Χάρτης 7 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-7/moysikh/pandoxeio-gymnwn-podiwn-arxitektonikh-egkyklopaidikoy-myoistorhmatos
Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες στα εξώφυλλα των δίσκων και ακολουθεί τα «λόγια» τους.
Αναζητούσα λοιπόν τις γυναίκες με τα έκθετα πόδια σε τόπους περίκλειστους και ονειρικούς, όπως τα λεωφορεία, τα ψιλικατζίδικα και τα μπακάλικα, όπου οι συναντήσεις ήταν στιγμιαίες και ανεπανάληπτες· τις έψαχνα και σε άλλου είδους αίθουσες, σε μορφές μακρινές στον τόπο και τον χρόνο μα πιστές σε κάθε μου επίσκεψη: στους κινηματογράφους και τα δισκοπωλεία. Στα δισκοπωλεία η βιτρίνα αποτελούσε το πρώτο κλητήριο θέσπισμα: δίσκοι τοποθετημένοι κάθετα και οριζόντια, σαν τετράγωνα μιας σκακιέρας με πιόνια που έπαιζαν ένα παιχνίδι προσέλκυσης και διλημμάτων. Προτιμούσα τα μισοσκότεινα συνοικιακά καταστήματα, που εντόπιζα από την πινακίδα με τις μαγικές λέξεις ΔΙΣΚΟΙ – ΚΑΣΣΕΤΕΣ, κάποτε μαζί με το γράφημα μιας νότας ή το σήμα του πενταγράμμου. Στα ενδότερα, τοίχοι καλυμμένοι με ταπετσαρίες ή διαφημιστικές αφίσες μουσικών, ένα είδος μόνωσης από τους πάντες και τα πάντα. Πίσω από το ψηλό γκισέ μόλις που φαινόταν το κεφάλι του ιδιοκτήτη, που έμοιαζε με ρεσεψιονίστ ειδικού ξενοδοχείου για μυημένους· ενός κοινοβίου όπου η μουσική αποτελούσε την αποκλειστική γλώσσα και η σαγήνη των ήχων μια κοινή εξάρτηση. Ο άγνωστος που έψαχνε δίσκους στην διπλανή προθήκη δεν ήταν εντελώς άγνωστος, το αντίθετο: ήταν εκλεκτικός συγγενής που αναζητούσε ανάλογη λυτρωτική τροφή.
Τα εξώφυλλα που με σαγήνευαν ως τα κατάβαθα ήταν εκείνα που απεικόνιζαν μια γυναίκα στο εξώφυλλο, την ίδια την καλλιτέχνιδα ή κάποια άλλη μορφή, ολόσωμη ή πορτρέτο, σε φωτογραφία ή ζωγραφιά. Δεν έτρεφαν μόνο την βουλιμική μου επιθυμία για εικονογράφηση του ωραίου· οι ίδιες οι εικονιζόμενες έμοιαζαν να στέκονται στο παράθυρο της μουσικής τους, νεύοντας την είσοδο. Μέσα από το τετράγωνο πρόπυλο του εξωφύλλου, όπου στεκόταν επί της υποδοχής, κρυβόταν ο κυκλικός ναός του δίσκου· η ροτόντα ενός διαφορετικού κάθε φορά έρωτα που εκκινούσε και ολοκληρωνόταν με την μουσική.
Οι εικονιζόμενες μορφές χάριζαν αισθήσεις που έθαλλαν στην άλλη άκρη της όρασης. Άγγιζα ευλαβικά τα χαρτονένια τους ενδύματά τους, το χέρι μου γλιστρούσε στην ολισθηρή τους επιφάνεια, σ’ ένα χάδι που τις διέτρεχε άτακτα και τεθλασμένα. Τις μύριζα (είχαν τις οσμές του χαρτιού και του βινυλίου), τις σάλιωνα και φρόντιζα να τις διατηρήσω άφθαρτες, μυρωδικές· να αποκτήσουν τα σημάδια τους σταδιακά, από τον χρόνο που άρχισαν να μετρούν μαζί μου.
Σ’ έναν κόσμο ταχύτατο, σε μια ζωή που έξω έτρεχε γρήγορα, εκείνες περίμεναν ακίνητες μα όχι οριστικά απαθανατισμένες όπως στις φωτογραφίες ή τα έργα τέχνης. Ήταν σα να βρίσκονταν σε στάση αναμονής, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να αφήσουν την φαινομενική τους ακαμψία για να συμμετάσχουν στην πρώτη πράξη της ακροαστικής τελετουργίας. Αυτή εξαρτιόταν από μένα. Περίμεναν να τις γδύσω, πρώτα από τα ρούχα τους –το σκληρό εξώφυλλο, κι ύστερα από τα εσώρουχα– τον λευκό φάκελο που προστάτευε την μαύρη λεπτεπίλεπτη σιλουέτα. Ύστερα αδημονούσαν να βυθιστεί μια βελόνα στα αυλάκια τους (σαν ένα δάχτυλο που πίεζε τα γουβάκια της σάρκας τους), σ’ ένα στροβίλισμα μέχρι τελικής ζάλης.
