Χάρτης 7 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-7/klimakes/glwsso-logika-lexiko-grafika
Σχόλια στα σχόλια του Στέφανου Κουμανούδη (7)
αλήμων ώ. Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος εν τω λεξικώ του της καθ’ ημάς Ελληνικής διαλέκτου, 1835 ούτως έγραψεν το κοινώς παρ’ ημίν γραφόμενον επίρ. αλλοίμονον, κρίνας αυτό παρεφθαρμένον εκ του εν τη Γαλεομαχία «Ιαλέμων ω» του Θεοδώρου Προδρόμου. Ούτω και εν τω Γαλλοελληνικώ λεξικώ του, 1856. – Αλλά πόσους έπεισεν;
*
Με τις τρεις τελευταίες λέξεις ο Κουμανούδης θέτει μια ρητορική ερώτηση η απάντηση της οποίας είναι ασυζητητί «Δεν έπεισε κανένα». Ο Βυζάντιος παραθέτει το παράδειγμα: Αλήμων ω εις εμένα τον ταλαίπωρον! με τα αρχαιοελληνικά ερμηνεύματα Οίμοι τω ταλαιπώρω!, ω τάλας! Στο λήμμα αλλοιμονώτερον, Ακρόπολις, 25 Μαΐου 1889, ο Κουμανούδης επαναλαμβάνει τα όσα γράφει στο αλήμων ω, χωρίς εσωτερική παραπομπή στο λήμμα αυτό. Γνωρίζει, επίσης, τη μη πιθανή ετυμολογία του Ν. Γ. Πολίτη (1898) από το ηλί ηλί, αλίμονο < αλί + μόνον.
Η ετυμολογία του επιφωνήματος αλίμονο
–αυτή η ορθογράφηση, ως απλούστερη, έχει καθιερωθεί–, με μακρά παράδοση στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας, παραμένει αβέβαιη, όπως δείχνουν οι διαφορετικές ορθογραφικές αναπαραστάσεις της λέξης.[1]
Με βάση τη στατιστική συχνότητα της μηχανής αναζήτησης Google (6 Ιουνίου 2019) παρουσιάζονται οι ακόλουθες μορφές: αλίμονο (459.000 παραδείγματα), αλλοίμονο (109.000), αλοίμονο (36.000), αλλίμονο (7.110), αλήμονο
(459), αλλήμονο (160), αλλείμονο (9), αλείμονο (5). Στο Ιστορικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών, λήμμα αλλοίμονο, με την μη πειστική αναγωγή στο αρχαίο ἀλλ’ οἴμοι, καταγράφονται 35 μορφολογικοί τύποι, όπως αγλοίμονο αϊλοίμονο και αλοίσμονο από την Κρήτη, αλλοί, ναλλοί και ναϊλλοί από τον Πόντο κ.ά. Το αλλοί στην ουσία είναι το αλί (βλ. αλί και τρισαλί), ήδη μεσαιωνικό, το οποίο σε όλα τα λεξικά καταγράφεται ως χωριστό λήμμα. Το επιφώνημα αλλοιμονάκι αναπτύσσεται στο Ιστορικό λεξικό ως αυτόνομο λήμμα, ενώ πρόκειται για ευκαιριακό σχηματισμό που εξυπηρετεί μετρικές ανάγκες.[2] Για τα επώνυμα Αλλοίμονος και Αλλοιμονάκις, με απωσιώπηση των απλούστερων ορθογραφήσεων Αλίμονος
και Αλιμονάκης, παραθέτει ενδιαφέροντα στοιχεία ο Δικαίος Βαγιακάκος.[3]
*
αλτ! ... Κανονισμός ασκήσεων πεζικού, 1876. – Μιχαήλ Ν. Δαμιράλης εν μεταφράσει του Σαιξπηρείου Άμλετ, 1890. – Ακρόπολις 11 Φεβρουαρίου 1895. – Ηναγκάσθην δυστυχώς να καταχωρίσω εδώ και την ακράτως ξένην ταύτην λέξιν, επειδή λόγιοι την κατεδέχθησαν και την εισήγαγον όχι μόνον εις τον στρατόν ως κέλευσμα, αλλά και άλλως και εις τα ποιήματα. Το στάσου, ή στάσ’, δεν τους ήρεσεν.
