Χάρτης 8 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-8/moysikh/eikastika-tzaz-kai-aytosxediasmoi
Το πνεύμα της τζαζ, είτε εντός είτε εκτός εισαγωγικών, δεν ορίζεται και παραμένει ανοιχτό στις ερμηνείες – ευτυχώς! Μπορεί να το αναγνωρίσουμε σε κάποια παράσταση, μουσική ή άλλη, που δεν έχει εξωτερικά σχέση με την τζαζ και ενδέχεται να απουσιάζει από το έργο ενός μουσικού σχήματος τζαζ, δηλαδή που αυτοαποκαλείται τζαζ.
Ένας τομέας ο οποίος δεν έχει πάρει τη θέση που του αναλογεί είναι κυρίως η ζωγραφική, τα εικαστικά γενικότερα, και ίσως λιγότερο η καλλιτεχνική πλευρά του σχεδιασμού των εξωφύλλων των δίσκων βινυλίου και των CD. Γιατί κυκλοφορούν διεθνώς πολλές εκδόσεις με εξώφυλλα δίσκων και λευκώματα φωτογραφιών. Επίσης διοργανώνονται εκθέσεις με φωτογραφίες μουσικών της τζαζ γνωστών φωτογράφων, με αφίσες των φεστιβάλ ή των συναυλιών και πολλά άλλα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί ζωγράφοι, φωτογράφοι, γραφίστες ή επιμελητές εκδόσεων έχουν πιάσει την ατμόσφαιρα της τζαζ και συχνά αυτό που λέμε «πνεύμα» της τζαζ. Οι ακροατές των δίσκων, επί πολλές δεκαετίες, συνέδεαν τη μουσική, τον δημιουργό, το σχήμα τζαζ με το εξώφυλλο του συγκεκριμένου δίσκου. Στη μνήμη τους παρέμεναν ταυτισμένα τα κομμάτια με την εικαστική απεικόνιση. Ας μη θεωρούμε υποδεέστερο το θέμα της υλικής παρουσίας της μουσικής, δηλαδή των δίσκων βινυλίου μέσα στο πρώτο λεπτό κάλυμμα και ακολούθως στο χαρτονένιο με τα κείμενα, τους τίτλους, τις φωτογραφίες και κάποιο εύρημα του σχεδιαστή. Είναι μια ουσιαστική διαφορά, η οποία φυσικά δεν ενισχύει την αξία της ίδιας της μουσικής αλλά, πώς να το κάνουμε, όσοι αισθάνονται τη διαφορά την αισθάνονται, που σημαίνει ότι υπάρχει. Τελεία και όχι άλλα λόγια.
Αυτός λοιπόν είναι ο συνήθης τρόπος με τον οποίο συνδέεται η τζαζ με τα εικαστικά. Υπάρχουν όμως και πολλές άλλες περιπτώσεις. Ένας δεύτερος τρόπος είναι η συνεργασία του ζωγράφου-εικαστικού με έναν η περισσότερους μουσικούς, είτε στο εργαστήριό του είτε ενώπιον κοινού. Και ένας τρίτος, πιο πρακτικός, οι συναυλίες σε αίθουσες μουσείων ή ο συνδυασμός μουσικής, ζωγραφικής και performance και τόσες άλλες ανάλογες καταστάσεις. Ο αντίλογος αφορούσε την αδυναμία αποτύπωσης τέτοιων συνδυασμών. Πράγματι στον δίσκο, στο CD, ακούμε και δεν βλέπουμε. Η μουσική ίσως έχει δημιουργηθεί αυτοσχεδιαστικά σε μια αίθουσα εκθέσεων και το πιο πιθανό είναι να έχει επηρεαστεί από το περιβάλλον ο μουσικός ή το μουσικό σχήμα. Ο ήχος ξετυλίγεται με αφορμή εικόνες, πίνακες, γλυπτά, κατασκευές, εγκαταστάσεις και εμείς παραμένουμε ακροατές. Κι αυτό ξεπεράστηκε γιατί η σύγχρονη τεχνολογία προσφέρει τη δυνατότητα να έχουμε, ως ακροατές και θεατές πλέον, όλο το φάσμα εικόνας και ήχου. Τελικά, άλλη η εμπειρία όταν είσαι παρών και άλλη όταν είσαι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή ή απέναντι από τα ηχεία.
