Χάρτης 7 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-7/biblia/kaleidoskopio-h-kibwtos
Δημήτρης Χαρίτος, Τα τριακόσια εξήντα πέντε και το ένα για τα δίσεχτα χρόνια (Ιδιωτική μυθολογία), Κίχλη 2017
*
Ο όρος «ανάλυση εικόνας» αναφέρεται στο πλήθος των εικονοστοιχείων από τα οποία αποτελείται μια ψηφιακή εικόνα. Ένα εικονοστοιχείο (pixel) είναι η μικρότερη μονάδα που αποτελεί την εικόνα και ορίζει την αναπαραγωγή της σε μια οθόνη, υποδιαιρώντας την, εν είδει ψηφιδωτού, σε έναν δισδιάστατο πίνακα με γραμμές και στήλες. Κάθε «κελί» του πίνακα είναι ένα εικονοστοιχείο, το πλήθος των οποίων το ανθρώπινο μάτι αδυνατεί να διακρίνει ξεχωριστά, αντιλαμβάνεται ωστόσο την εικόνα ως ενιαίο σύνολο.
«Ένας άνθρωπος», γράφει ο Μπόρχες στον επίλογο της συλλογής πεζών και ποιημάτων του Εl Ηacedor (O Ποιητής), «βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα και ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του».
Ένας ποιητής, ο Δημήτρης Χαρίτος, βάζει σκοπό της ζωής του να σχηματίσει ακέραιη την εικόνα του προσώπου του. Μπαίνει σε σκοτεινές αίθουσες κινηματογράφου για χρόνια πολλά, και μπαίνει και σε οθόνες κινηματογράφου για άλλα τόσα, και κρυφακούει τους ηθοποιούς να μιλάνε στον ύπνο τους, τον σκηνοθέτη να τους καθοδηγεί, και μετά βγαίνει από αυτές τις αίθουσες και μπαίνει σε κείμενα για να μιλήσει για ταινίες, και βγαίνει από τα κείμενα και διαβάζει ποίηση και ανοίγει σελίδες λευκές και τις γεμίζει ποίηση, και ταξιδεύει για τις ταινίες και τα ντοκιμαντέρ, και έπειτα μας ταξιδεύει με λέξεις-ταινίες, μήκους μικρού αλλά βάθους μεγάλου, και γράφει για τους «Άφαντους» της Σαντορίνης και ακολουθεί καταπόδας τους πιστούς της ποίησης και του Έρωτα, και κάπου εκεί ανάμεσα στο πλήθος παίρνει το μάτι του τον εαυτό του, τον πιάνει στην αρπάγη της γραφής και τον καθίζει στο σκαμνί για να ομολογήσει. Μίλα, του λέει. Μα τα είπα όλα, του αποκρίνεται, όλα. Τόσα βιβλία, τόσες κριτικές, τόσα ποιήματα. Δεν έχω τι άλλο να πω, πέρασαν και τα χρόνια. Εκείνος όμως δεν τον αφήνει απ’ τον γιακά και επιμένει. Θυμήσου, του λέει επιτακτικά, θυμήσου καλά. Έχεις και άλλα, ψάξε. Κι αυτός δυσφορώντας ανοίγει συρτάρια και κατεβάζει τα ράφια, ψάχνει κιτάπια και σημειώσεις, χάρτες ταξιδιωτικούς και διαφημιστικά ξενοδοχείων. Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε τηλεφωνικές ατζέντες και άλμπουμ φωτογραφιών, προγράμματα φεστιβάλ και εισιτήρια, τον περιμένει μια εκκρεμότητα χρόνων. Ένα ημερολόγιο λεύκωμα από το Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης, όπου στις σελίδες του παρελαύνουν σημειώσεις δικές του στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου αντάρτικου στην καθημερινότητα. Σημειώσεις που έγραφε και ύστερα τις ξεχνούσε. Εκείνες όμως είχαν άλλες βλέψεις. Να ζήσουν μια δεύτερη ζωή μετακομίζοντας στην ασφαλή επιφάνεια ενός βιβλίου.