*
Ενδιαφέρουσα είναι η υπόρρητη θέση του Κουμανούδη ότι το ξενικό επιφώνημα είναι ανεκτό ως στρατιωτικό κέλευσμα. Πράγματι με τη σημασία αυτή αποτελεί διεθνισμό. Ξεκίνησε ως γερμανισμός: προστακτική halt του ρήματος halten «σταματώ» με επιφωνηματική σημασία. Το ιταλικό alt είναι γνωστό από το 1482. Στη γαλλική, απ’ όπου εισήλθε στη γλώσσα μας, και στην αγγλική ως halt, μαρτυρείται το επιφώνημα halte! ως στρατιωτικός όρος από το 1636. Το Λεξικό Δημητράκου ετυμολογεί το αλτ αόριστα από το γερμανικό halten και το ερμηνεύει με το αρχαϊστικό «στήθι ή στήτε». Τα συνώνυμα «ακίνητος», «σταμάτησε», «στάσου», «στοπ» δεν εναλλάσσονται κατά το δοκούν. Μπορεί να πει κάποιος σε έναν που δεν είναι στρατιώτης αλτ! με την απειλητική σημασία «ακίνητος!» ή χαριεντιζόμενος, δεν ταυτίζεται όμως υφολογικά με το στάσου! Θα ήταν γελοίο να αντικατασταθεί αυτή η προστακτική με το αλτ στο εξαιρετικό λ.χ. στιχούργημα του Άκου Δασκαλόπουλου (1937-1998), μελοποιημένο από τον Μίμη Πλέσσα, Κορίτσι στάσου να σου πω/στάσου λιγάκι./Δεν βλέπεις πόσο σ’ αγαπώ/χελιδονάκι.
Το γαλλικό halte έλαβε μεταφορική σημασία και ταυτίστηκε με το stop: Dire halte à la guerre. (Πείτε στοπ στον πόλεμο). Χρησιμοποιείται, επίσης, σε ελλειπτικές προτάσεις: Halte aux essais nucléaires! (στοπ στις πυρηνικές δοκιμές). Αντίστοιχη σημασιολογική εξέλιξη, έστω και σε περιορισμένη χρήση, παρουσιάζει το αλτ.[4]
Τα μονοσύλλαβα αλτ και στοπ προσφέρονται για προτάσεις-συνθήματα: αλτ (= τέρμα) στη φοροδιαφυγή. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι γραφικές απεικονίσεις: «Διαστ-ΑΛΤ(!)-ικά». Διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος που απαγορεύει τη σύσταση ιδιωτικών Πανεπιστημίων. Με σαφή προειδοποίηση να σταματήσει η προσπάθεια κατάργησης του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης.[5]
Αξιοπρόσεκτα είναι και ορισμένα ακρωνύμια τα οποία αποτελούν πια παρελθόν, αφού η γλώσσσα και η κοινωνία αλλάζουν διαρκώς. ΑΛΤ σημαίνει Αποκλειστικές Λωρίδες Ταξί.[6] Κατά τις λεωφορειολωρίδες και τις αποκλειστικές λωρίδες λεωφορείων (ΑΛΛ) σχηματίστηκε ad hoc ένα άτυπο, αλλά υπαρκτό ακρωνύμιο. Το 1998 δημιουργήθηκε η ομάδας της Άμεσης Δράσης «ΑΛΤ» που σημαίνει Αντιμετώπιση Ληστειών Τραπεζών. Μόλις διαλύθηκε η ομάδα, εξαφανίστηκε και το ακρωνύμιο.
Ο Κουμανούδης δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η μικρή αυτή λέξη όχι μόνο θα παγιωνόταν στο στρατιωτικό λεξιλόγιο, αλλά θα αποκτούσε και άλλες χρήσεις.
