Χάρτης 7 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-7/klimakes/xarths-oalasshs
Για αποφυγή της τρικυμιώδους πραγματικότητας και προσέγγιση σε στεριές ποιητών, από αυτές τις σελίδες παρουσιάζονται ποιητές της Ιβηρικής χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής.
Η γνωριμία μου με την Ίδα Βιτάλε λειτούργησε καταλυτικά. Βγαίνοντας από το σπίτι της είχα ήδη αποφασίσει να παραμείνω στη Νότιο Αμερική και να περιφερθώ στα νοτιότερα λιμάνια της. Αλλά, πώς; Χωρίς χάρτες; Καθώς οι δικοί μου χάρτες, τουλάχιστον σ’ αυτή μου την περιφορά, είναι βιβλία ποιητών που μου μιλάνε πριν να τους γνωρίσω, ζήτησα από τον οδηγό του ταξί να με πάει σε κάποιο βιβλιοπωλείο εξειδικευμένο στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία. Μην παραξενεύεστε. Οι Ουρουγουανοί φημίζονται για τη φιλαναγνωσία και τη φιλομάθειά τους. Γι’ αυτό και με πήγε στο καταλληλότερο: Librería Linardi y Risso, oδός Juan Carlos Gómez 1435. Ένα βιβλιοπωλείο με ράφια και στοιχεία από μασίφ ξύλο σε σκούρο καστανό χρώμα και με την «ευρωπαϊκή» –θα μπορούσε να πει κανείς– πατίνα του χρόνου. Εκεί, χάρη στην προθυμία των υπαλλήλων, όχι μόνο γλύτωσα το πελάγωμα αλλά εφοδιάστηκα με βιβλία για όλα τα ταξίδια μου. Επόμενο λιμάνι, Μπουένος Άιρες. Επόμενος ποιητής, αυτός ο οποίος, στο βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου, έγραφε σε μορφή ποιητικής πρόζας με τίτλο Ορατό/Αόρατο:
«Είν’ έξι το απόγευμα 27 Ιανουαρίου 2006 στο Μπουένος Άιρες. Είμαι εξήντα τεσσάρων ετών και βρίσκομαι κραυγαλέα εκτεθειμένος στη ρητορεία της ψυχής. Δε χρειάζεται να τρέξω στον καθρέφτη για να μάθω πως το παρουσιαστικό μου διπλώνεται μπρος την οργανωτική επέλαση του αοράτου. Το αίμα μου επιπλέει στη μαλακή ευγνωμοσύνη των όχθεών του και η εγκεφαλική ροή ειδοποιεί για εγγύτητα θυελλώδους περιθωρίου. Οι παλιές λέξεις, οι άχρηστες λέξεις με διασώζουν. Αν ήταν μόνον αυτό, αυτό που δεν υπάρχει, η τελική διαδοχή αυτού που είμαι; Και αν εκεί, στη σκληρή σκιά, η διάρκεια, σαν ένα κοφτερό φυτό, επέκτεινε την ακατάπαυστη στέρησή της, την ανάγκη της για ησυχία; Και αν το αόρατο ήταν μόνο μια μεγαλειώδης αδράνεια, φωνή που σωπαίνει, φωνή μιας γλώσσας νεκρής; Μην κοιτάζεις πιο πέρα, λέω στον εαυτό μου, απ’ αυτό που βλέπουν τα μάτια σου. Είναι τα χέρια σου και τα πόδια σου αυτά που μετακινούν ακόμα τον αέρα που σου παραχωρήθηκε. Είναι η φωνή σου αυτή που γράφει ακόμα, ανακριβής ίσως, υπέρμετρη, όχι πιο άχρηστη από τη σιωπή που σε καλεί».