Με τον τίτλο «Τα τριακόσια εξήντα πέντε και το ένα για τα δίσεχτα χρόνια» μένει ένα κενό ασαφές, αν πρόκειται δηλαδή για τα δίσεχτα χρόνια που πέρασε ο συγγραφέας ή αν η συγκεκριμένη συλλογή, δίκην κληροδοτήματος, συνιστά πράξη γενναιοδωρίας και ευγένειας κάποιου που έπαθε και τώρα ξέρει, και ως εκ τούτου συνταγογραφεί για όλους εμάς ξόρκια και γιατρικά ενόψει της ξηρασίας που προέβλεψε για το μέλλον μας ο Μιχάλης Κατσαρός.
Η συλλογή με τη συγκομιδή 366 ποιητικών και όχι μόνο καταθέσεων, μοιρασμένη σε τέσσερις εποχές κατ’ αντιστοιχίαν του βιολογικού κύκλου της ζωής, έρχεται να μιλήσει αποσπασματικά και ακαριαία για τον έρωτα της ζωής, τον έρωτα του έρωτα και τον έρωτα της ποίησης. Απόπειρες και υπαινιγμοί, πικρές διαπιστώσεις και καίριοι ορισμοί αποφθεγματικοί συνιστούν το πλαίσιο όπου ιχνογραφείται ακέραιη η μορφή με όλα τα 366 πίξελ εντεταλμένα να αποδώσουν το σύνολο που δεν είναι σε καμία περίπτωση εικόνα αλλά πρόσωπο.
Η ποίηση και η γραφή της, με άλλα λόγια οι γυμνοί τρόποι με τους οποίους καλούμαστε να την πλησιάσουμε, τον απασχολεί σε ένα μεγάλο μέρος των διάσπαρτων σημειώσεων, όπου οι διερωτήσεις και οι διαπιστώσεις δεν αποφαίνονται αλλά μάλλον διατυπώνουν ακόμα πιο αναλυτικά το ερώτημα.
Έτσι λοιπόν, θίγοντας το θέμα των τίτλων των ποιημάτων αναρωτιέται αν κάποτε παραπλανούν, αν κάποτε συστήνουν κι αν είναι φορές που δεν έχουν καμία σχέση με το ποίημα. Ωστόσο είναι διάχυτη η αγωνία του για την ορθή υπηρέτηση του στίχου, κάτι που τον ωθεί να ομολογήσει με ειλικρίνεια πως είναι δύσκολη η πρόσβαση στο ιερό της. Μάλιστα, ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται τις διαπιστώσεις για το θέμα, επιλέγει να έχει μια φαινομενική ελαφράδα, ύφους παιγνιώδους και ενίοτε αυτοσαρκαστικού. Κάτι που οπωσδήποτε υποδηλώνει τη σεβαστική σχέση του με το άβατο της ποίησης η οποία αντιστέκεται στις επελάσεις ευκολίας και στις προσεγγίσεις μανιέρας που κάνουν τον ήχο της κίβδηλο και παραποιημένο. Κι άλλωστε γίνεται ποτέ να τραγουδήσεις με αηδόνια δανεικά;
Άσε που, όπως γράφει,
Το ποίημα […] λογίζεται σωστό / Μοναχά απ’ την απόγνωση / Που φωλιάζει / Στα σπλάχνα του / Κι από τη δόση / Που ο θάνατος / Τ’ ορμήνεψε [28].
Γνωρίζει, συνεπώς, καλά ο Χαρίτος ότι η ποίηση δεν είναι περίπατος, αλλά πόλεμος, αφού είναι άλλο με ήχους να πολεμάς / Κι άλλο με λέξεις. / Με τους ήχους μπορεί και να νικάς / Με τις λέξεις, όμως / Ή θα νικιέσαι, ή θα φυγομαχείς / Τόσο συχνά που μοιάζει με πάντοτε.
