Χάρτης 8 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-8/metafrash/sofoklhs-stasima-shmeia-apo-treis-xoroys
εικόνες: Μαξ Ερνστ
Η μετάφραση της (κατά Σοφοκλή) τριλογίας του Θηβαϊκού Κύκλου θα εκδοθεί στο τέλος του χρόνου. Επιστρατεύοντας εδώ την εικονογράφηση του Μαξ Ερνστ (από το σουρεαλιστικό κολάζ-μυθιστόρημά του Μια βδομάδα καλοσύνης ή Τα επτά βασικά/θανάσιμα στοιχεία, 1934, εκδ. Dover, Nέα Υόρκη 1976), πιστεύω ότι φωτίζεται περισσότερο και ο τόνος της δικής μου προσέγγισης.
Παραμένει, ωστόσο, αναπάντητο το ερώτημα: 7 x Θήβας πόσο κάνει;
ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Μα τον απέραντο ουρανό,
ας γίνω κι εγώ μάντης, κι ας μαντέψω
πως πριν ανέβει η πανσέληνος αύριο βράδυ
θα βγούμε να γιορτάσουμε στον Κιθαιρώνα
(που θα τον πω πατρίδα του Οιδίποδα,
που θα τον πω μάνα και παραμάνα του)
κι εκεί θα στήσουμε χορό, γιατί τους άρχοντές μας
τους περιμένουνε χαρές μεγάλες.
Φοίβε μου, έλα,
χαμογέλα μας.
Ποιά, τάχα, να σε γέννησε [Οιδίποδα];
Καμιά μικρή αθάνατη
που την ξελόγιασε ο Πάνας
ψηλά στα όρη;
Μήπως, στα καταπράσινα λιβάδια,
κάποιο από τα κορίτσια του Απόλλωνα;
Άραγε, της Κυλλήνης ο Ερμής
περνώντας τις βουνοκορφές
ή ο Βάκχος, σ᾽ έκανε δώρο σε καμιά νεράιδα
από κείνες που μαζεύονται
να παίξουνε μαζί [του] στον Ελικώνα;
ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Άνθρωποι, ανθρώπινες γενιές,
αθροίζω τη ζωή
και βγαίνει διαρκώς μηδέν.
Ποιός, τάχα, ποιός την ευτυχία
αντέχει να χορτάσει
αφού, ώσπου να τη νιώσει,
θα τη χάσει;
Κι αν πάρω για παράδειγμα εσένα,
φτωχέ μου Οιδίποδα,
την τύχη σου αν λογαριάσω,
τη μοίρα του ανθρώπου δε θα ζήλευα.
Εσένα που κάθε όριο ξεπέρασες
τοξεύοντας στην άφθαστη ευτυχία
κι εξόντωσες εκείνη την παρθένα
με τα μελωδικά αινίγματα
στα κοφτερά της νύχια — θε μου,
κι ύστερα κάστρο στάθηκες απόρθητο
αντίκρυ στο θανατικό της χώρας,
γι’ αυτό κι απ᾽ όσους βασιλιάδες κάθισαν
στης επτάπυλης Θήβας τον θρόνο
εσένα, σε τιμήσαμε όσο κανέναν.
Υπάρχει, όμως, άλλος τραγικότερος;
Ποιανού του γύρισε έτσι η ζωή;
Ποιόν γκρέμισαν οι συμφορές
στα βάραθρα του πόνου;
Αχ, δοξασμένη του Οιδίποδα μορφή,
πώς έγινε πατέρας και παιδί μαζί
να ρίξει –άθελά του– άγκυρα
στην ίδια απάνεμη αγκάλη;
Πώς, πού και πότε ξανακούστηκε,
το νυφικό κρεβάτι σας ν᾽ απόμεινε βουβό
και να μη βγάλει στόμα να μιλήσει;
Ο χρόνος σ᾽ επινόησε ο παράκλητος,
για τον αδιανόητο να σε δικάσει γάμο
με τους προγόνους σου να κάνεις απογόνους.
