Χάρτης 7 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-7/pyxides/mikrh-klimaka-mhleba-anastasiadoy-giannhs-goraniths-kimwn-oeodwroy-eyrydikh-nikhta
H στήλη αυτή θα προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«Aυτό δεν είναι τόπος»
Δεν είναι καιρός για παιχνίδια, μου λέει ο πατέρας, κουνώντας το δάχτυλο, χαϊδεύοντας με το άλλο του χέρι τα μαλλιά μου, προσπαθώντας να ακουστεί περισσότερο ενθαρρυντικός παρά επικριτικός. Θέλω μόνο να βλέπω τις τουλίπες να ανθίζουν, να ξαπλώνω δίπλα τους και να τις φροντίζω, αλλά τελικά κάθομαι στην κούνια της αυλής και ταλαντεύομαι στο χρόνο.
Αυτός δεν είναι τρόπος, μου λέει. Σκύβω το κεφάλι, αναγνωρίζοντας την ήττα μου. Με δυσκολία κρύβει την περιφρόνησή του. Με ήθελε μαχητή, κανονικό στρατιώτη, έτοιμο για την επόμενη μάχη. Δεν είμαι όμως παρά ένας φροντιστής λουλουδιών.
Αυτός δεν είναι τόπος για όνειρα, μου λέει. Τα δάκρυα μου ξέφευγαν παλιά, αλλά τώρα οι κραυγές μου είναι σιωπηλές. Τις καταπίνω σαν άγευστο φαγητό. Δεν θα γίνω ποτέ πιο ικανός απ’ όσο είμαι τώρα. Έχω ανθίσει πια. Όπως οι τουλίπες στον κήπο.
Δεν είσαι ο γιος που ήθελα, εννοεί, χωρίς να μιλάει. Θα προτιμούσα να ξαπλώσω δίπλα στις τουλίπες, αλλά είμαι καταδικασμένος να ταλαντεύομαι για πάντα στην κούνια της αυλής, μπρος πίσω, αναποφάσιστος, διχασμένος ανάμεσα στο χώμα και τον ουρανό. Τούτος ο χώρος ενδιάμεσα είναι ο τόπος που ανήκω. Κι εκείνος κάθεται δίπλα μου και ταλαντεύεται με άλλο ρυθμό και παίρνει φόρα για άλλη μια φορά, μήπως αγγίξει τον ουρανό, μήπως φτάσει τα αστέρια και συναντήσει τα φανταστικά του παιδιά.
Δεν είναι ο κόσμος αυτός φτιαγμένος για μας, μου λέει ηττημένος. Συνεχίζουμε μαζί τα πέρα δώθε, χέρι χέρι, κι εκείνος κοιτάει πάντα ψηλά, ενώ το βλέμμα μου είναι στραμμένο κάτω, στις τουλίπες.
Η Εύα πυροδότησε τις μηχανές. Η τελευταία απογείωση, σκέφτηκε. Η σκέψη αλλόκοτη, αλλά ακριβής: επέβαιναν στο τελευταίο σκάφος που θα εκτοξευόταν ποτέ από τη Γη. «Έτοιμος;» ρώτησε. Εκείνος δεν απάντησε καν. «Μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά» είπε η Εύα. Ξεκίνησε να μετρά αντίστροφα – δεν υπήρχε άλλωστε κάποιος στον πύργο ελέγχου. Οι δυο τους εγκατέλειπαν τελευταίοι το κοσμοδρόμιο. Όσοι δεν είχαν εξασφαλίσει θέση στα διαστημικά λεωφορεία, στοιβάχτηκαν στα καταφύγια. Άλλοι για να μη ζήσουν μόνοι το τέλος, άλλοι αναμένοντας ένα θαύμα εξ ουρανού.
Του ανέφελου ουρανού που διέσχιζε το σκάφος. Όταν έφτασαν στη στρατόσφαιρα, ακούστηκε για πρώτη φορά η φωνή του στην ενδοσυνεννόηση: «Δεν αντέχω να βλέπω». Η Εύα κοίταξε φευγαλέα το μόνιτορ. Η πύρινη σφαίρα συνέχιζε την πορεία της προς τον γαλανό πλανήτη με το βραχύ μέλλον. «Δε θέλω να βλέπω τον τόπο μου να χάνεται» συνέχισε εκείνος πνίγοντας έναν λυγμό. «Δεν είναι αυτός ο τόπος μας» είπε η Εύα και τον κοίταξε κατάματα. «Αυτό δεν είναι τόπος. Σε λίγο δεν θα υπάρχει καν», και έσφιξε το πηδάλιο.
Εκείνος κοίταξε κάτω. Αντί απάντησης, ακούστηκε το αναφιλητό του. Η βαρύτητα όμως δεν άφηνε τα δάκρυα να κυλήσουν. Φώλιαζαν στα μάτια του σαν υγρές υπομνήσεις της ανεπανόρθωτης απώλειας. «Μην κοιτάς πίσω» είπε η Εύα. «Δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε το παρελθόν. Μπορούμε όμως να καθορίσουμε το μέλλον. Μπορούμε να αναβιώσουμε τη ζωή». Του χάιδεψε το μάγουλο, και με ένα μαντήλι του έδειξε πώς σκουπίζουν τα δάκρυα στο διάστημα. «Οι δυο μας, Αδάμ. Οι δυο μας».