Η πρόταση βέβαια αναφορικά με την ποίηση είναι η προσέγγιση του αγνώστου με έναν τρόπο ανάλογο της ομοιοπαθητικής. Το άγνωστο δηλαδή μόνο με το άγνωστο, με λέξεις άγνωστες πρέπει να προσεγγίζεται. Μια αποκαλυπτική και απόλυτα ακριβής κατά την άποψή μου πρόταση που απαιτεί μιαν άλλη ανακαινισμένη και ίσως παρθενική γλώσσα, προκειμένου να αποδοθεί το ολοκαίνουργιο νόημα που βέβαια πάντοτε θα μας διαφεύγει. Φευγαλέο πέταγμα πεταλούδας η ποίηση; Κι αν είσαι τυχερός κάποτε να την πιάσεις; Ε, τότε θα έχεις ήδη βυθιστεί σε σκοτεινό πηγάδι που μάλιστα θα καλείσαι, αν και τυφλός, να το περιγράψεις.
Γράφω / Κοιτάζοντας / Το γραφτό / Ωσάν αόμματος / που γλίστρησε / Κι έπεσε / Στο κατάβαθο / Θεοσκότεινο / Μέσα του [208].
Όταν το 1983 ο Ορέστης Αλεξάκης έγραφε στη συλλογή του Η λάμψη το ποίημα με τον τίτλο «Αισθητική», σημείωνε για τους τρόπους με τους οποίους γράφεται η ποίηση:
Με την πυκνότητα της πέτρας ή του σίδερου // ή και του ακόμα πιο πυκνού / θανάτου.
Γράφει ο Χαρίτος:
Αυτός δεν είναι στίχος / Είναι λυγμός / Που μέχρι κι ο θάνατος / Θα τον ζήλευε [241].
Και όταν αυτό δεν συμβαίνει, και η ποίηση αντιμετωπίζεται διεκπεραιωτικά και με βιάση από τους αδαείς και υπερφίαλους, απ’ τους μινόρε, όπως τους λέει, ποιητές, τότε ο Χαρίτος αγανακτεί και αποφαίνεται:
Όχι, Όχι! Δεν αυτοκτόνησε ο ποιητής / Εκ προμελέτης τον δολοφόνησε η ποίηση [244] κι αλλού: Διαβάζοντας κάποιων νέων ποιητών τα ποιήματα / Έχω την αίσθηση ότι επιταχύνονται τα γερατειά μου [247].
Γιατί η ποίηση είναι η μόνη ελεύθερη, μιας και η ελευθερία της συνίσταται στη σθεναρή αντίστασή της στην ευκολία. Ο Χαρίτος το γνωρίζει αυτό και, αντιστεκόμενος στα κυκλώματα των δοσοληψιών και του ακκίσματος, συνειδητοποιεί πως δε γράφουμε ποιήματα ούτε για εμάς ούτε και για τους άλλους αλλά για τους νεκρούς. Προφανώς γιατί είναι οι μόνοι που αντίκρισαν πλήρη την εικόνα και άρα έχουν όλη τη γνώση, ακόμη και του αντιπρανούς, που όσο ζούμε απλώς εικάζουμε και γράφοντας ποιήματα κάπως σκιαγραφούμε. Με άλλα λόγια η ποίηση δεν πρέπει να είναι τίποτα λιγότερο, όπως σημειώνει, από τη μαστοριά / Να μαγειρεύεις με λέξεις λιγοθυμιά [332].
