Χάρτης 9 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-9/poiisi-kai-pezografia/dekatessera-poihmata
Στη μητέρα μου
Με τον τρόπο τού Χεμινγουέη
Πέταγε.
Πέταξε.
Από τότε μπαινοβγάζω τα αθλητικά μου Nike, χρώματος γαλάζιου και νούμερου 38, με δεμένα τα κορδόνια. Εξαιτίας κάποιας περίεργης σύναψης νευρώνων του εγκεφάλου, που είναι κληρονομική (από την πλευρά του πατέρα μου), δεν μπορώ να δέσω σωστά τα κορδόνια μου (ναι, υπάρχει σωστός τρόπος). Όποτε επιχείρησα, είτε τα έδενα κόμπο τόσο σφιχτό που τα έκοβα μετά με ψαλίδι, είτε τα έδενα τόσο άτσαλα που ξελύνονταν και πατώντας τα σκουντουφλούσα στα σκοτάδια των βημάτων μου. Τα αθλητικά μου Nike φυσικά έχουν ξεχειλώσει και έχουν χάσει την παλιά τους λάμψη. Όμως εγώ τα αγαπάω και τα φροντίζω όσο μπορώ. Μέχρι και τηλεσκοπικό μεταλλικό κόκαλο παπουτσιών αγόρασα για να τα διατηρήσω... γιατί πράγματι τα κορδόνια τους είναι πολύ όμορφα δεμένα, με συμμετρικές καμπύλες, αρμονικές ταλαντώσεις και έναν φιόγκο κάτασπρο σαν αυτόν που στολίζει τα μαλλιά της μητέρας μου σε μια μαθητική φωτογραφία του 1952.
Της μητέρας μου.
Που μου έδεσε τα κορδόνια των Nike μου το πρωινό της 22ας Σεπτεμβρίου 2017 για τελευταία φορά.
Είμαι ξαπλωμένη σε πλάγια συνεσταλμένη στάση. Τα πόδια μου λυγισμένα προς το στήθος και τα χέρια μου αναδιπλωμένα. Μπορεί να κοιμάμαι. Σίγουρα ονειρεύομαι. Αφαιρώ. Όλους τους βασιλικούς και τις γαρδένιες που φύτεψες. Όλες τις θάλασσες που δεν είδες. Έχω πυκνωθεί και πυρακτωθεί σαν πυρήνας. Εσύ ταΐζεις τα πτηνά του ουρανού με σταράκι γλυκό και ρόδι κατακόκκινο. Φθινοπωριάζει. Η άχνη ζάχαρη φέγγει λιγουλάκι ακόμα ενώ σκοτεινιάζουμε. Σκοτεινιάζουμε. Γιατί ούτε με τη σχάση του θανάτου μας δεν θα φωτιστεί ο Πάνω Κόσμος, Μητέρα.
Το όνειρο που βλέπω δεν λέει να τελειώσει. Διαρκεί 14 ημέρες και 18 ώρες ακριβώς. Βλέπω ότι έχεις πεθάνει. Ναι, είναι τετελεσμένο, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, ο χρόνος -ο ίδιος που θα με γιατρέψει, όπως όλοι λένε- τώρα είναι μισητός εχθρός και δεν γυρίζει πίσω. Έχεις πεθάνει. Το σπίτι σκοτεινό, φωτογραφίες σου παντού, οι γάτες σιωπηλές και ένας άνεμος κακός που φυσάει σαν από παλιό χειμώνα. Υπάρχει σκόνη και μια μυρωδιά δάφνης, αυτής που δεν πρόλαβες να βάλεις στο φαγητό της Παρασκευής.
Όμως ξέρω ότι όλα αυτά είναι όνειρο. Αύριο θα ξυπνήσω, είναι ημέρα Σάββατο που τόσο σου αρέσει, ο καιρός είναι ζεστός και ποιητικός, ο ουρανός καταγάλανος και εσύ γελάς με κρότο απαρηγόρητα και δεν φοβάσαι τίποτα.
Όταν έβρεχε με περίμενες περισσότερο. Έλεγες ότι μύριζε ωραία η βροχή στα χέρια μου και στον λαιμό μου. Δεν ανησυχούσες, έλεγες. Για τη βροχή περίμενες, τη μυριστική.
