Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/fwtografia/egkyklopaideia-gewrgioy
Το να επιχειρήσεις να μιλήσεις για τον Άρι Γεωργίου είναι σαν να προσπαθείς να δώσεις μια περίληψη της εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα (η οποία, μετά από 250 χρόνια ζωής και 4 εκατ. λήμματα στην τελευταία της έκδοση, διέκοψε πια την έντυπη ζωή της και διατίθεται μόνον διαδικτυακά), ενώ ο Γεωργίου, δηλαδή η Εγκυκλοπαίδεια Γεωργίου, είναι πιο εύκολα προσβάσιμη και σε μεγαλύτερη διαθεσιμότητα, καθώς κυκλοφορεί δίποδη ανάμεσά μας σε αυτήν την πόλη. Γίνεται να τον αποδώσεις περιληπτικά; Δεν γίνεται. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τον ξεφυλλίσεις τον Γεωργίου, δηλαδή να τον αντιμετωπίσεις ως αυτό που είναι: Ως μια σειρά από λήμματα που τον απαρτίζουν εν συνόλω. Αποφάσισα, λοιπόν, να σας διαβάσω μερικά από αυτά, ενώ αισιοδοξώ πως με το πέρασμα του χρόνου θα προλάβω, αισίως, να ολοκληρώσω τη σύνταξη και των υπόλοιπων λημμάτων της εγκυκλοπαίδειας η οποία φέρει το όνομά του.
Λήμμα πρώτο:
Έχετε προσπαθήσει να φωτογραφίσετε ένα δέντρο; Ή μία σκάλα; Αν όχι, κάν’ τε το και θα δείτε πως ενώ και τα δύο δείχνουν να ποζάρουν παθητικά, εν τούτοις είναι πολύ ζόρικα μοντέλα και καθόλου φωτογενή. Η αμηχανία θα σας γονατίσει, εκτός κι αν ονομάζεστε Άρις Γεωργίου. Ένα φωτογραφικό βιβλίο του, από τα πιο αγαπημένα μου, είναι γεμάτο με σκάλες και κλίμακες, έρημες από κόσμο, σκάλες και κλίμακες οι οποίες εκλύουν ιστορίες ανθρώπων από μέσα τους, αν λίγο αφεθείς κοιτώντας τες.
Σε μια από αυτές εικονίζεται αφ’ υψηλού, από το μπαλκόνι του πατρικού του σπιτιού, μια σκηνή δρόμου στη συμβολή των οδών Ερμού και Καρόλου Ντηλ, στα 1969. Ανάμεσα στους διαβάτες υπάρχει κι ένας που μεταφέρει μία σκάλα. Η δική μου ανάγνωση είναι πως αυτήν τη σκάλα τη μεταφέρει ο άγνωστος για να κατέβουμε εμείς εκεί μέσω αυτής, για να διολισθήσει το βλέμμα μας μέχρι κάτω εκεί στον δρόμο και να δώσει σε αυτήν τη μακρινή φιγούρα πρόσωπο και ατομική ιστορία.
Γιατί ο Γεωργίου σε όλο το έργο του είναι (ναι, θα την πω τη λέξη, κι ας μοιάζει βγαλμένη από δελτίο Τύπου του υπουργείου Πολιτισμού) είναι ανθρωποκεντρικός, εμμανής με τους ανθρώπους και την ανθρωπίλα τους, την οποία φωτογραφίζει όπου τη βρει. Όπως και στο επόμενο λήμμα:
Γράφει ο Γεωργίου:
«Αναδιφώντας τα αρνητικά μου, ξεχώρισα κάποτε μιαν εικόνα που τύπωσα επίτηδες με ένα “φλου-αρτιστίκ”, μια λήψη που κυριολεκτικά υμνεί τη μέση της Ζακελίνας, την ωραιότερη μέση του κόσμου. Τη χρησιμοποίησα σε μια μικρή εκδοσούλα με στίχους, παραθέτοντάς την πλάι σ’ ένα νεανικό ποίημα που τη μνημονεύει. Αυτό το προσωπικό βιβλιαράκι ήθελα να της δώσω τώρα που την ξαναβρήκα μπρος μου. Μου έγραψε τη διεύθυνσή και το τηλέφωνό της σε ένα χαρτί. Όταν μετά από μέρες τής το πήγα, συγκινήθηκε με αυτοσυγκράτηση στη θέα τού προ τεσσαρακονταετίας καλλίγραμμου σώματος της φωτογραφίας. Και με το ποιηματάκι που αναφέρεται σε κάποιο βράδυ στο σπίτι της. Ξαναδώσαμε αμήχανες υποσχέσεις να βρεθούμε, να τα πούμε, ξέροντας πως δεν θα το κάνουμε. Οι κόσμοι μας δεν επρόκειτο να ξανασυναντηθούν.