Δείγματα και σχόλια
Ας γίνουν κάπως πιο συγκεκριμένα τα πράγματα με ορισμένα δείγματα και παραδείγματα.
Didier Petit: Portrait, έκδοση Inouie
Ο Didier Petit είναι γνωστός Γάλλος μουσικός και ιδρυτής της δισκογραφικής In Situ, με κατάλογο ηχογραφήσεων αυτοσχεδιασμών «επί τόπου». Ο ίδιος παίζει βιολοντσέλο και είναι από τους λίγους που έχουν συμβάλει στη νέα χρήση του εγχόρδου στην ευρωπαϊκή αυτοσχεδιαζόμενη μουσική. Τι ακριβώς υπάρχει στο CD; Αρχίζει με ένα ακαθόριστο υπόστρωμα ακατανόητων αποσπασμάτων ομιλιών. Κανονικό περιβάλλον εγκαινίων πριν προσέλθει ο ομιλητής ή το μουσικό σύνολο. Σε άλλους αυτό ταυτίζεται με τον θόρυβο και μάλλον ενοχλεί και σε άλλους μετράει ως ρεαλιστικό περιβάλλον και μάλιστα ενδιαφέρον. Ο Didier Petit δεν πτοείται. Παίρνει το δοξάρι του και παίζει ελεύθερα ενώ η ανθρώπινη φασαρία συνεχίζεται. Είναι φανερό ότι ο κόσμος μετακινείται, πίνει το ποτό του, φλυαρεί για τα δρώμενα, παρατηρεί τη σχέση του ζωγράφου με τη μουσική ή το αντίστροφο. Στο Palais des Congrés στο Παρίσι, 10 Μαρτίου 2001. Επί σκηνής ή ίσως επί δαπέδου και ο ζωγράφος Xavier Deshoulieres – μόνο που δεν τον βλέπουμε και ούτε ξέρουμε τι κάνει. Κι όμως κάτι συμβαίνει.
Gianni Lenoci / Giorgio Dini / Markus Stockhausen: Ergskkem, Silta Records 0602, 2006
Gianni Lenoci πιάνο, Giorgio Dini κοντραμπάσο, Markus Stockhausen τρομπέτα και φλούγκενχορν. Στο σημείωμα του CD διαβάζουμε ότι πρόκειται για τελείως ελεύθερους αυτοσχεδιασμούς, χωρίς καμία προσυνεννόηση, χωρίς καμία γραμμένη ιδέα, και ότι οι τρεις μουσικοί συνεργάζονται για πρώτη φορά με στόχο να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα που θα προκαλέσει ερεθίσματα για τους αυτοσχεδιασμούς. Επίσης, το όλο εγχείρημα συνδέεται με το έργο του ζωγράφου Adalberto Montagna. Το πώς συνδέεται είναι αδύνατον να το απαντήσουμε ως ακροατές που δεν έχουν δει ποτέ τους πίνακες ή τις κατασκευές του Montagna. Υποτίθεται ότι το λένε οι μουσικοί με τον τρόπο τους. Οι τρεις μουσικοί λοιπόν συμπράττουν για πρώτη φορά, και η σειρά των κομματιών στο CD ακολουθεί τη σειρά ηχογράφησής τους ώστε να διακρίνεται η πρώτη επαφή και η σταδιακή εμπειρία της συνεργασίας. Δίνουν στα κομμάτια τίτλους των έργων του ζωγράφου, που σημαίνει ότι δέχτηκαν κάποιες επιδράσεις από τα σχήματα, τα χρώματα, τα κολάζ, τις εντάσεις.
