Χάρτης 8 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-8/pyxides/mikrh-klimaka-maria-a-iwannoy-xristina-karampela-maria-fakinoy-giannhs-farsarhs
H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Ο στόχος είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«Είναι όμως φως»
Έχει κριθεί επικίνδυνος. Κρατά ένα φτυάρι και κυκλοφορεί ελεύθερος στο δρόμο. Τα λεπτά, άσπρα μαλλιά του ανεμίζουν όχι από τον άνεμο αλλά από την παραληρηματική του κίνηση. Μια βίαιη ενέργεια μπαινοβγαίνει μέσα του, καθώς σέρνεται εντός και εκτός πεζοδρομίου. Το φτυάρι καλυμμένο με λάσπη. Με κάθε τίναγμα του χεριού μόρια χώματος εκσφενδονίζονται στον αέρα, λερώνουν το ήδη λασπωμένο του παντελόνι. «Άι σιχτίρ! Έδωκά σου πέντε σκάλες! Πουτάνα!» φωνάζει, φτύνοντας πάνω στον εαυτό του. «Πέντε σκάλες χωράφι! Πουτάνα! Εννά το πω του μουχτάρη να το πει του Μακάριου!» συνεχίζει, τινάζοντας το φτυάρι προς τα πάνω και γδέρνοντας την άσφαλτο με επαναληπτικές κινήσεις. 'Ένα σκυλί ξαπλωμένο στην άκρη νιώθει τη δόνηση, σηκώνεται αργά. «Πουτάναααα! Πέντε σκάλες! Πέντε σκάλες χωράφι!» ουρλιάζει, τώρα καρφώνοντας το σκυλί βαθιά στα μάτια. Το σκυλί κάτι μυρίζει, κάτι μεταλλικό, πλησιάζει κι άλλο, γλείφει. Η λάμπα του δρόμου μόλις άναψε, γέρνει από πάνω τους σαν χέρι, είναι όμως φως.
Α –– Ζεσταίνομαι. Εσύ;
Β –– Δεν ξέρω.
Α –– Δεν ξέρεις αν ζεσταίνεσαι;
Β –– Δεν ξέρω.
Α –– Πώς γίνεται;
Β –– Γεννήθηκα έτσι.
Α –– Πώς;
Β –– Με χαλασμένη την αυτορρύθμιση της θερμοκρασίας.
Α –– Χωρίς ρύθμιση πόνου το έχω ξανακούσει και από άλλους, χωρίς ρύθμιση θερμοκρασίας όμως…
Β –– Το παίζεις ανήξερη;
Α –– Ξεχνάω τελευταία.
Β –– Κάνεις πως ξεχνάς.
Α –– Σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι.
Β –– Δε μου αρέσει ο τόνος σου.
Α –– Τι έχει ο τόνος μου;
Β –– Είναι υποτιμητικός.
Α –– Δεν είναι.
Β –– Είναι.
Α –– Δεν είναι.
Β –– Είναι.
Α –– Έστω, είναι.
Β –– Γενετική είναι η απορρύθμιση της θερμοκρασίας μου και φταις εσύ.
Α –– Όσοι δεν νοιώθουν πόνο, κρύο ή ζέστη, κινδυνεύουν.
Β –– Είναι όμως φως…
Α –– Μη μιλάς έτσι.
Β –– Πώς;
Α –– Περίπου. Χρησιμοποιείς τις λέξεις περίπου. Πιο σωστό θα ήταν να πεις: κι όμως είναι φως.
Β –– Ξημερώνει.
Α –– Το λες για να με αποκαρδιώσεις.
Β –– Μπορεί.
Α –– Πες το τουλάχιστον σωστά: Αρχίζει η μέρα, πες. Αρχίζει να φωτίζει, πες. Έχει φως, πες. Το: είναι όμως φως… αγράμματος είσαι;
Β –– Είναι ο μόνος τρόπος να σε ξεφορτωθώ.
Α –– Σε ενοχλώ;
Β –– Με ενοχλείς.
Α –– Και εμένα με ενοχλεί η τσαπατσουλιά σου με τις λέξεις.
Β –– Μία σου και μία μου, κι εμένα με ενοχλεί ο τρόπος που παρεμβαίνεις.
Α –– Ανησυχώ και εσύ μου λες πως παρεμβαίνω.
Β –– Χώνεις τη μύτη σου παντού. Στις λέξεις μου, στον ύπνο μου, ακόμα και στη θερμοκρασία μου. Για όλα έχεις λόγο.
Α –– Μου λείπεις.
Β –– Έχει όμως φως…
Α –– …και συ προτιμάς το σκοτάδι.
Β –– Εσύ είσαι που προτιμάς το σκοτάδι.
Α –– Κοιμάσαι;
Β –– Κοιμάμαι.
Α –– Και σε ενοχλώ;
Β –– Τα είπαμε αυτά.
Α –– Βαριέμαι.
Β –– Και προσποιείσαι πως είσαι ζωντανή και ζεσταίνεσαι.
Α –– Μπορεί.
Β –– Φτάνει για απόψε.
