Χάρτης 8 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-8/afierwma/o-mporxes-einai-edw
Με τον Νάσο Β. είμαστε πολύ καλοί φίλοι και η φιλία μας χρονολογείται από τον καιρό που σπουδάζαμε μαζί στο Πανεπιστήμιο, παρόλο που ακολουθούσαμε διαφορετικό κύκλο σπουδών. Είχα κρυφό καημό να σπουδάσω φιλολογία, η τύχη όμως το έφερε να πέσω στις θετικές επιστήμες, μα όταν μου δινόταν η ευκαιρία, τρύπωνα σε φιλολογικούς κύκλους και διάβαζα κανένα πεζό ή κανένα ποίημα που έγραφα.
Γνωριστήκαμε ένα πρωινό, στο καφενείο που είναι απέναντι από το Παλαιό Χημείο, στην οδό Σόλωνος, κάτω από παράξενες συνθήκες. Μόλις είχα τελειώσει την παρακολούθηση κάποιου μαθήματος στο αμφιθέατρο, κατέβηκα τα ατελείωτα σκαλιά του, πήρα χαρτομάντιλα από το ψιλικατζίδικο, τα άνοιξα, κρατούσα ένα στο χέρι και ήμουν έτοιμος να μπω στο καφενείο, κρατώντας, μάλιστα, κι ένα μονό πακέτο τσιγάρα Kαρέλια φίλτρο. Οι πιο πολλοί φοιτητές κάπνιζαν τότε Kαρέλια φίλτρο για έναν πολύ σημαντικό λόγο: ήταν φτηνά. Εκείνη τη στιγμή, έβγαινε φουριόζος από το καφενείο κάποιος, που αργότερα έμαθα πως λεγόταν Νάσος Β., μου άρπαξε το μαντήλι από το χέρι και σκούπισε το παπούτσι του. Θύμωσα γιατί μου είχε πέσει το πακέτο με τα τσιγάρα. Έσκυψα να το πάρω και μόλις σηκώθηκα αυτός ο άγνωστος με έπαιρνε από το μπράτσο και πριν ακόμα συνέλθω από την έκπληξη, προσπαθούσε να δικαιολογηθεί, ζητώντας μου συγνώμη. Μέσα στο καφενείο ακούγονταν γέλια, και κάποιος, κάπως αγριεμένα, απάγγελλε ένα ποίημα. Πρόσεξα μόνο πως είχε αναφερθεί το όνομα του Βάρναλη. Δεν ξέρω ποιος τρελός ήταν, πάντως άκουσα καθαρά «Βάρναλης, ο Βάρναλης ...ο μεγάλος!». Μαλάκωσε η όψη μου και πρότεινα να πάμε για καφέ πιο κάτω: Πήγαμε στη γωνία Μαυρομιχάλη και Ναβαρίνου κι εκεί ανακαλύψαμε πως μέναμε στην ίδια γειτονιά. Η γνωριμία μας στη συνέχεια κατέληξε σε φιλία.
Πέρασαν πολλά χρόνια, οι δρόμοι μας δυστυχώς χώρισαν, αλλά συνεχίζαμε να έχουμε κάποια επαφή. Την τελευταία φορά που μου τηλεφώνησε, μου μιλούσε μόνο για τον Μπόρχες. «Ο Μπόρχες είναι κοντά μας, αύριο Μυκήνες και μετά Κωνσταντινούπολη. Τι τύχη, τον συνάντησα στην Πανεπιστημίου. Μιλήσαμε. Ήταν μαζί του η Μαρία». «Ποια Μαρία;» ήταν η έκπληξή μου. «Η Κοντάμα» απάντησε σχεδόν θυμωμένα. Δεν γνωρίζεις τη Μαρία; Ξεροκατάπια. Ο Νάσος ήξερε πως κάτι γράφω κι εγώ, πολλές φορές συζητούσαμε για τον Μπόρχες και διαφωνούσαμε σε πολλά σημεία. «Τι ρώτησες;» είπα, έτσι για να προχωρήσει η συζήτηση. «Πώς του φάνηκε η Ελλάδα» απάντησε. Ήταν η δική μου σειρά να θυμώσω. «Νάσο μου, τι περίμενες δηλαδή να απαντήσει ο άνθρωπος; Τι ερώτηση είναι αυτή που του έκανες;». «Δεν ξέρω, τα έχασα, με είχε ρωτήσει ο Ηλίας αν ζούσε o Μπόρχες κι εγώ τον είδα στον καθρέφτη του καφενείου, εκείνη ακριβώς τη στιγμή! Αλλά τώρα που το λες, σκέφτομαι τα καμάκια στην πλατεία Συντάγματος, και τις ερωτήσεις που κάνουν στις τουρίστριες. Πότε ήρθες; Πότε θα φύγεις; Πώς σου φάνηκε η Ελλάδα;». Επιφανειακά πράγματα. Ανούσια. Η συνομιλία μας διακόπηκε σχεδόν απότομα. Σκεφτόμουν αν είχα στεναχωρήσει τον Νάσο.