Μέσα από τα φραγμέντα των καλειδοσκοπικών του συλλήψεων ο Χαρίτος συλλέγει τα αποκόμματα των σκέψεών του και μας τα εμπιστεύεται, αφήνοντάς τα να κυλήσουν σαν κέρματα ήχων που διαπερνούν το παραβάν της εξομολόγησης, λες και κάποιος τον παρότρυνε να μας τα πει όλα, όχι βέβαια για να συγχωρεθεί ο ίδιος αλλά γιατί απλώς έχει αποφασίσει να πάει από την πλευρά της γυμνής αλήθειας που δεν μασά τα λόγια της, αλλά άφοβα εκθέτει και εκτίθεται. Και τότε αποφασίζει να δει τη ζωή του όλη σαν έργο κινηματογραφικό, κι ας διατείνεται ο Παλλαδάς: Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον, εκείνος επιλέγει να μη μιλήσει με όρους θεατρικούς αλλά του σινεμά που τόσο καλά κατέχει. Θα πει λοιπόν:
1. Μοιάζω με κινηματογράφο γιαπωνέζικο / Μέσα στα γκρίζα μου τα ρούχα / Και τις κοφτές, νευρωσικές κινήσεις μου [48]
2. Δεν είναι μόνο που δεν έχεις καθρέφτη / Να κοιταχτούμε στο μέλλον / Έστω και σαν ασπρόμαυρη παλιομοδίτικη ταινία
3. Με την καθοδήγηση του έμπειρου σκηνοθέτη / Ολολύζω πάνω από το ίδιο μου το πτώμα / Με τη ματαιόδοξη ελπίδα να διασώσω / Ό,τι προλάβω από την υστεροφημία μου [279]
4. Τ’ απομεσήμερα επιστρέφω στο σπίτι / Κουβαλώντας το κορμί μου καθώς σακούλα πλαστική, / Γεμάτη κατάλοιπα ευσυνείδητης εργατικότητας./ Τα πλέγματα των νευρώνων μου / Μήτε εκπέμπουν μήτε δέχονται μηνύματα / Και τα κόκαλά μου σωλήνες που μέσα τους / Αντί για μεδούλι ελπίδας / Πήζει γλοιώδες έκκριμα υπαλληλίας. / Μοιάζω με χειμερινή αίθουσα κινηματογράφου / Από καιρό κλειστή, σ’ αναμονή κατεδάφισης [179]
Στις σελίδες του λοιπόν κυκλοφορούν διάσημοι πρωταγωνιστές προπολεμικών ταινιών γουέστερν, βηματίζουν η Χέντυ Λαμάρ και η Ντόροθυ Λαμούρ, πρωταγωνίστριες του αμερικανικού κινηματογράφου του ’30 και του ’40, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η μουσική του Παναγιώτη Τούντα, ο Μίμης Κοντός, ο Χρίστος Καρράς, ο Κώστας Τσόκλης και ο Μόραλης, ο Χρίστος Βακαλόπουλος, ο Κουβανός μυθιστοριογράφος Αρένας, ο Έλιοτ και ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Καβάφης και η Νανά Ησαΐα, ο Παζολίνι, ο Μάλερ και ο Στράτος Διονυσίου. Ακολουθούν η Σαντορίνη, η Ύδρα και η Αθήνα, η Σαλονίκη και η Βοσνία, η Παναγία η Μουχλιώτισσα και το εκκλησάκι του Αγίου Θαλέλαιου στην Πάρο.
Μήπως η «Ιδιωτική μυθολογία» δεν είναι καλειδοσκόπιο αλλά κιβωτός που διασώζει όσα κατέλαβαν στη μνήμη του στασίδι ιερό για χρόνια; Κι ο έρωτας; Τι λέει γι’ αυτόν ο απολογισμός; Τώρα που τραβήχτηκε η γραμμή κάτω από την πρόσθεση, ή μήπως είναι αφαίρεση, ποιο είναι άραγε το πρόσημο; Ένας λόγος διάχυτης ειρωνείας και αυτοσαρκασμού με διάθεση απογραφής των πεπραγμένων –συνειδητών και ερήμην του– παρελαύνει και αποφαίνεται για τον έρωτα και το σαράκι της καθημερινότητας που κατατρώει την επιθυμία. Γιατί κάποτε στεγνώνει το αηδόνι και ολοένα συρρικνώνεται το κλουβί της ύπαρξης.