Συμπτωματικά του τηλεφώνησα στις έξι το απόγευμα, αλλά στην ηλικία των εβδομήντα επτά ετών για εκείνον. «Να μιλήσουμε για ποίηση, εδώ, δίπλα στη Νέα Πομπηία; Στα προάστια του τάνγκο; Εδώ την ποίηση τη ζούμε, τη βιώνουμε, και τη χορεύουμε αν έχουμε τα κότσια!» «Στον ρυθμό του τάνγκο;» ρώτησα μάλλον από αμηχανία. «Στον σκοπό του τάνγκο, και σας περιμένω, μην αργείτε!» Δεν άργησα. Καλά που είχα προλάβει να μεταφράσω λίγα ποιήματά του στο πλοίο.
Πενταροδεκάρες μού άφησες, ψιλοπράγματα
από κείνο τον πανάκριβο έρωτα,
μεθυσμένο με παράτησες, σε κακή κατάσταση,
τα μικροσκοπικά εσώρουχά σου ανάμεσα στα μάτια
και τ’ αυλάκια σου, Ζουζουνάκι, τα βιτρό σου,
εκείνη η φωνή από χείλη προάστια
και το επώδυνο ελεγείο της λήθης,
είμαι πιο στεγνός κι από ιστό αράχνης,
δεν καπνίζω, δεν ντύνομαι, δεν αστειεύομαι,
πάντα χωμένος σε τούτο το κρεβάτι
με λίγδα από τη μυρωδιά μου στο άρωμά σου,
είμαι το μαύρο απολίθωμα μιας άλλης ζωής,
κρανίο, φάλαγγες, σκιές του βασιλείου σου.
Υπάρχουν λέξεις, ψίθυροι ετοιμοθάνατοι,
ήχοι από τα έλη του αέρα,
υπάρχουν φωνήεντα στην ομιλία σμιλεμένα,
που τη χάρη θυμίζουν μιας άλλης ζωής,
είναι φωνές που μου τινάζουν το κεφάλι,
που καλούν χωρίς να λένε, που γυρνούν
λικνισμένες μες στον τοπικό πολτό,
έρχονται με παραμορφωμένη τη λάμψη τους,
με τον ήχο τους σαν από σκίσιμο και το φτερούγισμά τους
πάνω στους έμμισθους υπηρέτες μου,
είναι συλλαβές γλωσσών θρυλικών,
φωνές του απελπισμένου ακρόπρωρου
που περνάν και μουρμουρίζουν και απομακρύνονται
χωρίς ν’ ακούνε, στοιβαγμένες, σαν αιώνες.
Η απλή, η αρμονική, η συμπαγής
ισορροπία του μελανιού πάνω στο χαρτί,
το άκαμπτο όριο των συλλαβών
και η βία των γραμμών,
οι λέξεις, ο ρυθμός, οι τόνοι
στην απελπισμένη να στηρίζονται ροή,
το ποίημα φτάνει, τελικά, να είναι ήχοι
καθαρμένοι από νόημα μες στην πληρότητα
του φανταστικού λευκού. Σ’ εμάς,
η κίνηση διατρέχει την πάλλουσα
ιδιότητα του πιθανού, όχι πιο πέρα
από το πελώριο μάτι, από τις ξερές επιφάνειες.
Του σπιτιού το δάπεδο με προστατεύει,
αυτή η περίμετρος κατασκευασμένης τάξης,
άσπροι τοίχοι εκτεινόμενοι καθ’ ύψος.
Ένας είμ’ εδώ, μόνος είμαι,
μαγειρεύω την τροφή μου κάτω από στέγη,
επιτρέπω στ’ όνειρο να εισβάλει στο παρουσιαστικό μου.
Το πρωί ένα βιβλίο με στηρίζει
κόντρα σε αιώνες θέλησης και ιστορίας,
είν’ ένα βιβλίο γκρίζο, ένα βιβλίο όπως πολλά.
Το να παραπονεθώ για τη ζωή αυτή, θα ήταν αμαρτία.