Από το 1981 μπήκε ένα καινούργιο αλτ
στη ζωή μας που έχει σχέση με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Λημματογραφήθηκε πρώτη φορά στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών. Πρόκειται για το αμερικανικό alt(ernate key), πλήκτρο που μπορεί να πατηθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλο για την εκτέλεση εναλλακτικής λειτουργίας.
*
αλτρουισμός, ο [εκ του Λατ. alter] Γαλλιστί altruisme, αντιθέτως του égoïsme) η φιλαλληλία. Ακρόπολις 2 Μαΐου 1895. – Και πλείστοι άλλοι από ολίγων τινών ετών χρώνται παρ’ ημίν τη ξένη ταύτη λέξη εξ ουδεμιάς ανάγκης.
Ο αλτρουισμός δεν ταυτίζεται προφανώς με τη φιλαλληλία
η οποία σήμαινε στα μεταγενέστερα χρόνια «αμοιβαία αγάπη». Έχει αρμονικά ενταχθεί στο λεξιλόγιο της Νεοελληνικής, καθώς μαρτυρούν τα παράγωγα αλτρουιστής και αλτουιστικός.
Τη λέξη altruisme δημιούργησε το 1830 ο ιδρυτής της κοινωνιολογίας και του θετικισμού Αύγουστος Κοντ ως βασική έννοια της Ηθικής, για να δηλώσει το ακριβώς αντίθετο του εγωισμού (égoïsme). Πρόκειται για συμφυρμό του γαλλικού autrui «ο άλλος» και του λατινικού alter «ο ένας από τους δύο, ο άλλος». Όπως δείχνει η ετυμολογική προέλευση της λέξης, στο επίκεντρο του ηθικά ακέραιου ανθρώπου είναι όχι «ο εαυτός», αλλά «ο άλλος». Το 1853 καταγράφεται πρώτη φορά η λέξη στην αγγλική (altruism) και την ίδια δεκαετία στη γερμανική (Altruism). Το ιταλικό altruismo χρονολογείται από το 1874. Αλτρουισμός σημαίνει αγάπη προς τον πλησίον, παντελή απουσία ιδιοτέλειας, ανιδιοτέλεια, η οποία συνδέεται με άλλες αρετές, όπως: αυταπάρνηση, αφιλοκέρδεια, γενναιοδωρία, φιλανθρωπία.
Οι βασικές μορφές του αλτρουισμού είναι οι ακόλουθες:[7]
1. ψυχολογικός: αναφέρεται σε ένστικτα, συναισθήματα και κίνητρα ενός ατόμου που αποβλέπει στην ωφέλεια του άλλου (Comte).
2. συμπεριφορικός: ασχολείται με πράξεις που ωφελούν τους άλλους και όχι το ίδιο το άτομο. Αυτό το νόημα εμφανίστηκε πρώτα σε κείμενα του Herbert Spencer που αφορούν τη θεωρία της εξέλιξης στην κοινωνιολογία και την ηθική μετά το 1870.
3. ηθικός ή ιδεολογικός: στηρίζεται στην αρχή ότι το «ηθικά καλό», ταυτίζεται με το «καλό των άλλων».
Ως όρος της ηθικής και της ψυχολογίας ο αλτρουισμός δηλώνει την καλοπροαίρετη διάθεση του ατόμου να βοηθήσει τους συνανθρώπους του που βρίσκονται σε δύσκολη θέση, χωρίς να περιμένει κανενός είδους αντάλλαγμα.
Ο αποτελεσματικός αλτρουισμός (effective altruism) είναι μια φιλοσοφία και ένα κοινωνικό κίνημα που αναπτύχθηκε κατά την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα με σκοπό την καλύτερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων που υπάρχουν για την ωφέλεια των άλλων. Καθοριστική υπήρξε η συμβολή του αυστραλού θεωρητικού του ωφελιμισμού και καθηγητή της Βιοηθικής Peter Singer (γεννήθηκε το 1946).