Μετά, τα πάντα μπορούσαν να συμβούν. Ήμουν ο αποκλειστικός δέκτης των ιστοριών τους, ένας εκλεκτός ακροατής σε μια απόλυτα δυαδική διαλεκτική. Όταν, ας πούμε, η Δαλιδά (πάντα παρούσα στα εξώφυλλά της) μού τραγουδούσε στο Il venait d'avoir 18 ans την μυστική της σχέση μ’ έναν 18χρονο όταν εκείνη ήταν 34 ετών, στο βάθος μου μιλούσε ευθέως. Γνώριζε ότι μου αρέσουν οι μεγαλύτερες γυναίκες και μου κοινωνούσε λύπες και παθήματα με ποιητικούς στίχους: πως μπορεί για μένα να ήταν καλοκαίρι αλλά εκείνη υπολόγιζε και σε φθινοπωρινές νύχτες· πως η ηλικία μου ήταν το απόλυτο επιχείρημα μιας νίκης όταν εκείνη θα περίμενε λέξεις αγάπης· ότι θα της πρόφερα πως την ποθώ, επηρεασμένος από τις ανάλογες ταινίες, ενώ κάθε φορά που θα έβαζε τα ρούχα της θα ξαναντυνόταν την μοναξιά της· κι αν τυχόν ψέλλιζα, «δεν ήταν και τόσο άσχημα», θα έβαζε το αγαπημένο της μαύρο στα μάτια, για να θυμηθεί πως ήταν μια δεκαοκτάχρονη αλλά στο διπλάσιο. Άλλα τόσα αποσιωπούσε μα τα άκουγα το ίδιο καθαρά: όσο κι αν έδινα προσοχή στους πόνους της και την διαβεβαίωνα ότι θα απέφευγα να φερθώ έτσι – σε εκείνη ή σε μια ανάλογη σχέση, οι πιθανότητες να ακολουθήσω κι εγώ την φόρμα μιας τέτοιας συμπεριφοράς ήταν συντριπτικές. Στην ουσία προφήτευε την αναπότρεπτη πορεία των πραγμάτων και με προκαλούσε να δοκιμάσω να αντισταθώ.
Όταν οι γυναίκες εμφανίζονταν ξυπόλητες στα εξώφυλλα, τότε όλα άλλαζαν. Οι δίσκοι μετατρέπονταν σε παραισθησιογόνα δισκία και δεν ήταν εκείνες που έβγαιναν έξω αλλά εγώ που έμπαινα εντός τους, με κάθε τρόπο. Ζούσα το κάθε τους τραγούδι σαν ένα διήγημα, γινόμουν ο κεντρικός ήρωας. Ήταν που ήταν σπάνια μια τέτοια εμφάνιση, που ήμουν βέβαιος ότι εφόσον μου δωριζόταν όφειλα να ανταποκριθώ στο ιδιαίτερό τους κάλεσμα. Δεν θυμάμαι τι υπερίσχυε, μια προσωπική διάθεση παιχνιδιού ή μια αντικειμενική βεβαιότητα ότι τα εκφραστικά εκείνα πόδια δεν έβγαιναν τυχαία αλλά μου όριζαν ένα σχέδιο ζωής. Είχαν γλώσσα και μιλούσαν ένα κείμενο προς αποκρυπτογράφηση. Κάθε ξυπόλητος δίσκος κι ένα σύνθετο με κλειδωμένα συρτάρια. Δεν είχα παρά να το ερευνήσω ακόμα και στον βίο τους, σε πληροφορίες αντλημένες από τα μουσικά περιοδικά της εποχής. Εκείνος ο αγώνας στα «χαρτιά» εξελισσόταν σε χαρτογραφία εισόδων στον γυναικείο κόσμο.
Έτσι συνέβη, για παράδειγμα, με την Carly Simon, την ωραία φολκ ποπ ρόκερ που γνώρισα στα στασίδια του γράμματος S. Η εμφάνισή της είχε μια κλασικότητα που διέφερε από τις συνήθεις γυναικείες μορφές των αμερικανικών ιδιωμάτων του είδους. Στο οπισθόφυλλο του Playing possum (1975) δοκίμασα την πιο αναπάντεχη έκπληξη: είχε βγάλει τις μπότες που φορούσε στο εξώφυλλο και γελούσε με το ένα πόδι απλωμένο. Μαύρο καλσόν ελαφρά φθαρμένο, το μεγάλο δάχτυλο της σε ανάταση, η ηδυπάθεια σε διάταση. Η ασυνήθιστη αισθησιακότητα στην πίσω πόρτα με πλημμύρισε με ζεστή επιθυμία να ακούσω την φωνή της. Διέτρεξα γρήγορα τους τίτλους και βρήκα τον πιο ερεθιστικό: Are you ticklish?