Ο Χαρίτος εντούτοις δεν μεμψιμοιρεί και δεν παραπονιέται. Άλλωστε η τράπουλα κατά πάσα πιθανότητα ήταν σημαδεμένη. Απλώς με γενναιότητα διαπιστώνει τη φυσική παρακμή, τιμά το ερώμενο πρόσωπο και δεν τυμβωρυχεί στην αγάπη. Θυμάται αφίξεις, αποχαιρετισμούς και προδοσίες, σώματα ερωτικά και τώρα γερασμένα, νυχτικιές φιδοπουκάμισα με το ερπετό της απιστίας να φωλιάζει πάντα στον λογισμό. Όμως εκείνο που ανεξίτηλο διασώζεται στη μνήμη του είναι η συγκινητική άνθηση του απροσδόκητου έτσι όπως μας αιφνιδιάζει στο ακόλουθο κινηματογραφικό τετράστιχο, στο οποίο ο φακός από το μεγάλο πλάνο της ταβέρνας ζουμάρει αριστοτεχνικά στην ερωτική λεπτομέρεια:
Σουπιές γιαχνί με σπανάκι / Και μπάσταρδη ρετσίνα στου «Κεφαλλονίτη»· / (Η μνήμη μου διέσωσε τον ολότελα δικό σου / τρόπο που κρατούσες το ποτήρι.) [65]
Μια ήρεμη στοχαστική κατακλείδα όλη η ιδιωτική μυθολογία του Χαρίτου, ένας απολογισμός που περιέχει ευτράπελα και κωμικά, σαρκαστικούς σχολιασμούς και σοφά επιγράμματα, ποιήματα πεζολογικού χαρακτήρα τολμηρά και διεισδυτικά σ’ εκείνα τα σκουριασμένα απογεύματα της καθημερινής ζωής που μάχεται με την επιθυμία και τα αδιέξοδά της, την αγωνία για το σώμα και τη διαρκή διολίσθησή του στην αδυναμία. Όμως εκείνος αντιστέκεται.
Δεν θέλω να είμαι μέρος του παιχνιδιού / Θέλω να είμαι ολάκερο το παιχνίδι. / Δεν θέλω να είμαι ο καταστραμμένος / Θέλω να είμαι η καταστροφή [160].
Παρ’ όλα αυτά γνωρίζει πως όσο κι αν το θέλει, άλλος έχει διεκδικήσει προ πολλού τη θέση του καταστροφέα, που μάλιστα, πριν να μας αφανίσει πλήρως, φθείρει. Ο χρόνος που μεταμφιεσμένος σε πρωτοχρονιά μάς αφήνει να ξεπροβοδίζουμε το φέρετρό του, ενώ στην ουσία τη δική μας έξοδο προετοιμάζει. Γράφει χρησμοδοτώντας με τόνο πικρό:
Κι Εσύ θα γιορτάζεις τα Χριστούγεννα / Παρατείνοντας όμως τη νύχτα της Παραμονής / Πλέοντας αμέριμνος στο αμνιακό Της υγρό. / Και βέβαια ανυποψίαστος για σταύρωση / Και επιτάφιο θρήνο / Όπως και για την αποκύλιση του λίθου. // Μην ανησυχείς, δεν έχει σημασία· / Όλα θα γίνονται αργότερα αναπαράσταση / Και θα τα βλέπεις [271].
Δεν είμαι σίγουρη αν όλη αυτή η εξοικείωση με το τέλος μέσω της γραφής μάς καθιστά εντέλει προετοιμασμένους. Πάντως ανάλογες καταθέσεις ψυχής και χρόνων σίγουρα διαταράσσουν τον ήσυχο ύπνο των ανυποψίαστων και μας θέτουν ενώπιον των ευθυνών μας αναφορικά με τη διαχείριση της ύπαρξης. Ματαιοπονία, θα μου πείτε, αλλά αξίζει να χάνουμε τον ύπνο μας για τα αληθινά που μας αναλογούν και όχι από τους εφιάλτες όσων μας τα στερούνε.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
Τα τριακόσια εξήντα πέντε και το ένα για τα δίσεχτα χρόνια του Δημήτρη Χαρίτου