Α –– Αύριο πάλι.
Β –– Αύριο πάλι.
Κάθε πρωί, μαύρες γάτες γεμάτες ψύλλους, κουτσά σκυλιά, μια χελώνα με ένα σφυροδρέπανο βαμμένο στο καύκαλο, όρνιθες με βγαλμένα μάτια και κάθε λογής κατατρεγμένο ζωντανό μαζεύονται στο ρημαγμένο αρχοντικό της προκυμαίας κάνοντας τους λίγους ντόπιους να απορούν πώς γίνεται και δίπλα στους αθάνατους, στη σκιά του ξεραμένου σιντριβανιού, στα δροσερά μάρμαρα της σκάλας, ο σκύλος να μην τρώγεται με τη γάτα, τα περιστέρια να μην κουτσουλάνε τα πρόβατα, η μικρή αγελάδα να μην ποδοπατάει την αριστερή χελώνα, οι αράχνες να μην παγιδεύουν μυγάκια και ούτω καθεξής, προσδίδοντας έτσι στο ρημαγμένο αρχοντικό μία μεταφυσική διάσταση, μία ενέργεια σχεδόν ιερή, ικανή να κατευνάζει τα αρχέγονα ένστικτα. Πολύ περίεργο, λένε τρίβοντας σκεπτικοί το πηγούνι τους όμως ο –όπως τον λένε− λοξός του χωριού είπε μια μέρα δείχνοντας στο βάθος του ορίζοντα, Είναι όμως φως, και οι λίγοι ντόπιοι κούνησαν περιφρονητικά το κεφάλι διότι λοξός είναι αυτός, λοξά θα μιλάει, αλλά αν δεν είχαν σπεύσει να απορρίψουν έτσι απερίσκεπτα τα λεγόμενά του, ίσως να παρατηρούσαν πως ήταν κάθε πρωί στις 5:02 ώρα θερινή και 6:27 ώρα χειμερινή, που από κάθε λιθόστρωτο δρομάκι όδευε όλη αυτή η παροικία προς την κιβωτό της επιλογής της. Μάλιστα, ο –όπως τον λένε− λοξός του χωριού φοβάται πως αν γίνει αυτό που λέγεται, τα ζώα θα αποπροσανατολιστούν με ολέθριες συνέπειες για τον τόπο, θα είναι μια μικρή συντέλεια του κόσμου, ψελλίζει, γι’ αυτό έχει αρχίσει να μαζεύει υπογραφές για να μην καταργηθεί η αλλαγή της ώρας, αλλά κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά.
Ξύπνησα με έναν σουβλερό πονοκέφαλο. Πήγα στην κουζίνα να πιω νερό και είδα έναν άνδρα να χτυπάει το κεφάλι του στο ψυγείο. Δε θυμόμουν ποιος ήταν.
«Πάλι είναι άδειο το ψυγείο και πεινάω!» ούρλιαξε μόλις με είδε.
«Και τι θέλεις να κάνω;» του απάντησα χωρίς να καταλαβαίνω.
«Πήγαινε δίπλα να φέρεις λεφτά. Πεινάω μωρή καριόλα!» ούρλιαξε δυνατότερα.
«Δίπλα πού;» ρώτησα με αφέλεια.
«Στον κωλόγερο» είπε και μου έδειξε την εξώπορτα.
Εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω, μα άνοιξα την εξώπορτα και βγήκα στον προθάλαμο του ορόφου. Μια πόρτα άνοιξε παραδίπλα κι ένας ξεπλυμένος γέρος εμφανίστηκε γελαστός, σα να με περίμενε. Ούτε αυτός μου θύμιζε κάτι.
«Πέρασε μέσα», μου είπε γλυκερά.
Με το που μπήκα στο σπίτι, μού όρμησε. Φορούσα κάτι σα νυχτικιά, που εύκολα άνοιξε και ξεπρόβαλλαν δυο φουσκωτά βυζιά με πρησμένες ρόγες. Δεν αντιστάθηκα, δεν έβρισκα τον λόγο. Με έριξε σ’ έναν καναπέ, έπεσε ολόκληρος πάνω μου κι άρχισε να με πιπιλάει μουγκρίζοντας.
«Μμμμ, είναι όμως φως και μ’ ανασταίνει το γαμημένο» είπε και μου έδειξε τη γλώσσα του. Ήταν γεμάτη πηχτό γάλα. Ξεκούμπωσε νευρικά το παντελόνι κι άρχισε να χαϊδεύει μια ψωλή κακορίζικη. Έπεσε πάλι με τα μούτρα στο βύζαγμα, εγώ δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει. Η ιστορία αυτή κράτησε ώρα, μέχρι να αδειάσει. Δεν έχυσε πάνω μου, σηκώθηκε κι έχυσε τις σταγόνες του σε μια γλάστρα στο τραπεζάκι. Κούμπωσε το φερμουάρ και μου πέταξε δυο τσαλακωμένα εικοσάρικα.
«Το ένα είναι για το μωρό, μην του το δώσεις του μαστούρη».