Αγόρασα τον δίσκο, όχι χωρίς καρδιοχτύπι, την έγδυσα και την ξάπλωσα πάνω στο πικάπ, ενώ φιλούσα περιπαθώς το μαυρόασπρο σώμα της. Πρώτα έσπευσα στο μείζον της ερώτημα. «Γαργαλιέσαι ή πείραξα ένα ευαίσθητο σημείο σου; Μαθαίνω πως υπάρχει μια άλλη πλευρά σ’ εσένα, αλλά υπάρχει και σ’ εμένα, ας συναντηθούμε λοιπόν στις άλλες μας πλευρές». Σύμφωνα με το λεξικό, το ερώτημά της αφορούσε, πέραν του ευκόλως γαργαλούμενου, οποιονδήποτε ανατρέπεται ταχύτατα, λόγω κάποιας υπερευαισθησίας. Ανεξάρτητα αν μιλούσε σ’ εμένα, για μένα ή για το ιδιαίτερο γούστο μου, μια ρόκισσα στην άλλη άκρη του κόσμου έβγαζε τα παπούτσια της και με πλημμύριζε αισιοδοξία: ο κόσμος ήταν γεμάτος με κορίτσια που ύψωναν το δάχτυλο του ποδιού τους για να τις βρω.
Καιρό αργότερα την συνάντησα μέσα σ’ ένα ελαφρά θαμπωμένο χρυσοκίτρινο εξώφυλλο (Boys in the trees, 1978). Καθόταν σε μια καρέκλα στο κέντρο μιας άδειας, μεγάλης αίθουσας με ψηλά παράθυρα και κάτι αρχαίες θερμάστρες στους τοίχους. Σ’ εκείνον τον χώρο που φαινόταν εγκαταλειμμένος, με σκόρπια φύλλα στο ξύλινο πάτωμα, έβαζε ή έβγαζε την διάφανη κάλτσα από το ένα της πόδι· το άλλο ήταν γυμνό. Έτσι όπως είχε μαζεμένα τα μαλλιά και ολόγυμνους τους ώμους της έμοιαζε με τις χορεύτριες του Ντεγκά και του Τουλούζ Λωτρέκ, όπως ζωγραφίζονταν στα παρασκήνια, σε προσωπικές σκηνές πίσω από τις δημόσιες εμφανίσεις τους αλλά και με γυναίκα κάθε εποχής, πριν ή μετά τον έρωτα ή κάποιο χορό ή κάτι που περιλάμβανε και τα δυο. Και τα Αγόρια στα δέντρα με τα οποία ονομάτιζε τον δίσκο, μπορεί να την έβλεπαν κρυμμένα πίσω από φυλλωσιές ή εξώφυλλα αλλά εκείνη το γνώριζε. Ο ίδιος τίτλος θα δινόταν και στην αυτοβιογραφία της, δεκαετίες αργότερα.
Ένα χρόνο αργότερα, στο Spy (1979), χαμογελούσε συνωμοτικά κάτω από ένα μαύρο καπέλο. Τι είδους κατασκοπεία μπορούσε να ασκεί μια τραγουδίστρια του αγαπητικού ροκ; Αναζήτησα στοιχεία στο εσώφυλλο και βρήκα μια φράση της Αναΐς Νιν: Είμαι μια διεθνής κατάσκοπος στο σπίτι του έρωτα. Ποια συγγραφέας ομολογούσε παράνομη δράση στην πιο συνωστισμένη οικία του κόσμου; Έσπευσα στο συνοικιακό βιβλιοπωλείο να βρω το βιβλίο της Κατάσκοπος στο σπίτι του έρωτα (A Spy in the House of Love, 1954) και σύντομα γνώριζα την πρώτη αγαπημένη μου λογοτεχνική ηρωίδα, που απολάμβανε τις σεξουαλικές χαρές χωρίς ενοχές, αγαπούσε τις πάσης φύσεως ακρότητες, απέφευγε τις δεσμεύσεις, ζούσε για την προσωπική της ηδονή. Φυσικά το προσωπικό της όραμα για την βίωση της θηλυκής σεξουαλικότητας απαιτούσε συνεχή υποκρισία. Υπέφερε τον διαμοιρασμό της (που οι σύντροφοί της αδυνατούσαν να δεχτούν ακόμα και ως ιδέα) και τα αλλεπάλληλα στρώματα της εξαπάτησης που αναγκαζόταν να διατηρεί τής προκαλούσαν την αίσθηση ότι αποτελεί μια πράκτορα στον μεγάλο ερωτικό οίκο. Το κρυφτό που ως τότε θεωρούσα παιδικό παιχνίδι αποκτούσε άλλο περιεχόμενο.