Πέθανε τον επόμενο μήνα. Απολύτως μόνη. Σε παντελή ανέχεια. Χωρίς καμία οικογένεια. Έμαθα ότι στην κηδεία της δεν πήγε ούτε ο ίδιος ο αδελφός της.
Αναρωτήθηκα ποιο ήταν, άραγε, το ίχνος που άφησε το πέρασμά της από τούτη τη ζωή η ύπαρξη –υπήρξε εξάλλου ή μήπως δεν υπήρξε– της Ζακελίνας. Και, αναζητώντας πιστοποίηση, έκανα ανασκαφή στα αρνητικά μου. Όπου την ξανασυνάντησα.»
Λίγο πριν έρθω σε αυτήν εδώ την εκδήλωση, κάλεσα τον αριθμό του κινητού τον οποίο ενεχείρισε αυτογράφως η Ζακελίνα στον Γεωργίου τον Μάιο του 2012. Η ηχογραφημένη φωνή της τηλεφωνήτριας ακούστηκε μηχανικά: «Ο αριθμός που καλέσατε δεν υπάρχει». Φυσικά και υπάρχει, καλή μου, υπάρχουν και ο αριθμός και η πλάτη αυτού του αριθμού, γιατί τα φωτογράφισε κάποτε ο Γεωργίου, ψιθύρισα στο ακουστικό και διέκοψα τη σύνδεση.
Ο Γεωργίου ξέρει το Παρίσι απ’ έξω κι ανακατωτά. Εγώ, μονάχα απ’ έξω. Μου σχολιάζει τους δρόμους και τις γειτονιές όπου διαδραματίζονται τα μυθιστορήματα του Ζαν Εσενόζ, ο οποίος ανήκει στο αναγνωστικό μας Πάνθεον, κι εγώ, αν δεν τα έχω ήδη επισκεφτεί, όταν γυρίσω στο σπίτι μετά από τη συνάντησή μας, τα εντοπίζω στο Google Street και τριγυρνώ μέσα τους εικονικά. Κι έτσι είναι σαν να έχουμε πάει μαζί.
Να πώς περιγράφει σε ένα κείμενό του τη σχέση του με το Παρίσι:
«Ρυθμός αλλοτριωτικός το βάδισμα, ένα-δύο, εν’-δυο, ψύχρα στη σκιά, ζέστη στον ήλιο, ανάλωση του Παρισιού με τα πόδια, πόσες φορές παλιότερα, αλλά ακόμη και τώρα, ομφαλός της Γης, ακόμη να με κουράσει τούτη η πόλη, τρεχάλα στα βουλεβάρτα, συναίσθηση ατόφια των αποστάσεων, αφή της πέτρας, του πωρόλιθου, της πίσσας, του τούβλου, αφή των δένδρων, των φύλλων, αφή του ήχου της και του ουρανού της, τόσες φορές, τόσες και τόσες τυχερός, λιακάδες αλλεπάλληλες, αλλά και τότε, Δεκέμβρη ή Φλεβάρη με μείον 10 και μείον 15, το χιόνι βαμβάκι, το πνίξιμο του κρότου, αφή και πάλι, χάδι καπιτονέ με βλέμμα πανοραμικό, εύρος προς ύψος, λόγος ιδανικός, χώρος υπόδειγμα, ενυδρείο παραδείσιο για το ψάρι που ψάχνει τα νερά του, για τον άνθρωπο του άστεος, για τον οικουμενικό πολίτη, τον πλανητικό άνθρωπο του Αξελού.»