Από κατορθώματα δεν ξέρω, δε γυρεύω τρόπαια,
είμαι δυνατός όταν τα χέρια σου με ξεγυμνώνουν.
Ι
Κοίτα το με προσοχή,
με σχολαστικότητα,
το πορώδες δέρμα
του ήδη χρησιμοποιημένου.
Κόβε το από το υγιές
κι έπειτα καθάριζέ το.
Μη φοβάσαι
την πυκνότητα που αναβλύζει.
Αίμα είν’ αυτό που περισσεύει.
ΙΙ
Καθαρίσαμε το οικόπεδο,
απομακρύναμε τα μπάζα,
απολυμάναμε τον βόθρο.
Βάλαμε την κουτάλα
στο βάθος που επιπλέει,
στην ομόφωνη αίσθηση της έλλειψης.
Εκεί το αυτόνομο φυτό,
ο δαιμονισμένος καθρέφτης,
η ιδιωτική ζωή μας.
VI
Το σώμα που σε αναζητεί
δεν ξέρει να είναι καλύτερο.
Καθώς κυλιέται γύρω σου
το όνειρό μου πατάει φοβισμένο
στο κενό μιας μακρινής νεότητας.
Είσαι μόνη, κι είμαι μόνος,
και το ξεραμένο σπέρμα της αυγής
φεύγει με σαπούνι, τρίβοντάς το δυνατά.
Χ
Εκείνη η γραμμή του λαιμού σου
επάνω στην καρδιά μου, εκείνο το δέρμα
επάνω στα φιλιά μου, πτώματα ελεύθερα
του ψύχους που μαλάκωσε. Έτσι η παράκλησή σου
απ’ την παλιά αγάπη ξύνει την τρεμάμενη
ύλη του πόθου. Έτσι ξεφτισμένο
το σώμα μου μες στο δικό σου συγκρατείται
όπως οι τόσες λέξεις στο λευκό
χαρτί που τσαλακώνω, χαρτί που δεν τρέμει.
Η συνοικία μου ήταν σκόνη και καταχνιά ώσπου την αλάνα την κάναμε σκουπιδότοπο. Και τότε έγινε φλόγες και καπνός, κι η στάχτη μετατράπηκε σε ύψος. Έτσι μεγαλώσαμε, με τον λαιμό στριμμένο προς τη σκιά της, τα πέλματα μελανιασμένα από τις πέτρες και τις κολλιτσίδες. Παρατήρησέ με, παρατήρησε τον εαυτό σου: η κλίση μας δε σταματά, είμαστε κινούμενοι κορμοί στην μπόρα της κατασπατάλησης. Είμαστε πολυπληθείς, αλλά το μονοπάτι, το απογευματινό όνειρο, την άμεση ατμόσφαιρα, αυτήν που συνενώνει την ανάσα με την εγγύτητα, τον χλιαρό αέρα της προφοράς, όλα τα διαπερνά ο ορμητικός χείμαρρος στάχτης. Έτσι μεγαλώσαμε, η έντασή μας διαρκεί, δεν έχουμε λύτρωση. Παρατήρησέ με, παρατήρησε τον εαυτό σου: μισο-στητοί, μισο-παχουλοί, μισο-ομιλούντες, είμαστε από εδώ, είμαστε το γήινο μήκος, σμιχτόφρυδα κομμάτια μιας ένοχης ερήμωσης.
Λουίς Οσβάλδο Τεδέσκο (Luis Osvaldo Tedesco), Μπουένος Άιρες, 1941. Αργεντινός ποιητής και εκδότης, τιμηθείς με το βραβείο της Γερουσίας της Αργεντινής.
Πηγές: Armando Romero, Una gravedad alegre, Antología de poesñia latinoamericana al siglo xxi, Difácil, Βαλιαδολίδ, 2007
https://huellasenlacienaga.blogspot.com/2012/05/luis-osvaldo-tedesco-todo-lo-que-miro.html
https://www.lyrikline.org/de/gedichte/ceniza-1905