Μακάρι, λέω, γιε του Λάιου,
ποτέ να μη σε γνώριζα – ποτέ μου.
Μ᾽ όλο που τούτη τη στιγμή
τα χείλη μου πικρίζει μοιρολόι
πρέπει, όμως, ν᾽ ακουστεί ακόμα κάτι:
Πως, κάποτε, μονάχα εσύ ήσουν αυτός
που ήρθε και γαλήνεψε τον ύπνο μου
και μού ᾽δωσε αέρα ν᾽ ανασάνω.
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Στα πλούσια εδάφη έχεις έρθει
του πιο ωραίου τοπίου αυτής της χώρας
Είσαι στον ήπιο Κολωνό, στο χώμα
των πιο περήφανων αλόγων.
Πουθενά αλλού δε θ᾽ ακούσεις
τέτοιο γλυκό κελάηδισμα αηδόνας
βαθιά κρυμμένης στα φαράγγια, ξένε,
ανάμεσα στους σκοτεινούς κισσούς [που τρεμοπαίζουν]
και στις απάτητες φυλλωσιές
με τα σκιερά, πάντα ανθισμένα, καρποφόρα
που δεν τα πιάνει ο χειμωνιάτικος αέρας.
Εδώ ο Διόνυσος τριγυρνάει νύχτα-μέρα
με τις θεϊκές μαινάδες του
που τον λατρεύουν φρενιασμένες.
Μόλις φανεί η ουράνια δροσιά
εδώ κάθε πρωί ανοίγει
ο κρόκος χρυσοκίτρινος
κι αιώνες τώρα
ο ανθισμένος νάρκισσος στεφανώνει
πότε τη Δήμητρα, πότε την Περσεφόνη.
Αιώνια ξάγρυπνες, ποτέ δε σταματάνε
τα πεντακάθαρα νερά τους να αναβλύζουν
οι πηγές που τρέφουν του Κηφισού το ρέμα
την εύφορη για να ποτίσουν γη της.
Κι εδώ ξαποσταίνουν τα χρυσά περιστέρια
που σέρνουν το άρμα της Αφροδίτης
κι οι Μούσες στήνουν τους χορούς τους.
Εδώ φυτρώνει, επίσης, ένα δέντρο
που όμοιο του δεν έχω ακούσει να βλασταίνει
ούτε στα εδάφη της Ασίας
ούτε και στη μεγάλη Πελοπόννησο των Δωριαίων,
ένα φυτό αυτοφυές, που μεγαλώνει μόνο του,
κι ευδοκιμεί εδώ, όσο πουθενά αλλού:
είναι η ελιά με τ᾽ ασημένια φύλλα
η ελιά που στεφανώνει τα παιδιά μας
και που κανένας δεν τολμά να ξεριζώσει
γιατί απάνω της είναι στραμμένο
το βλέμμα του ιερού προστάτη της, του Δία,
και η αστραφτερή ματιά της Αθηνάς.
Μένει ακόμα κάτι να υμνήσω
κάτι μοναδικό της μητρικής μας γης
που κάνει τον τόπο μας περήφανο,
δώρο ενός θεού μεγάλου, που μας δίνει
τα καλογυμνασμένα άλογα και τη δύναμη στη θάλασσα:
Μεγάλε Ποσειδώνα, γιε του Κρόνου,
εσύ έκανες ένδοξη την πόλη μας
πρώτος αρμόζοντας στο στόμα του αλόγου χαλινάρι
σ᾽ αυτούς εδώ τους δρόμους για να το δαμάσεις,
κι έμαθες του θαλασσινού το χέρι
με το κουπί σφιχτοδεμένο στο σκαρμό
να προσπερνάει τα κύματα ακολουθώντας
τις Νηρηίδες που παιχνιδίζουν στον αφρό τους.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Αν έχω το δικαίωμα να στραφώ
στην αθέατη [Περσεφόνη]
και, ταπεινά, στον βασιλιά των σκοταδιών, τον Αϊδωνέα,
[του Άδη τ᾽ αηδόνια] θα παρακαλούσα
να κατέβει ο Οιδίποδας
δίχως πόνο και βαρύ ψυχορράγημα
απ᾽ την κοιλάδα του θανάτου
που αγκαλιάζει τα πάντα
στης Στυγός τον υδάτινο οίκο.