Εντάξει τώρα, αγαπητοί μου, κανένας ματάκιας, όπως είναι όλοι καθ’ έξιν φωτογράφοι, δεν παραδέχεται πως είναι αυτό που είναι, και αρχίζει τις δραματοποιημένες καλλιέπειες για τον «οικουμενικό πολίτη» και τον «πλανητικό άνθρωπο του Αξελού». Σε τα μάς, τώρα, Άρι Γεωργίου; Ένας Φερέρ είσαι κι εσύ. Ποιος Φερέρ; Κάποιος ήρωας του Εσενόζ. Μόνο που εσύ στρέφεσαι προς τα πίσω για να φωτογραφίσεις, ενώ ο Φερέρ για να ταξινομήσει. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, δεν διαφέρετε και πολύ μεταξύ σας. Να πώς τον περιγράφει ο Εσενόζ*:
«Ο Φερέρ είναι τώρα εγκατεστημένος σε ένα καφέ στην πλατεία Οντεόν, η οποία συνήθως δεν είναι ιδεώδης τόπος για να πιεις ένα ποτό, παρά το ότι βρίσκεις πάντα ανθρώπους για να τους αφιερωθείς. Λιγοστός κόσμος μπαινοβγαίνει από τις εξόδους του μετρό, κι ο Φερέρ ενδιαφέρεται περισσότερο για το γυναικείο ήμισυ αυτού του κόσμου, το οποίο, όπως έχει παρατηρήσει, μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ομάδες: στις γυναίκες που αμέσως μόλις τις αποχωριστείς στρέφονται προς τα πίσω καθώς τις κοιτάζεις να κατεβαίνουν τα σκαλιά μιας εισόδου του μετρό, και σ’ αυτές που δεν στρέφονται καθόλου. Όσο για τον Φερέρ, αυτός στρέφεται πάντα τις πρώτες φορές για να υπολογίσει σε ποια κατηγορία ανήκει κάθε νέα γνωριμία, σ’ αυτές που στρέφονται ή σ’ αυτές που δεν στρέφονται. Στη συνέχεια, ενεργεί όπως κι αυτή, προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στη δική της, δεδομένου ότι δεν χρησιμεύει σε τίποτα να στρέφεσαι όταν δεν στρέφεται ο άλλος».
Αμφιβάλλει κάποιος εδώ μέσα πως ο Γεωργίου είναι από εκείνους που στρέφονται και σε φωτογραφίζουν πισώπλατα καθώς εσύ φεύγεις;
* (Ζαν Εσενόζ, Φεύγω, Πόλις 2001, μτφ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, σελ. 116-17).
Τον Γεωργίου δεν τον έχω δει ποτέ να τρώει γεμιστό σπληνάντερο ή τσιγεροσαρμά. Δεν τον έχω δει ποτέ να πίνει τσίπουρο Τυρνάβου ή να γελάει με τα αστεία του Σεφερλή. Θα ήθελα να τον εκμαυλίσω σχετικώς, μα αισθάνομαι ανίσχυρος.Τον φαντάζομαι, όμως, μέσα στον γευστικό του βιότοπο, το ρεστοράν «Όλυμπος Νάουσα», να ξεκινά τα προκαταρκτικά με Ζαμπόν Δανίας, να συνεχίζει ασύστολα με σούπα κρέμας Παρμαντιέ, να κορυφώνει εν σιωπή με σνίτσελ Χόφμαν και να χαλαρώνει χαυνωτικά με ένα προφιτερόλ σοκολά, όλα τους εδέσματα καταγεγραμμένα στον κατάλογο του εστιατορίου, για όσους από εσάς θυμούνται.