Βρέχομαι. Θέλω να μ’ αγκαλιάσεις. Μυρίζω βροχή όσο η βροχή δεν μύρισε ποτέ. Και περιμένω.
Σάββατο 14 Οκτωβρίου. Είσαι νεκρή 22 μέρες και 2 ώρες. Προβληματίζομαι για τη διαχείριση του χρόνου σου και την ποιότητα του σκοταδιού σου (διέκρινες τα σκοτάδια μολονότι τα φοβόσουν όλα). Με ανησυχεί η νυχτερινή υγρασία που σε αρρώσταινε. Ξέρω βέβαια ότι θα αντεπεξέλθεις παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες και θα διαλυθείς ήσυχα σαν γύρη λουλουδιού στο αεράκι του φθινοπώρου (γελάω στη σκέψη ότι οι παρομοιώσεις σε εκνεύριζαν. Εσύ ήσουν, δεν ήσουν σαν). Ξέρω πως και εγώ θα αντεπεξέλθω και δεν θα ανησυχώ πια για το ισχίο σου. Σε λίγο καιρό μπορεί να σε ξεχάσω, να μη σε σκέφτομαι κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου. Όμως, καθώς κατηφορίζω και βλέπω όλη την πόλη μας να απλώνεται μπροστά μου, σου λέω πως είσαι ο ζωντανός ορίζοντάς μου.
Είναι ο νεαρός γάτος του 13ου τμήματος. Δεν έρχεται όταν τον φωνάζουν ούτε όταν ακούει ήχο ξηράς τροφής. Έρχεται μόνο όταν μυρίσει λιβάνι. Η κυρά του, μια εξηντάχρονη καλοστεκούμενη που έχασε τον τριαντάχρονο γιο της, λιβανίζει και ταυτόχρονα τον φωνάζει τραγουδιστά «Ρίκο Ρίκο ρίκοκο». Ο γάτος έρχεται και αρχίζει να κάνει τούμπες και φούρλες στα πόδια της, ενώ εκείνη εξακολουθεί να τραγουδάει. Ο Ρίκο πηδάει από μνήμα σε μνήμα χαρούμενος και εκείνη υψώνει το θυμιατήρι και τη φωνή της «τ’αγόρι μου τ’αγόρι μου τ’αγόρι μου γλυκό και τραγανό σαν καραμέλα…».
Ένα άρωμα μοσχολίβανου τυλίγει τη σκηνή της μαύρης μαγείας ενώ το μιούζικαλ συνεχίζεται.
Σήμερα Σάββατο 21 Οκτωβρίου και η μικρή σου κόρη σού ’φερε τα αγαπημένα σου γυαλιά, ναι, τα σομόν, τα Prada, αυτά που σου αγοράσαμε από την Ερμού (ή τη Σταδίου;), από τον Αρτεμιάδη, εκείνα τα Χριστούγεννα του 2010, τότε που έλαμπες όταν σου λέγαμε πως μοιάζεις με την Μπέργκμαν. Βλέπεις, αν και φθινόπωρο προχωρημένο, ο ήλιος καίει, και τα μάτια σου ευαίσθητα στο φως θα αρχίσουν να δακρύζουν. Είσαι και από τη φύση σου λίγο μελό και θα το παρακάνεις.
Όχι πως δεν καταλαβαίνουμε.
Είναι κομμάτι δύσκολο να μην μπορείς να δεις το φως του ήλιου.
Και έλεγα τώρα θα βάλεις γέλια βροντερά και θα σηκώσεις άνεμο τρελό, θα παρασύρεις άμφια και κεριά, τέμπλα και εξαπτέρυγα και έλεγα τώρα κόλαση και παράδεισος θα μείνουν ενεοί, για τον θεό ποιος νοιάζεται, τώρα θα σηκωθείς και θα μου πεις είναι ωραίος ο καιρός πάμε μια βόλτα με το καρ θάλασσα θέλω αλλά μην τρέχεις βόλτα πάμε δεν βιαζόμαστε όλος ο χρόνος είναι –πια– δικός μου.
Δεν ξέρω αν το σώμα σου είναι σπορά. Μάλλον δεν είναι.