Τώρα που τυραννίστηκε από τόσα,
χωρίς να φταίει,
ο δίκαιος θεός ας τον εξυψώσει και πάλι.
Του κάτω κόσμου οι θεές
και το ανίκητο θηρίο
που πάντα, όπως λένε, απ᾽ τη σπηλιά του
φυλάει γρυλίζοντας κουλουριασμένο
τις πολυσύχναστες πύλες του Άδη,
μα και το γέννημα του Τάρταρου, της Γης ο γόνος
εύχομαι να βοηθήσουν
ο δρόμος που θα πάρει
πίσω απ’ τις πύλες του θανάτου.
να ᾽ναι μακάριος.
Κι εσένα επικαλούμαι, τελικά,
Αιώνιε Ύπνε.
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Πολλά μπορείς [στον κόσμο] να θαυμάσεις
όμως τον άνθρωπο με τι να τον συγκρίνεις;
Στο καταχείμωνο ορμά κόντρα στο κύμα
όταν τις θύελλες σκίζοντας ο νοτιάς βρυχάται·
και την υπέρτατη θεότητα, τη Γη μας,
όσο απέραντη και ανεξάντλητη και να ’ναι
χρόνο το χρόνο την οργώνει με το αλέτρι.
Δόκανα στήνει στα ελαφρόφτερα πουλιά,
τ’ άγρια θηρία και τους πληθυσμούς της θάλασσας
με δίχτυα δαντελένια παγιδεύει – ο πολυμήχανος.
Τρόπους μυστήριους επινοώντας πιάνει
στα ορεινά της ερημιάς τ’ αγρίμι,
ή, αγκαλιάζοντας την πλούσια χαίτη
στο άλογο περνάει το χαλινάρι
και σαν τον άγριο ταύρο το δαμάζει.
Με τις στροφές του νου τις ανεμόφερτες
και με τη γλώσσα, ορίζει νόμους, πολιτείες,
και από τα παγωμένα βέλη του χιονιά
ξέρει να ξεγλιστρά – ο θαλασσοπόρος.
Πάντα τον βρίσκεις έτοιμο για όλα·
και μ’ όλο που νικά μύριες αρρώστιες
μονάχα δεν ξεφεύγει του θάνατου.
Κι ενώ τα καταφέρνει να βρει λύσεις
εκεί που δεν υπάρχει πια ελπίδα,
πότε τον κυριεύει η αρετή, πότε η κακία.
Όταν τους νόμους σέβεται και τους θείους όρκους
είν’ άξιος της πατρίδας· αλλιώς,
όσο κι αν μοιάζει τολμηρός, δεν το αξίζει·
κι άνθρωπος τέτοιος μην πατήσει
[μες στο] σπίτι μου ποτέ μου,
[άνθρωπος τέτοιος μη] μου τύχει, θε μου.
ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Αχ, έρωτα, αχ έρωτα, ακαταμάχητε Έρωτα.
Στου κοριτσιού που ξενυχτάς το μαξιλάρι,
τίποτα δε σε σταματά και δε χορταίνεις.
Κι από την άκρη του καιρού ως τ’ αξημέρωτα
σκοτάδια, κανενός δεν κάνεις χάρη
κι όλους, θεούς ή ανθρώπους, τους τρελαίνεις.
Κι εσύ που στον αθώο ξυπνάς αναίτιες ενοχές,
στο σπίτι αυτό έχεις ανάψει πυρκαγιές·
γιατί από των κοριτσιών βαθιά το βλέμμα
περνά ακατανίκητος ο πόθος μες στο αίμα
αρχές και νόμους πλημμυρίζοντας γλυκά·
κι η Αφροδίτη, αδιάφορη, μας περιπαίζει θεϊκά.