Να πώς μιλά ο ίδιος για τη σχέση του με αυτό το μυθικό ρεστοράν:
«Το ξαναβρίσκω τη δεκαετία του ’80 ως ενήλιξ θαμών, όταν εκείνο έχει εισέλθει πλέον για τα καλά στην περίοδο της οριστικής παρακμής του. Η ατμόσφαιρα που το χαρακτήριζε αντανακλούσε πια περισσότερο ένα μείγμα μεταξύ του αξιοθέατου –λόγω κοσμοπολίτικου κατάλοιπου– για τους νεώτερους και της απαρέγκλιτης αντανακλαστικής συνήθειας για τα περιποιημένα γραΐδια και τους ευυπόληπτους αστούς εν αποσύρσει. Κατ’ επανάληψη αποκαρδιωμένος από τις “σωτήριες” υπέρ διατήρησης και ανακύκλωσης επεμβάσεις, συνειδητοποιώ σιγά σιγά πως η φθορά και η βαθμιαία εγκατάλειψη εγκαθίστανται προοδευτικά εντός μου ως χαρακτηριστικά αυθεντικότητας υψηλών απαιτήσεων. Εισπράττω και αναλώνω ηδονικά το αίσθημα που αποπνέει ο χώρος σε αυτήν του την ύστερη περίοδο, έχοντας συναίσθηση ότι μόλις και την πρόλαβα. Επιστρέφω με κάθε ευκαιρία και με κάθε εξωθεσσαλονίκειο επισκέπτη μου για να μοιραστεί μαζί μου, έστω καθ’ υπόδειξη, αυτήν την αύρα του οικείου που διαπερνά το μόλις ακόμη εν ζωή “μνημείο”. Ζούμε μαζί τα τελευταία του. Και αναγνωρίζοντας εκεί πάντα τον Παναγιώτη, τον Νεοκλή, τον Γρηγόρη, τον Στέλιο, τον Γιάννη, τον Μιχάλη, τις κινήσεις, τους βηματισμούς, τη φρασεολογία τους, την εν αναμονή ακινησία τους μέσα στο φθίνον σκηνικό της καριέρας τους, τάσσομαι ανεπιφύλακτα υπέρ της άνευ όρων και τεχνητών παρεμβάσεων φυσιολογικής γήρανσης. Της μέχρι πλήρους κατάρρευσης ζώντων και μη οργανισμών φυσικής φθοράς. Την επέλαση της οποίας ακόμη και η μνήμη εις μάτην επιχειρεί να παρεμποδίσει.»
Αυτά που μόλις ακούσατε είναι ενδεικτικά μιας εγκατεστημένης αντίληψης στο σόφτγουερ του Γεωργίου: περιμένει τα πράγματα γύρω του να καταρρεύσουν, ώστε να δικαιωθεί η έγκαιρη και σωστική φωτογράφισή τους από τον ίδιο. Αισθητικοποιεί την παρακμή γιατί σοφά την αναγνωρίζει ως εγγενή μηχανισμό των έμψυχων και άψυχων του κόσμου τούτου. Αυτή η αντίληψη ζωής τον κάνει να διάγει τον βίο του χωρίς κορώνες σώψυχης υστερίας, σαν εκείνους που χτυπούν μανικά το υπαρξιακό τακουνάκι τους στο δάπεδο του βίου. (Εντάξει, εύκολη μεταφορά, αλλά δεν μου βρέθηκε καμιά καλύτερη.)
Αυτή η επικούρεια πλευρά του γήινου όντος Άρι Γεωργίου ως προς τη στρατηγική του απέναντι στους νόμους της φθοράς, παραπέμπει και σε δύο διευθύνσεις δρόμων της πόλης, οι οποίες συνιστούν το λήμμα:
Η πρώτη διεύθυνση, Μητροπόλεως 23, αντιστοιχεί στο κτίριο όπου στεγαζόταν το παλιό του γραφείο, αυτό που διατηρούσε όταν τον γνώρισα, κατά την πλειστόκαινο δεκαετία του ’80. Το κτίριο ανακαινίστηκε και σήμερα στεγάζει ένα ξενοδοχείο. Λίγες μέρες πριν από την έναρξη της λειτουργίας του, ανεβήκαμε μαζί με τον Άρι στον χώρο που αντιστοιχούσε στο παλιό του γραφείο. Τώρα πια ήταν κρεβατοκάμαρα, με τα έπιπλα ακόμη τυλιγμένα στα προστατευτικά τους κυψελώδη καλύμματα. Με την άκρη του ματιού μου τον παρατηρούσα καθώς περιεργαζόταν τη νέα χρήση του χώρου. Προσπαθούσα να ξεκλέψω ένα βλέμμα συγκίνησης, έναν τόνο μελαγχολίας ή νοσταλγίας στη φωνή του. Σιγά να μη. Τότε βεβαιώθηκα πως πρόκειται για έναν αυθεντικά ευαίσθητο άνθρωπο, και όχι για έναν γλυκερό τέντι μπόι των αναμνήσεων.