John Wolf Brennan: Pictures in a gallery, Leo Records LR 464, 2006
Σόλο πιάνο ηχογραφημένο σε δύο μουσεία. Το πρώτο στη Λουκέρνη, Μουσείο Rosengart, 22 Δεκεμβρίου 2002. Ανάμεσα στους πίνακες και τους ακροατές. Πικάσο, Σεζάν, Μιρό, Κλέε, Καντίνσκι. Ο τίτλος παίζει φυσικά με το πασίγνωστο έργο του Μουσόργκσκι. H Angela Rosengart έγραψε ότι ο Πικάσο ενθουσιαζόταν να δημιουργεί κάτι τελείως καινούργιο από την υπάρχουσα πραγματικότητα. Με τον ίδιο τρόπο ο Wolf Brennan πετυχαίνει να εκμαιεύσει τους πιο απίθανους και εντυπωσιακούς ήχους από το πιάνο. Ο Brennan πράγματι παίζει με όλο το σώμα του πιάνου, το πληκτρολόγιο και το εσωτερικό. Τοποθετεί αντικείμενα, χρησιμοποιεί δοξάρια και κρουστά. Στο δεύτερο μουσείο της Πετρούπολης, το Zapasnoj Palace, Πτέρυγα Πούσκιν, ο πιανίστας αυτοσχεδιάζει μια σουίτα σε οκτώ μέρη που βασίζεται σε ένα ποίημα του Αλεξάντερ Πούσκιν, γραμμένο το 1825. Ο Brennan ξεκολλάει λέξεις με νόημα από το ποίημα και τις μετατρέπει σε τίτλους των σύντομων θεμάτων: π.χ., amazing moment, enchanting light, tender tears.
John Wolf Brennan: The Speed of Dark, Leo Records LR 543, 2009
Ένα ακόμη σόλο του Ιρλανδού πιανίστα, ο οποίος μένει εδώ και δεκαετίες στην Ελβετία. Συνολικά 23 κομμάτια, ηχογραφημένα σε διάφορες αίθουσες και στούντιο. Τρία από αυτά αποτελούν το τρίπτυχο Divine Cosmody, αφιερωμένο στον επίσης Ίρλανδό ζωγράφο Samuel Walsh και την έκθεσή του «The Divine Comedy», εννοείται του Ντάντε. Ο πιανίστας δηλώνει ότι εμπνεύστηκε από τους 42 πίνακες της Θείας Κωμωδίας και έπαιξε πιάνο κατά τη διάρκεια της έκθεσης στη Limerick City Gallery of Art της Ιρλανδίας, τον Νοέμβριο 2007. Στο πρώτο και στο δεύτερο κομμάτι κυριαρχεί το «προετοιμασμένο» πιάνο, το οποίο παίζεται με τα χέρια, με μαλέτες, με μικροαντικείμενα, ένα είδος πιτσικάτο στις χορδές κ.λπ. Το τρίτο κομμάτι κινείται στο κανονικό πληκτρολόγιο με αναφορές στην κλασική και σύγχρονη μουσική. Όπως πάντα, ο Brennan καταφέρνει και ακούγεται ενιαίος, είτε πρόκειται για δική του γραμμένη σύνθεση είτε πρόκειται για αυτοσχεδιασμούς.
Dahinden-Kleeb: Recall Pollock, Leo Records LR 651, 2012
Η Hildergard Kleeb πιάνο και ο Roland Dahinden τρομπόνι, alphorn και κρουστά ζουν και εργάζονται μαζί εδώ και 25 χρόνια στην Ελβετία. Βασικός τους άξονας η αυτοσχεδιαζόμενη μουσική και η ερμηνεία έργων σύγχρονης μουσικής, όπως του John Cage, του Alvin Lucier και του Christian Wolf, ο οποίος έγραψε συνθέσεις ειδικά για το ντούο. Έχουν επίσης συνεργαστεί αρκετές φορές με τον Anthony Braxton και έχουν ηχογραφήσει μαζί του. Ο ζωγράφος Jackson Pollock υπήρξε η έμπνευσή τους στα 14 μέρη του CD. Στο τεύχος 145 του περιοδικού Jazz & τζαζ (Απρίλιος 2005) δημοσιεύεται αναφορά στον Αμερικανό πρωτοπόρο, με αφορμή την κινηματογραφική ταινία Pollock του Ed Harris το 2000 και το βιβλίο της Ruth Kligman, Οι ανείπωτες ιστορίες πίσω από το μύθο του ζωγράφου Τζάκσον Πόλλοκ, επιλογή, μετάφραση, επιμέλεια έκδοσης από τον αλησμόνητο Λεωνίδα Χρηστάκη, στη σειρά «μικρο-Νεφέλη» το 1983.
