πρωτεύουσα Λίμα το 1935 και τις δεκάδες άλλες, από το 1935 και μετά, σε διάφορες χώρες της λατινικής Αμερικής, παρέμενε σχεδόν άγνωστος στον υπόλοιπο κόσμο, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, μερικά χρόνια μετά τον θάνατό του το 1973.
Λίγα χρόνια αργότερα, ένα νέος αμερικανός φωτογράφος, ο Edward Ranney, ο οποίος είχε κερδίσει υποτροφία για να φωτογραφίσει τις αρχαιότητες των Ίνκας, γνωρίζει στο Κούσκο το αρχείο του Chambi, το οποίο είχε περάσει στη φροντίδα των αδελφών του και του εγγονού του. Βλέπει πρώτα τα μεγάλα γυάλινα αρνητικά (20Χ25 εκ.) και αντιλαμβάνεται πως η καλλιτεχνική αξία τους ξεπερνά κατά πολύ την τεκμηριωτική. Παίρνει μερικά μαζί του στις ΗΠΑ και τα δείχνει σε ειδικούς και χρηματοδότες και καταφέρνει να εξασφαλίσει μια έρευνα στο αρχείο του φωτογράφου. Επιστρέφει στο Κούσκο το 1977 και τυπώνει 5.000 από τις 15.000 γυάλινες πλάκες του αρχείου. Με τη συνδρομή πανεπιστημίων και μουσείων οργανώνει μιά σειρά μεγάλων εκθέσεων με τη δουλειά του Chambi για πρώτη φορά εκτός Περού και Χιλής. Αρχίζοντας το 1979, οι φωτογραφίες εκτίθενται στο University of New Mexico Art Museum, στην Photographer’s Gallery στο Λονδίνο, στο ΜοΜΑ στη Νέα Υόρκη, στο Kunsthaus στη Ζυρίχη και αλλού, προκαλώντας το διεθνές ενδιαφέρον για τη δουλειά του. Η εκτίμηση για το μοναδικό έργο του Chambi, δεν είναι μόνο η ομορφιά της κάθε εικόνας, ο αρχαίος πολιτισμός και η εθνογραφική της αξία, αλλά κυρίως η διαπεραστική και βαθειά ματιά του, σε ένα μοναδικό και ζωτικής σημασίας πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον.
Μικρός επίλογος για την τέχνη του πρωτοπόρου αυτού φωτογράφου.
Η φωτογράφιση ομαδικού πορτραίτου, είναι από τις πιό δύσκολες και χρονοβόρες διαδικασίες στη φωτογραφία. Όσο περισσότερα τα πρόσωπα τόσο πιό δύσκολο. Τόσο τεχνικά, στο στήσιμο και στις εκφράσεις των προσώπων, όσο εικαστικά και νοηματικά. Ο Chambi δεν βλέπει διερευνητικά ούτε ψάχνει. Κάθε άλλο, αυτό που βλέπει το γνωρίζει πολύ καλά όπως γνωρίζει και τη δύναμη του μέσου του. Στα ομαδικά πορτραίτα των μουσικών, τούς ζητά να κρατούν τα όργανά τους όπως τα κρατούν όταν παίζουν, αλλά να μην «παριστάνουν» πως παίζουν. Αποφεύγει τα στιγμιότυπα και τις «αυθόρμητες» φωτογραφίες. Τους θέλει στημένους και υπερήφανους για την τέχνη τους, να παρουσιάζουν τον εαυτό τους στην καλύτερη εκδοχή του. Οι ίδιοι το νοιώθουν και καταλαβαίνουν τη σημασία της φωτογραφίας για τη δική τους ιστορία, την ιστορία της φυλής τους και την ιστορία του τόπου τους.
Οι «καθαρές» φωτογραφίες, με μοναδικά τους στολίδια τους διακριτικούς φωτισμούς, τα αχνά γκρίζα φόντα και την αισθητική πληρότητα του ξεχωριστού αυτού φωτογράφου, αναπτύσσουν έναν αμφίδρομο σεβασμό της ορχήστρας με τον σπουδαίο «δικό τους» μαέστρο.