Ήθελα να τον γνωρίσω κι έτσι την άλλη μέρα πέταξα για την Αθήνα και τράβηξα κατευθείαν στα Εξάρχεια. Ο Νάσος με περίμενε. «Γρήγορα» είπε «να τον προλάβουμε». Θα τον ρωτήσω για τον Καβάφη. Είχαμε τόσα χρόνια να συναντηθούμε κι ούτε την τυπική ερώτηση αν είχα καλό ταξίδι δεν ακούστηκε από το στόμα του∙ είχε το μυαλό του στον Μπόρχες. Πάντως, τον Μπόρχες εκείνη την ημέρα, δεν τον συναντήσαμε. Δεν ήταν εύκολο. Έφυγα απογοητευμένος από την Αθήνα λίγο μετά το μεσημέρι, αφού γευματίσαμε στου «Ρόμπου», τέρμα Ζωοδόχου Πηγής.
Χωρίς να γνωρίζει κανένας τίποτα, την άλλη μέρα έφυγα. Πέταξα μόνος μου για την Κωνσταντινούπολη και συνάντησα τον Μπόρχες. Η συνάντησή μας ήταν πολύ απλή. Στην αρχή τα έχασα κι εγώ, ύστερα όμως πήρα θάρρος, και του ακούμπησα στα χέρια τα κείμενά μου. Ο Μπόρχες τα πήρε, τα φυλλομετρούσε και η Μαρία Κοντάμα γελούσε συνέχεια (για ποιο λόγο άραγε;). Τα ψαχούλεψε λίγο και μετά μου τα έδωσε πίσω χωρίς να με κοιτάζει και χωρίς να μου πει μια λέξη. Ήμουν εντελώς συγχυσμένος. Στο μυαλό μου ήρθε ο μεγαλύτερος Διδάσκαλος της προφορικής διδασκαλίας∙ ποτέ δεν μάθαμε τι έγραψε στη γη εκείνη την ημέρα, όταν τον ρώτησαν αν συμφωνεί να λιθοβολήσουν τη μοιχαλίδα. Κάτι ψέλλισα χαιρετώντας τους κι αποχώρησα. Λίγο πιο κάτω πέταξα τα χειρόγραφά μου στα σκουπίδια. Επειγόντως έπρεπε να μάθω ισπανικά.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Όταν γράφτηκε το πιο πάνω κείμενο, φυσικά δεν γνώριζα τον κύριο Β. Ούτε είχα διαβάσει τίποτα δικό του, εκτός από ένα μικρό κείμενο στο περιοδικό Χάρτης κι αυτό δεν θυμόμουνα αν ήταν δικό του. Το μόνο που γνώριζα, ήταν πως την άλλη μέρα, θα έδινε στην πόλη μας μια διάλεξη για τον Μπόρχες. Τον Μπόρχες, ως τότε, δεν τον είχα διαβάσει εκτός από λίγες σελίδες του Βιβλίου της Άμμου. Εκείνες τις μέρες έγραφα κάτι διηγήματα, που κάθε άλλο παρά μπορχικά ήταν. Με τη συμβουλή του φίλου μου του Φοίβου, δοκίμασα να γράψω μια δική μου πραγματική ιστορία με διαφορετικό τρόπο και έτσι βγήκε το πιο πάνω κείμενο. Φυσικά, στο τέλος του κειμένου δεν έγραψα όλη την αλήθεια στη συνάντησή μου με τον Μπόρχες, από φόβο πως κανένας δεν θα με πίστευε. Στην πραγματικότητα με είχε ρωτήσει από που είμαι, και όταν του απάντησα πως είμαι από την Κύπρο, κάτι είπαν μεταξύ τους στα ισπανικά και μου ανακοίνωσαν αμέσως πως έχουν πρόθεση να επισκεφτούν το νησί εκτός προγράμματος. Ήταν μεγάλη η χαρά μου που τους υποδέχτηκα τρεις μέρες μετά στο αεροδρόμιο. Κοντά στο αεροδρόμιο είναι η Αλυκή και εκείνες τις ημέρες γινόταν κάτι σαν πανηγύρι, γιατί ο κόσμος έτρεχε να δει τους κύκνους που είχαν να επισκεφθούν το νησί εβδομήντα έξι ολόκληρα χρόνια. Σταματήσαμε για λίγο, μια γριά μάλιστα, πρόσφερε λασμαρί στον Μπόρχες και αυτό τον κατασυγκίνησε.