Είναι γνωστό ότι ο Jackson Pollock αγαπούσε την τζαζ, το πάθος, την ένταση, το ολοκληρωτικό δόσιμο χωρίς συμβιβασμούς, τη δύναμη της αυθόρμητης χειρονομίας και δημιουργίας. Ο Pollock επέμενε: «Όταν ζωγραφίζω δεν έχω επίγνωση τι κάνω». Και επίσης ότι «η τζαζ είναι το μόνο άλλο δημιουργικό πράγμα που συμβαίνει στη χώρα» – εννοώντας εκτός της δικής του ζωγραφικής.
Ο Jackson Pollock έχει πάρει τη θέση του στην ιστορία της τέχνης ως ένας από τους μεγαλύτερους εκπρόσωπους του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και της action painting. Δεν πρόκειται για σύμπτωση που στο εξώφυλλο του πλέον ριζοσπαστικού δίσκου στην πορεία του αυτοσχεδιασμού, Free Jazz του Ornette Coleman, με το διπλό κουαρτέτο, Atlantic 1364, το 1960, ξεπροβάλλει μέσα από ένα παράθυρο ο πίνακας “White Light” του Jackson Pollock. Αλλά και κάτι ακόμη συνδέει τη ζωγραφική με την free jazz. O Pollock έλεγε: «Θέλω να εκφράσω τα συναισθήματά μου και όχι να τα εικονογραφήσω». Και ότι ο τρόπος που ζωγραφίζει προέρχεται από αυτήν την ανάγκη. Τι λέει ο Ornette Coleman για τις ηχογραφήσεις του με τα δύο συγκροτήματα να αυτοσχεδιάζουν ελεύθερα; «Ας προσπαθήσουμε να παίξουμε τη μουσική και όχι το υπόβαθρο… να εκφράσουμε τις ιδέες και τα συναισθήματά μας και όχι αυτό που αποτελεί το υπόβαθρο των συναισθημάτων μας».
Στη μουσική του ντούο Dahinden-Kleeb διακρίνονται εύκολα τα στοιχεία που προέρχονται από την αυθόρμητη έκφραση, αλλά σε πολλά σημεία κάτι δεν πάει καλά. Ο Μάνος Στεφανίδης έχει γράψει για τον Pollock παλαιότερα και είχε κάνει μια σημαντική παρατήρηση: «Η action painting καταγράφεται, εν είδει λευκής μαγείας σαν τις τελετές των Ινδιάνων Ναβάχο που μελετούσε, αποκλειστικά στον Pollock, όπως επίσης το all-over ύφος της ζωγραφικής που καθιστά τον καμβά ένα επίπεδο στίβο αλληλοδιασταυρούμενων ενεργειών και του οργιαστικού χορού στον οποίο επιδίδεται ο ζωγράφος ώστε το σώμα του όλο να ελκύει μιαν ακατάσχετη εικονορροή σαν πληγή». Αυτή η μαγεία, η ιεροτελεστία στις εξάρσεις απουσιάζει από το ντούο. Συχνά αισθάνεται ο ακροατής ότι ο αυτοσχεδιασμός γίνεται κάπως μηχανικά και επιφανειακά, με εκρήξεις που δεν αφήνουν αποτυπώματα, με φράσεις που δεν χτυπούν φλέβα.