Να τι γράφει γι’ αυτόν τον χώρο:
«Είναι σαφής η εντύπωση της μακρόχρονης παραίτησης από κάθε πρόθεση συντήρησης και, στις περιπτώσεις που αυτή ήταν απολύτως αναγκαία, η παντελής απουσία καλού γούστου στις παρεμβάσεις.
Ωστόσο, με τον τρόπο αυτό εξυφαίνεται μια άλλη αισθητική. Είναι αυτή που συνδυάζει τις έννοιες της εγκατάλειψης με το βιωμένο, των ιχνών του παρελθόντος με την αποστροφή για το νεόκτιστο, του παρ’ ολίγον μεγαλείου με τη διάσταση μιας ανθρωπιάς που κατορθώνει ακόμη να επιβιώνει. Στο διάστημα που καθημερινά ζω το κτίριο, ακριβώς αυτό το αίσθημα μου αναπτύχθηκε μέσα στους χώρους του, που εξάλλου δεν ήταν ανεξάρτητο από συναισθηματισμούς του τύπου ‘‘ποιοι άραγε και πώς το βίωσαν στην Κατοχή’’ ή ‘‘πόσοι άραγε γεννήθηκαν μετά την ανέγερσή του και πέθαναν χωρίς να το δουν να δίνεται με αντιπαροχή’’».
Η δεύτερη διεύθυνση είναι η Αριστοτέλους 6.
Ήταν το σπίτι όπου ζούσε η γιαγιά του. Γράφει:
«Τον Νοέμβριο του ’80 τη συνόδεψα επειγόντως στη Γενική Κλινική. Παιδεύομαι καθώς γράφω, προσπαθώντας να θυμηθώ λεπτομέρειες, επιβεβαιώνονται οι απώλειες της μνήμης και της ανάγκης της για βοήθεια. Στις μέρες που ακολούθησαν, πριν την ξαναφέρουμε πίσω, πήγα μόνος στο σπίτι της, είχα πάντοτε δικό μου κλειδί, κάθισα αρκετά, το περιεργάστηκα, περιφέρθηκα από χώρο σε χώρο. Εδώ και καιρό δεν ήταν πλέον φροντισμένο, έλειπε η ενέργεια. Αντιλήφθηκα ότι σε λίγο θα ’λειπε και η ψυχή. Η επίπλωση, τα αντικείμενα, ό,τι σε καθημερινή βάση είχε μια φυσική επαφή μαζί της, έμελλε να υποβιβαστεί σε πεζό όγκο ύλης, να αποσυνδεθεί παντελώς από τη σχέση του με το τελευταίο άτομο που τα αγαπούσε. Ο ιστός που όλα μαζί έπλεκαν με τις συγκεκριμένες θέσεις και τις μεταξύ τους γειτονίες θα διαλυόταν, η εικόνα του χώρου σε λίγο θα μπορούσε να αποκατασταθεί μόνο με τη μνήμη και αργότερα θα ξεθώριαζε συνεχώς, αφήνοντας να επιπλεύσουν μόνο λίγα τμήματα απ’ το ναυάγιο που, αργά αλλά αμετάκλητα, θα βυθίζονταν σε απύθμενα βάθη.
Η προοπτική αυτής της συρρίκνωσης της μνήμης με κινητοποίησε. Θα συγκρατούσα ό,τι μπορούσα τώρα που φαινόταν να έχω την ευχέρεια. Θα ακινητοποιούσα φωτογραφίζοντας το περιβάλλον της, και στο μέλλον θα μπορούσα να ανατρέξω, να θυμηθώ τις συσχετίσεις, να αναπαραστήσω τις κινήσεις της.
Απόφαση σοφή. Δέκα χρόνια αργότερα επαληθεύω».
Το επόμενο λήμμα απαρτίζεται μονάχα από 25 λέξεις, διότι τα πολλά λόγια είναι φτώχεια και ο νοών νοείτω και όποιος κατάλαβε κατάλαβε. Και το λήμμα αυτό είναι το:
Κάθε άνθρωπος είναι εν μέρει και ο σύντροφος με τον οποίο επιλέγει να πάθει τη ζωή του μαζί. Οπότε, εν μέρει ο Γεωργίου είναι Μαίρη.
