Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/fwtografia/30-xronia-photosynkyria-kai-ena-megalo-eyxaristw
Η τιμητική αυτή εκδήλωση [17 Οκτωβρίου 2018 στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκης], για τα 30 χρόνια από τότε που ο Άρις Γεωργίου ξεκίνησε το διεθνές φεστιβάλ φωτογραφίας Photosynkyria, είναι μια ευκαιρία να συζητηθεί η προσφορά του στα φωτογραφικά πράγματα της χώρας και στην πόλη της Θεσσαλονίκης, το όνομα της οποίας ταξίδεψε με τη δράση του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, από την Αυστραλία ως τον Καναδά, και από τη Φινλανδία ως τη Νότιο Αφρική.
Όπως έχω πει παλιότερα για τον Σταύρο Μωρεσόπουλο, και ισχύει νομίζω για κάποιους ακόμη ανθρώπους του Φωτογραφικού Κέντρου Αθηνών, όποιος κάνει φωτογραφία σήμερα στην Ελλάδα χρωστάει κάτι στον Άρι, ακόμη κι αν δεν το ξέρει. Η Photosynkyria, λοιπόν, ιδρύθηκε από τον Άρι το 1988. Προπομπός υπήρξαν το 1985 οι σημαντικές εκδηλώσεις του Parallaxis στη Θεσσαλονίκη, στην οργάνωση των οποίων, εκτός από τον ίδιο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι Γιάννης Βανίδης και Απόστολος Μαρούλης. Η ίδια τριάδα δημιούργησε το βραχύβιο Ελληνικό Μουσείο Φωτογραφίας. Η σημασία του φεστιβάλ για αρκετά χρόνια υπήρξε πολύ μεγάλη: ήταν, ουσιαστικά, η προθήκη της ελληνικής φωτογραφίας, το πιο επίσημο σημείο συνάντησής της με τη διεθνή σκηνή. Πολλοί και σημαντικοί Έλληνες φωτογράφοι επιθυμούσαν να κάνουν πρεμιέρα την καινούργια τους δουλειά στο πρόγραμμά του. Φοιτητές του Τμήματος Φωτογραφίας των ΤΕΙ επανειλημμένα ανέβηκαν με ενοικιασμένο λεωφορείο για να βρεθούν κοντά στις εκδηλώσεις του. Ο Raymond Depardon, ο σπουδαίος αυτός Γάλλος φωτογράφος, συνομιλώντας με έναν συνεργάτη του μουσείου στο Φεστιβάλ της Αρλ, στα μέσα του 2000, όταν αναφέρθηκε το όνομα της πόλης, το πρώτο που είπε, ήταν: «Ξέρω ότι έχετε ένα σπουδαίο φεστιβάλ εκεί, που πολύ θα ήθελα να έρθω να εκθέσω το έργο μου». Αυτή ήταν η τεράστια δυναμική που είχε αναπτύξει το φεστιβάλ. Από την άλλη υπήρχε η πλευρά ενός φεστιβάλ με καλή φιλοξενία και ανθρώπινη κλίμακα, στοιχεία που έκαναν τους φωτογράφους να το νιώθουν σαν ζεστό τόπο γνωριμίας και ανταλλαγής.
Την ίδια χρονιά, το 1988, ο Άρις ξεκίνησε την Camera Obscura, που κλείνει επίσης τρεις δεκαετίες και μετρά ήδη περισσότερα από 100 τεύχη. Άπειρες σχεδόν είναι οι πρωτοβουλίες του Άρι, πολύ μεγάλος ο αριθμός εκδόσεων του δικού του έργου και ακόμη εκείνων που σχεδίασε. Μπορεί κανείς να μιλήσει σε χωριστές εκδηλώσεις για τον Άρι ως αρχιτέκτονα, φωτογράφο, σχεδιαστή βιβλίων, γραφίστα γενικότερα, για τις συγγραφικές και ζωγραφικές του τάσεις, καθώς και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο συνδύαζε την ελευθεριότητα και ταυτόχρονα την πειθαρχία. Ίσως αυτό να οφείλεται στη βαθιά επιρροή του από την τζαζ, που με κάποιο υπόγειο τρόπο τα εξηγεί υπόγεια όλα αυτά.