Ήταν μια πρωτόγνωρη διπλή μουσική και λογοτεχνική έκφραση της κοχλάζουσας ερωτικότητας των γυναικών. Μπορεί όλες οι προβολές της γύρω μου να τις έταζαν στην αναζήτηση του ενός και μοναδικού άντρα αλλά τώρα ανέβλυζε μια άλλη γνώμη: ο έρωτας δεν συμπιέζεται στην ιερή αποκλειστικότητα του αδιαίρετου ζεύγους, αλλά τελείται άνευ όρων και ορίων, με μια μονίμως ανοιχτή λίστα προσκεκλημένων. Η Σαμπίν αναζητούσε τους άντρες ακόμα και καλώντας στην τύχη κάποιον τηλεφωνικό αριθμό. Θα μπορούσα λοιπόν να αναζητήσω κι εγώ γυναίκες που θα ενδιαφέρονταν να διαχύσουν τις φωνές τους μέχρι την πλαστική κόκκινη τηλεφωνική συσκευή. Και πράγματι, η τυχαία επιλογή των έξι αριθμών αποδείχτηκε ένα περιπετειώδες επιτραπέζιο παιχνίδι.
Ύστερα από δεκάδες αδιάφορες δοκιμές, κάποτε σήκωσε το τηλέφωνο μια γυναίκα με βραχνή, μάλλον νυσταγμένη φωνή. Ζήτησα μια τάδε και μου απάντησε πως κάνω λάθος. Ζήτησα ευγενικά συγνώμη και ανταπέδωσε την ευγένεια. Της είπα πως έχει ιδιαίτερη φωνή και πως δεν την φλερτάρω, μη νομίζει, άλλωστε θα με θεωρήσει πολύ μικρό. Όταν έμαθε την ηλικία μου είπε ότι είμαι πράγματι μικρός. Αλλά η συνομιλία είχε ήδη αρχίσει και κάθε τόσο της ζητούσα να μην κλείσει ακόμα γιατί η φωνή της κυκλοφορούσε τόσο ωραία από τα καλώδια μέχρι το μικρό μου χολ, κάτω από ένα ατμοσφαιρικό πορτατίφ. Προφανώς επρόκειτο για επίδραση της στιχουργικής συγκροτημάτων όπως οι Electric Light Orchestra, που υμνούσαν τους έρωτες μιας επερχόμενης, τεχνολογικά διαχυτικότατης εποχής.
Φαίνεται πως η καθαρά φωνητική συνομιλία επέκτεινε τα όρια μιας επικοινωνίας που σε άλλη περίπτωση δεν θα ήταν δυνατή. H τυχαία μου φίλη –απόκτημα μιας συμπαιγνίας αριθμών, χρόνων και πιθανοτήτων– απελευθέρωνε την φιλαρέσκειά της σε αποκλειστικά ακουστικά πεδία. Όμως η απόσταση ώθησε κι εμένα σε ερωτήσεις που δεν θα τολμούσα να εκτοξεύσω πρόσωπο με πρόσωπο. Ήταν βράδυ ενός βροχερού Νοεμβρίου όταν της ζήτησα μια πανοραμική περιγραφή των αντικειμένων που έβλεπε στο δωμάτιό της, με απώτερο σκοπό να φτάσω στο πάτωμα και να μάθω τι φοράει στα πόδια της. Μου απάντησε «τίποτα, στο σπίτι μόνο ξυπόλητη». Ήταν η πρώτη φορά που μια πληροφορία, ειπωμένη ξερά, χωρίς ιδιαίτερο φορτίο, μπορούσε να αναφλέξει πλήθος εικόνων και επιθυμιών. Δεν σκέφτηκα καν το ενδεχόμενο απλώς να απαντούσε εκείνο που φανταζόταν ότι θα ήθελα. Επαναλάμβανα την ερώτηση σε καθένα από τα εκατό περίπου τηλέφωνά μας, μόνο και μόνο για να ακούσω την ίδια απάντηση με διαφορετική κάθε φορά έκφραση – χαμογελαστή, κουρασμένη, υπαινικτική, απροκάλυπτη. Παρέλυα κι αδυνατούσα να την ρωτήσω περισσότερα, μου αρκούσε η διαβεβαίωση, η εικόνα της γινόταν όλο και ζωντανότερη. Κάθε φορά που κλείναμε, έσπευδα να ακούσω το τραγούδι της Δαλιδά, ξανά και ξανά. Κι είχα πολλά ακόμα να μάθω από την Carly Simon.