Ούτε γνωρίζω αν διαλάμπεις στο φως του Σολωμού που πατεί χαρούμενο τον Άδη και τον Χάρο. Εγώ σε νιώθω σκοτεινή. Για ένα να είσαι σίγουρη.
Τρεμίζει ο θάνατός σου όταν σηκώνεται απεγνωσμένος ο αέρας μου.
Μαθαίνω να ζω χωρίς εσένα. Δεν είναι εύκολο αλλά είναι πανθομολογουμένη η έφεσή μου στη γνώση. Συχνά, βέβαια, εξαντλούμαι. Κάποια βράδια ξενυχτώ μαζί σου, πίνω μαύρο γάλα και ανάβω σπίρτα. Τις Κυριακές φορώ τη ρόμπα σου και μαγειρεύω ψάρια ανοιχτής θαλάσσης, παρηγορητικά. Σκέφτομαι τη μοναξιά του κόσμου. Σκέφτομαι την αλητεία του θεού (του μη αναγώγιμου). Σκέφτομαι τη γλώσσα μου που ορφάνεψε. Και συνεχίζω.
Έρχομαι προετοιμασμένη. Προσπαθώ να σταθώ στο σωστό σημείο, ανάμεσα στο όριο του πένθους και του πένθους. Του θρήνου και του θρήνου μου. Σου μιλώ στη γλώσσα των ζωντανών, όπως μιλούσαμε παλιά. Σου περιγράφω τα λουλούδια που σου φέρνω, τις πασχαλιές της προσεχούς μας άνοιξης. Εσύ δεν αποκρίνεσαι. Μόνον η γάτα σου η μπλε μού απαντά, ο φύλακας του άσβεστου γαλαζωπού φωτός σου. Αρχίζω να μιλώ τη γλώσσα των νεκρών. Ολισθηρή η γλώσσα των νεκρών, γλιστράω μέσα της. Και ενώ με καταπίνει, νιαουρητά σκίζουν τα κύτταρά μου.
Αυτός ο χρόνος θα εκπνεύσει μέσα σε ένα lento θρηνώδες που σβήνει σαν την ανάσα που κάποτε είχες. Ξέρω πως δεν το νιώθεις, μα η απουσία σου –παρουσία βαριά και πηχτή σαν καπνός από φλόγα– με εξάντλησε. Είναι, ξέρω, νωρίς. Γιατί ο χρόνος –λένε– ανίκητος είναι. Είναι, λέω, αργά. Γιατί εσύ τον έχεις νικήσει πολύ τρυφερότερα.
Όταν σηκώνει άνεμο το θνήσκειν και σαρώνει
(ναι, και νεκρή είσαι σαρωτική)
τότε όλοι μιλούν για αιωνιότητα.
Όμως η αιωνιότητα μου είναι αδιάφορη
Μητέρα.
Την τρυφερή και τραγανή θνητότητά σου
προσδοκώ.
Το κόκκινο το μήλο της νεκρής σου φύσης
θέλω να δαγκώσω.
Με τον θάνατό σου διέπραξες μεγάλο σφάλμα. Φυσικά δεν το ήθελες - το σφάλμα σου ήταν ακούσιο. Και έτσι, όμως, οι πεποιθήσεις μου κλονίστηκαν. Βεβαιότητες τύπου η ζωή (Σου) είναι το αντίθετο του θανάτου, ο ήλιος (Σου) θα μας ζεσταίνει πάντα, τα κουάρκ της άφθαρτης ύλης (Σου) συνιστούν την ύψιστη τρυφερότητα, διερράγησαν αμετάκλητα. Τώρα συμβιβάζομαι με παραδεγμένες νόρμες, όπως τη νομοτελειακή αλληλοδιαδοχή ζωής και θανάτου, το αναπάντεχο του βίου και τη στιγμιαία (ένας παλμός, ένας παλμός μόνο) μεταστροφή της τύχης.
Ο θάνατός σου ήταν σφάλμα. Με βύθισε σε μια κοινοτοπία σκέψης, σε έναν βάλτο ελαφρών προσεγγίσεων της ψυχής. Σε μια αμφιθυμική μεταφυσική δεύτερης κατηγορίας.
Ο θάνατός σου με εξέθεσε ανεπανόρθωτα
Μητέρα.
[Από την ομότιτλη ανέκδοτη συλλογή ]