Δεν θα ήθελα να μιλήσω με στεγνό, θεωρητικό λόγο, ούτε να επιχειρήσω εδώ κάποια ανάλυση του έργου του, που ίσως είναι οφειλόμενη αλλά θα υποχρεωθεί να αναμείνει άλλη ευκαιρία. Θα προτιμούσα για την περίσταση έναν τόνο πιο προσωπικό, ίσως εξομολογητικό. Έτσι, ίσως είναι σκόπιμο να αναφέρω μια μικρή ιστορία:
Τον Δεκέμβριο του 1992 επέστρεψα στην Ελλάδα μετά από απουσία τεσσάρων περίπου χρόνων στις ΗΠΑ. Δεν ήξερα κανέναν άνθρωπο της φωτογραφίας στη Θεσσαλονίκη ή την Ελλάδα γενικότερα. Σε κάποιο φωτογραφικό περιοδικό διάβασα για το Ελληνικό Μουσείο Φωτογραφίας, υπήρχε κι ένα τηλέφωνο. Στις αρχές Ιανουαρίου κάλεσα τον αριθμό αυτό. Στην άλλη γραμμή ο Άρις σύντομα αλιεύει πληροφορίες για τις σπουδές και τα ενδιαφέροντά μου για τη φωτογραφία. Με καλεί στο γραφείο του, όπου τις επόμενες μέρες συναντηθήκαμε. Ήταν η αρχή μιας συνεργασίας και μιας φιλίας που διαρκεί 25 χρόνια, μέσα από την οποία πέρασαν δέκα διοργανώσεις φεστιβάλ, τέσσερα χρόνια συμβίωσης στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, εκθέσεις και εκδόσεις, πολλές πρωτοβουλίες, κοινές ανησυχίες και πλείστες όσες ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Να σημειωθεί ότι το φεστιβάλ τη δεκαετία του 1990 το οργάνωναν, όπως λέγαμε πειρακτικά μεταξύ μας, δυόμισι άνθρωποι (εκείνος, εγώ και η γραμματέας του αρχιτεκτονικού του γραφείου, που μας βοηθούσε κάπως γραμματειακά). Και οι δυο μας έπρεπε να παίζουμε σε όλες τις δυνατές θέσεις: μεταφράσεις, δελτία Τύπου, αλληλογραφία, κείμενα, επιμέλειες, υποδοχή ξένων, καδράρισμα, ανάρτηση, συνεννοήσεις και έκτακτες λύσεις κάθε λογής. Έπρεπε κανείς να εκπαιδευτεί ως συνεργάτης παντός καιρού. Κάπως έτσι έμαθα κοντά στον Άρι πάρα πολλά, και μπορώ μόνο να ελπίζω ότι πρόλαβα να ανταποδώσω μέρος αυτής της οφειλής. Το κυριότερο που μου μετέδωσε ήταν το ασίγαστο πάθος που τον έκαιγε και το οποίο αναδυόταν μόλις εμφανιζόταν μια καινούργια, σημαντική πρόταση. Μετά από μισή ώρα τηλεφωνικών επικοινωνιών θα είχε εξασφαλίσει χώρο για την έκθεση, εκδότη πιθανόν για έκδοση, θα είχε μιλήσει με κάποιο μορφωτικό ινστιτούτο ή πρεσβεία για πολύτροπη στήριξη, όλα με έναν τρόπο πυρετώδη.
Ο Άρις έβαλε τη φωτογραφία σε τόσους χώρους όσους δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τη σημερινή εποχή όπου πολλά θεωρούνται εύκολα, ίσως και δεδομένα: σε βιβλιοπωλεία, πολιτιστικά κέντρα, γκαλερί, μπουτίκ, μουσεία, πινακοθήκες, σε κάθε χώρο που θα θεωρούσε πρόσφορο και κατάλληλο για μια συγκεκριμένη δράση. Συνετέλεσε σημαντικά στην καλλιέργεια ενός ευρύτερου κοινού για τη φωτογραφία, στη δημιουργία ή τη διεύρυνση ομάδων, στην ανάπτυξη παράλληλων πρωτοβουλιών. Συνέβαλε σημαντικά στο να έρθει στην πόλη το έργο σημαντικών φωτογράφων, συχνά και οι ίδιοι οι δημιουργοί. Έβαλε το όνομα της πόλης στον χάρτη της ευρωπαϊκής φωτογραφίας, ως μεσογειακού τόπου καλλιτεχνικής ζύμωσης και καλής φιλοξενίας. Συνέδραμε ακόμη αρκετές φορές στην εξαγωγή της ελληνικής φωτογραφίας εκτός συνόρων, όπως και στη δημιουργία φωτογραφικών δράσεων, οι σπινθήρες για τις οποίες παράγονταν στο φεστιβάλ για να εκδηλωθούν ακολούθως σε διάφορα μέρη του κόσμου. Η Θεσσαλονίκη έγινε τη δεκαετία του 1990 η άτυπη πρωτεύουσα της φωτογραφίας στη χώρα. Ακολούθησε η δημιουργία του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης το 1998, του οποίου υπήρξε ο πρώτος διευθυντής, εδραιώνοντας τη βαρύνουσα αυτή παρουσία της φωτογραφίας στην πόλη με τρόπο πλέον θεσμικό. Ακόμη με ρωτούν μερικοί ξένοι κυρίως φωτογράφοι, γιατί έγινε το μουσείο στη Θεσσαλονίκη και όχι στην πρωτεύουσα. Η απάντηση βρίσκεται σήμερα εδώ ανάμεσά μας και έχει ονοματεπώνυμο.