Θα έρθω όμως στην ιστορία μου. Τον κύριο Β., λοιπόν, τον γνώρισα την επόμενη μέρα που έγραψα το κείμενο, λίγα λεπτά πριν από τη διάλεξη. Του το έδωσα και μόλις διάβασε βιαστικά και διαγωνίως την πρώτη σελίδα, μου ζήτησε συγνώμη που δεν μπορούσε να με θυμηθεί, εγώ δεν είπα τίποτα ‒γιατί αυτά που έγραφα ήταν όλα της φαντασίας μου‒ και φύγαμε για τη διάλεξη. Όταν τελειώσαμε, πήγαμε όλοι μαζί η παρέα, δέκα-δεκαπέντε άτομα περίπου, σε μια ταβέρνα εκεί κοντά και αμέσως με ρώτησε πώς ήξερα πως το 1963 ήταν στο Πανεπιστήμιο. Εκπλάγηκα γιατί εγώ είχα γράψει 1960. Η Μιράντα που είχε χτυπήσει το κείμενο είχε κάνει λάθος κι εγώ στην Αθήνα, είχα πάει προς το τέλος της δεκαετίας του ’70. Πάντως, μυρίζει λίγο «Ρόμπο» αυτή η ταβέρνα, είπε ο Φοίβος, που είχε διαβάσει το κείμενο, έτσι είναι τώρα μετά την κατεδάφιση. Ο κύριος Β. με ρώτησε πού έμενα στην Αθήνα. Ήταν πολύ εκπληκτικό που ανακαλύψαμε πως πραγματικά μέναμε στην ίδια γειτονιά, στον ίδιο δρόμο και πηγαίναμε στου «Ρόμπου», μόνο που αυτό γινόταν σε διαφορετικό χρόνο. Ό,τι είχα γράψει βγήκαν αληθινά! Δηλαδή δεν μπόρεσα να γράψω ούτε δυο μπορχικές σελίδες! Ο Φοίβος όμως, έκπληκτος, είπε: «Το μόνο που μένει τώρα είναι ν’ ανοίξει η πόρτα και να μπει ο Μπόρχες». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνέβηκε κάτι εκπληκτικό: ακούστηκε ένα «τσακ» και άνοιξε η νικελένια πόρτα της ταβέρνας.
Γυρίσαμε όλοι το κεφάλι μας προς τα κει. «Ο ... Μπόρχες» ανακοίνωσε ο Φοίβος, χαμογελώντας και κλείνοντάς μου το μάτι. Δεν ήταν ο Μπόρχες, βέβαια, αλλά ο κύριος Κίτσος Μακρής, που έτυχε να βρίσκεται στη Λάρνακα και πλησίαζε στο τραπέζι μας, γιατί είχε αναγνωρίσει κάποιους από την παρέα μας.
Ενώ ο κύριος Μακρής χαιρετούσε με χειραψία κάποιους στην άλλη άκρη του τραπεζιού, ο Γιώργος, ένας νεαρός της παρέας, με κοίταξε με απορία και έκπληξη. Μόλις είχε επιστρέψει από τη Ρωσία όπου είχε σπουδάσει και προσπαθούσε να προσανατολιστεί στους φιλολογικούς κύκλους της Λάρνακας. «Θεέ μου, θα τρελαθώ», μονολόγησε. «Δεν το πιστεύω! Ο Μπόρχες είναι εδώ!».