Γύρισε απόγευμα. Φώναξε το όνομά της. Εφτά φορές. Πουθενά. Στο τραπέζι της κουζίνας μια κάρτα μαγαζιού νυφικών. Μάλωσαν άπειρες φορές, αυτός δεν ήθελε γάμο, αυτή ήθελε να ζήσει το όνειρο της εκκλησιάς, έτσι της έλεγε. Δεν το σκέφτηκε αμέσως, αλλά την επομένη: πέρασε από το μαγαζί και την είδε να ποζάρει στα άσπρα ακίνητη. Μπήκε μέσα, έκανε φασαρία, φώναξαν την αστυνομία. Τον έβγαλαν τρελό που μιλούσε σε μια πλαστική κούκλα. Μετά τα μεσάνυχτα πήγε ξανά, αυτή μέσα από το τζάμι. Δεν εννοούσα να βρεις τέτοια δουλειά όταν έλεγα είσαι πολυέξοδη, άρχισε να της μιλά. Σκέφτηκε ότι του το έκανε για εκδίκηση. Εγώ αν με αγαπάς θα έρχομαι, θα σου μιλώ κάθε βράδυ. Έτσι έγινε και περίμενε πότε θα του κάνει νεύμα ότι τον θέλει για να την κλέψει. Μα δεν έλεγε να δώσει σημάδι, κοιτούσε μονάχα παγερά, ενίοτε με απορία. Περνούσε ο καιρός. Έχανε την υπομονή του. Ήξερε ότι τον άκουγε. Θέλεις να καταλήξεις στον κουκλοπαράδεισο; τη ρώτησε μια φορά. Εκεί πηγαίνουν οι κούκλες όταν γερνούν και τις αποσύρουν, είπε. Είναι μια συνοικία στις παρυφές της πόλης. Ζουν σε κουκλόσπιτα. Έχουν τηλεόραση συνδρομητική. Σέρνουν καρότσια στη λαϊκή με λαστιχένια φρούτα. Τις Κυριακές καλούν παρέα για φαγητό. Δεν είναι αυτό τόπος, μουρμούρισε, δε φτιάχτηκε για εμάς η πλαστικογή. Κάνε ένα νεύμα και θα σε πάρω να φύγουμε, οπουδήποτε. Θα ζήσουμε εμείς καλά και οι άλλες κούκλες καλύτερα. Καθώς συνέχιζε τον καημό του, ένα τουρτουριασμένο ξημέρωμα, μαρμάρωσε κι αυτός, από το κρύο. Έμεινε να στέκεται στην έξω πλευρά της βιτρίνας.
Φτάσαμε ξημερώματα με καλό καιρό. Η αδερφή μου, η Δέσποινα, κοιμόταν ακόμη με το κεφάλι στα πόδια μου, εγώ είχα τόσο πιαστεί στον ελάχιστο χώρο μεταξύ του καθρέφτη και του ξύλινου αμπαριού που δεν τα ένιωθα. Να ’χε, άραγε, ήλιο; Πάντως σίγουρα δε φυσούσε, γιατί αλλιώς θα μάζευα τους εμετούς της. Στο σπίτι είχε πάντα ήλιο, όπως προχτές, πριν αρχίσουν οι φωτιές, μετά όλα γκρι, έβηχαν και ξερνούσαν άνθρωποι και τοίχοι. Μας έχωσαν εδώ κάτω με το ζόρι, δεν πρόλαβα να πάρω ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια, αρώματα, κοσμήματα. Μα τι λέω; Εδώ δεν πήραμε μαζί μας τη Θεοδώρα και τη Μαρίτσα, τα πράγματα μας μάραναν. Μας χώρισαν κακήν κακώς στο λιμάνι, δε χωρούσαν άλλοι, μα ένα κλαράκι η καθεμιά ήταν, αγκαλιά θα τις παίρναμε. Έλυσαν τους κάβους κι αυτές μάς κοιτούσαν που φεύγαμε. Η μάνα έτρεμε.
«Θησαυρέ μου, την αδερφή σου και τα μάτια σου! Αυτός δεν είναι τόπος πια για κορίτσια της προκοπής μόνα τους».
«Κι εσύ μανούλα, εσύ, εδώ, κουλουριάσου μαζί μας… Φοβάμαι, μάνα. Μάνα, φοβάμαι, φοβάμαι».
«Σώπα, αστέρι μου…».
Κοιμήσου και παρήγγειλα
Στην Πόλη τα προικιά σου
Στη Σμύρνη τα κοσμήματα
Και τα χρυσαφικά σου
«Έτσι, να κοιμηθεί η μικρή, θα βρω τον πατέρα σας», είπε κι εξαφανίστηκε στην ξύλινη σκάλα του καραβιού.
Στα τόσα σπίτια που άλλαξα, πάντα μόνο έναν καθρέφτη είχαμε στο μπάνιο, στο ύψος του Στράτου για να ξυρίζεται. Έφτανε που καθρεφτίζονταν στη μνήμη μου –μέρα νύχτα– δυο ιδρωμένα κλαράκια μπροστά απ’ το καμένο φως.