Οι σημαντικοί άνθρωποι της φωτογραφίας που διέσχισαν την πόλη στις μέρες του φεστιβάλ είναι παρά πολλοί. Εκτός από όλη σχεδόν τη σύγχρονη ελληνική φωτογραφία, μπορούν να αναφερθούν, μεταξύ πολλών άλλων, οι Philippe Dubois, Regis Durand, Joan Fontcuberta, Simon Norfolk, Peter Knapp, Roger Ballen, M+M Auer, Tony Catany, Willy Ronis, Josef Koudelka, Franco Zechin.
Ασφαλώς για την οργάνωση του φεστιβάλ στρατεύτηκαν σταδιακά μερικώς και άλλοι συνεργάτες, βοήθησαν πολύ τα μορφωτικά ινστιτούτα της πόλης, σε καιρούς εμπιστοσύνης στον πολιτισμό διαφορετικούς από τη στεγνή σημερινή οικονομοτεχνική προσέγγιση και την εμμονή στην επικοινωνία, όμως όλα τα κινητοποιούσε η εμπροσθοβαρής δύναμη του Άρι. Κι όταν τελείωνε το φεστιβάλ και ήμασταν σχεδόν αναίσθητοι από την κούραση, την υπερένταση και τα αναπόφευκτα ξενύχτια, θα με έπαιρνε τηλέφωνο σύντομα, με ανυπομονησία στην άκρη της φωνής: πρέπει να βάλουμε μπροστά την επόμενη διοργάνωση, έχω μερικές ιδέες και κάποιες επαφές, πότε θα βρεθούμε; Με μια λαχτάρα που δεν γνώριζε κορεσμό. Ακόμη θυμάμαι όταν, σε περίοδο φεστιβάλ, τον καθήλωνε μια ρευματοειδής αρθρίτιδα και αναγκαζόταν να κάνει ενέσεις κορτιζόνης στα χέρια για να μπορεί να γράφει, να σχεδιάζει καταλόγους και να λειτουργεί στοιχειωδώς. Όλη αυτή η αναδρομή δεν μπορεί παρά να μου θυμίζει και ένα μέρος από τη δική μου ζωή. Η εποχή είχε, ούτως ή άλλως, κάτι ηρωικό, μια δόση αυτοθυσίας που συγχωρούσε ίσως και τις όποιες ατέλειες, σε σχέση τουλάχιστον με τις σύγχρονες επαγγελματικές προδιαγραφές των περισσότερων μουσείων και φεστιβάλ. Στο ίδιο κλίμα ήταν και οι ίδιοι οι δημιουργοί που στήριζαν συχνά ενεργά.
Με όλα αυτά ας μην αποσιωπηθεί ότι ο Άρις δεν είναι πάντα εύκολος άνθρωπος. Έχει κόκκινες γραμμές. Δεν κρύβει ότι έχει έντονες συμπάθειες και αντιπάθειες. Είναι, όμως, πάνω απ’ όλα ένας άνθρωπος της πράξης, ένας απίστευτος συνδυασμός παρορμητισμού και ταυτόχρονα ορθής λογικής.
Το 2006, ο Γιώργος Κορδομενίδης με ρώτησε σε μια ραδιοφωνική εκπομπή για την απήχηση του φεστιβάλ και αν αυτή μπορούσε να μετρηθεί. Ποσοτικά ίσως, του απάντησα, ποιοτικά όμως; Ανέφερα ως παράδειγμα την περιοδεύουσα αναδρομική έκθεση του Paul Caponigro στο Βαφοπούλειο, που στις αρχές του 1980 άλλαξε ριζικά και οριστικά τη δική μου ζωή, στρέφοντάς την προς τη φωτογραφία. Μπορεί κανείς ποτέ να καταγράψει επαρκώς τις προσωπικές πνευματικές μετατοπίσεις, τις εσωτερικές αλλαγές που εκδηλώνονται, συχνά με τρόπο αθέατο και σιωπηλό, σε όσους έρχονται σε επαφή με το ζεστό φως της τέχνης; Μπορεί να υπολογίσει την έκπληξη, τον θαυμασμό, την απορία που ένιωσαν οι άνθρωποι αντιμέτωποι με έργα φωτογραφικά σε περισσότερες από 300 εκθέσεις το διάστημα 1988-2002;
Για όλα αυτά και πολλά άλλα ακόμη, που είναι δύσκολο να αναφερθούν όλα εδώ, είναι που αισθάνομαι πως το μουσείο, η Θεσσαλονίκη, η ελληνική φωτογραφία και εγώ προσωπικά οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Άρι που άλλαξε με τον τρόπο του τη φωτογραφία στην πόλη και τη χώρα. Με το προσωπικό του έργο και τη συνολική συμμετοχή του στα κοινά της φωτογραφίας, έβαλε μιαν ανεκτίμητη σφραγίδα που θα είναι δύσκολο να ξεχαστεί.
Άρι, ένα τεράστιο ευχαριστώ!
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Άρι Γεωργίου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.