Τον έχω ακούσει να μου μιλά γι’ αυτήν με βλέμμα γλαρό, με φωνή πάλλουσα, με χέρια τρεμάμενα και βήμα παραπαίον. Για τα δικά μου γούστα έχει πολύ σκληρά ζυγωματικά, για τα δικά του δεν ξέρω. Για τη δική μου αισθητική, αν διαθέτω κάτι τέτοιο, παραείναι αμπντάλω στις κινήσεις της, για τη δική του, αγνοώ. Όμως σίγουρα και για τους δυο μας, έστω και ανομολόγητα, ο σπαραγμός της φωνής της παίρνει κεφάλια. Σε ποιαν πήγε το μυαλό σας; Να σας φανερώσω εγώ σε ποια πρέπει να πάει. Πρόκειται για το λήμμα:
BETH HART
και νομίζω πως εδώ είναι ώρα για ένα μικρό μουσικό διάλειμμα.
Το προτελευταίο λήμμα αφορά σε ένα έργο ζωής του Γεωργίου, για το οποίο σίγουρα θα έχετε ακούσει πολλά από τους προλαλήσαντες. Ένα έργο που προπόνησε τα μάτια αυτής της πόλης στο να μπορούν να βλέπουν κι αλλιώς. Πρόκειται για το λήμμα:
Γράφει ο ίδιος:
«Κάπου πίσω βαθειά στη μνήμη μου, από τα ξεκινήματά μου στη φωτογραφία, ανασύρεται η φράση “Les Gens ne comptent pas pour du beurre”, δηλαδή “Οι άνθρωποι δεν είναι κάτι σαν βούτυρο στο ψωμί μας”, δηλαδή στο ψωμί των φωτογράφων. Ήταν ο τίτλος μιας συνέντευξης του Guy Le Querrec σε ένα γαλλικό φωτογραφικό περιοδικό της εποχής, δεκαετία του ’70 ήταν, και τον είχε διαμορφώσει ο δημοσιογράφος προκειμένου να υπογραμμίσει το ουσιαστικό, το ανθρωπιστικό ενδιαφέρον του Le Querrec για τους ανθρώπους που εν τέλει τού “χάριζαν” τις σημαντικές του φωτογραφίες.
Όταν κάποτε, καμιά εικοσπενταριά χρόνια αργότερα, τον γνώρισα και του ανέφερα τη δική του φράση που μου είχε αφήσει ανεξίτηλο ίχνος, εκείνος πια δεν τη θυμόταν καν. Μου έδωσε, μάλιστα, την εντύπωση ότι το ζήτημα δεν τον απασχολούσε πλέον με τον ίδιο τρόπο. Αυτή η, πιθανόν αβάσιμη, αμφιβολία μου έγινε αφορμή για να συνειδητοποιήσω πόσο η φωτογραφία βρίσκεται σχεδόν “έξω από τον φωτογράφο”. Πόσο το περιεχόμενο της απεικόνισης, το είδωλο της πραγματικότητας στη φωτοευαίσθητη επιφάνεια δεν είναι παρά μια άυλη και άψυχη σημείωση, ένα φτωχό μνημόνιο μιας συγκίνησης που δεν μπορεί να επαναληφθεί. Οι άνθρωποι, λοιπόν, δεν ‘‘μετρούν μόνο σαν βούτυρο’’ στο ψωμί μας, δεν είναι διακοσμητικοί, δεν είναι απλές οπτασίες που συνέλαβε ο φακός, δεν είναι μορφές και μάζες που αποκρυσταλλώνονται σε μια ωραία σύνθεση ή αφαίρεση, αποκαθιστώντας “έργο τέχνης”. Οι άνθρωποι είναι. Ή ήταν.
Αυτές τις σκέψεις μού έφερε στον νου η αναδίφηση στο αρχείο των αρνητικών της Φωτογραφικής Συγκυρίας. Φέτος που πάνε είκοσι χρόνια από το ξεκίνημά της κι ακόμη λίγα από το Parallaxis ’85, που είχε προηγηθεί. Τώρα που αντιλαμβάνομαι τον αριθμό των ανθρώπων που φωτογράφησα καθώς, όλο και περισσότερο, ήθελα να συγκρατώ στη μνήμη μου φάσεις, πρόσωπα, καταστάσεις ανάμεσα σε τόσες και τόσες που διαδραματίζονταν».
Το ότι οι άνθρωποι δεν «μετρούν μόνο σαν βούτυρο» στο ψωμί μας, ότι δεν είναι διακοσμητικοί, θα το καταλάβετε σε λίγο, καθώς ο Γεωργίου θα σας φωτογραφίζει όσο θα πίνετε το κρασί σας και θα τσιμπολογάτε στον, ελπίζω ενδιαφέροντα, μπουφέ, προορισμένοι κάποιοι από εσάς να καταλήξετε μελλοντικά στην κιβωτό του Γεωργίου. Ποια κιβωτό; Αυτήν που απαρτίζει το λήμμα:
«Δεν σταμάτησε ποτέ να με εντυπωσιάζει η ποικιλομορφία της εμφάνισης των ανθρώπων. Θυμάμαι παιδιόθεν να τους περιεργάζομαι περίεργος, μέσα στο λεωφορείο. Τους επιβάτες, τον εισπράκτορα, τον οδηγό. Το ίδιο και στην τάξη του νηπιαγωγείου, του σχολείου αργότερα, είτε ήταν οι συμμαθητές μου, είτε οι δάσκαλοι, είτε ο επιθεωρητής ή ο σχολίατρος. Οι γονείς των φίλων, οι θείες μου, οι τυχαίοι περαστικοί στον δρόμο, οι γείτονες συνδαιτυμόνες στα εστιατόρια, οι θεατές στους κινηματογράφους και οι μουσικοί επί σκηνής αλλά και οι ποικίλοι ένστολοι, φαντάροι, πυροσβέστες, μάγειροι, ταχυδρομικοί, χωροφύλακες, παπάδες, σερβιτόροι, αποτελούσαν όλοι μαζί ένα θέαμα χωρίς τέλος.»
Αυτά γράφει, μεταξύ άλλων, στο, ομότιτλο με το λήμμα αυτό, βιβλίο που συνδημιουργήσαμε και το οποίο, ως κιβωτός του κόσμου τούτου, διασώζει, εν είδει ολόσωμων φαγιούμ, τις μορφές δεκάδων γήινων, αποκομμένες από το περιβάλλον τους, μορφές που στον επόμενο αιώνα θα αποτελούν αρχειακό υλικό για τον ανθρωπογνώστη του μέλλοντος. Μορφές που έχουν απορροφήσει ζωή και πόλη και την εκλύουν με το βλέμμα, το ρούχο και την κίνησή τους.
Κυρίες και κύριοι,
Είναι γνωστό πως η φύση απεχθάνεται το κενό. Το έχουν υποστηρίξει ο Αριστοτέλης παλαιότερα και η Ντόρα Μπακογιάννη πρόσφατα σε ένα άρθρο της στην Καθημερινή με τίτλο «Η οικονομία ως παράπλευρη απώλεια». Θα υπερθεματίσω λέγοντας πως η φύση απεχθάνεται το κενό ιδιαίτερα όταν αυτό αναγράφει στη φόδρα του το ονοματεπώνυμο Άρις Γεωργίου. Ο Γεωργίου, ακόμη κι αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον επινοήσουμε, για να κυκλοφορεί ανάμεσά μας και, με τον τρόπο του, να μας εμπνέει να θέλουμε να γίνουμε πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι.
Αν δεν είχε γεννηθεί ο Γεωργίου, στο κενό που καταλαμβάνει ο κομψός όγκος του θα μπορούσε να υπάρχει σήμερα μια κερασιά, ένας αλιγάτορας ή ένα παγκάκι, για παράδειγμα. Ομολογώ πως το παγκάκι ταιριάζει περισσότερο. Διότι ο Γεωργίου, όπως κι ένα παγκάκι, σε υποδέχεται και σε φιλοξενεί στον κόσμο του όταν τον πλησιάσεις.
Οπότε, Άρι Γεωργίου, σε ευχαριστούμε πολύ που γεννήθηκες!
Σημείωση
Τα αποσπάσματα από κείμενα του Άρι Γεωργίου και οι φωτογραφίες περιλαμβάνονται στον τόμο: Άρις Γεωργίου, Ανέκαθεν και τουναντίον (Φωτοπαρακείμενα 1982-2014)
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Άρι Γεωργίου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.