Ο παθολογικός αλτρουισμός (pathological altruism) στις ποικίλες πτυχές του ήρθε στην επιφάνεια με τη δημοσίευση ενός σπουδαίου συλλογικού έργου.[8] Πρόκειται για αρρωστημένες καταστάσεις, όπως η νευρογενής ανορεξία λόγω τύψεων για το ότι πεθαίνουν καθημερινά χιλιάδες άνθρωποι, ιδίως παιδιά, από έλλειψη τροφής. Στην ίδια κατηγορία ανήκει το σύνδρομο της συλλογής ζώων (animal hoarding), ιδίως κατοικίδιων, όπως γάτες και σκυλιά, που ζουν κάτω από απαράδεκτες υγειονομικές συνθήκες. Οι άνθρωποι που εμφανίζουν αυτό το σύνδρομο βιώνουν την κοινωνική απομόνωση.
Η μυθιστοριογράφος και ποιήτρια Mary Ann Evans, γνωστή με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο George Eliot (1819-1880) αναφέρει τον αλτρουισμό σε ένα ενδιαφέρον συγκείμενο: «Υπάρχει ένας μύθος που λέει ότι, όταν μέλισσες κέντρισαν σ’ όλο του το σώμα τον ασβό, μια αρκούδα τον παρηγόρησε με την ενθουσιώδη διαπίστωση ότι πήρε ωραίο πρωινό με το μέλι τους. Ο ασβός απάντησε εκνευρισμένος: ‘Τα τσιμπήματα είναι στη σάρκα μου και η γλυκύτητα στο ρύγχος σου’. Η αρκούδα, λέγεται, ένιωσε έκπληξη γιατί ο ασβός δεν έδειξε αλτρουισμό».[9]
*
αμαξευτή οδός, η. Σταύρος Σταθόπουλος 1854. – Ταύτην την λέξιν, ως και την κατωτέρω, αμαξωτή οδός, εποίησαν οι ποιήσαντες όχι ίσως διότι ηγνόουν την παλαιάν αμαξιτόν, αλλά διότι δεν την εθεώρουν ευμάθητον παρά των πολλών λόγω της καταλήξεως· και δεν τους κακίζω. Υπάρχει δε παρά Στράβωνι το «ὁδός ἁμαξεύεσθαι δυναμένη». Επικράτησε δε, νομίζω, μάλλον τώρα να λέγεται αμαξιτή οδός.
αμαξωτή οδός, η. Ομολογώ την αμαρτίαν μου, ότι ούτος ο σχηματισμός μοι αρέσκει και όχι ο της αμαξιτού.
Τμήμα αρχαίας αμαξιτής οδού μήκους 300μ. έφερε στο φως αρχαιολογική έρευνα (2015) που διενήργησε η εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, Πειραιώς και Νήσων στην παραλία του Μεγάλου Καβουρίου Βουλιαγμένης.[10]
Ο Κουμανούδης έχει απόλυτα δίκιο. Το αρχαίο επίθετοἁμαξιτός (ἁμαξιτή οδός και η ἁμαξιτός) δεν έχει ετυμολογική διαφάνεια για τους πολλούς (ἅμαξα + εἶμι «πηγαίνω») επιβιώνει όμως ως λόγια έκφραση: αμαξιτή οδός, αμαξιτός δρόμος. Στον Κύριλλο Αλεξανδρείας (4ος-5ος μ.Χ. αι.) σώζεται η εσφαλμένη, πλην αναμενόμενη, γραφή αμαξητός,
κατά τα πολλά σε -ητός επίθετα. Οι απλοί άνθρωποι προτιμούν τη «σφαλερή δημιουργία» αμαξωτός δρόμος και ως ουσιαστικό αμαξωτός (ο) για τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Στην κοινή νεοελληνική αποφεύγεται σήμερα η χρήση των δύο επιθέτων. Έχουν αντικατασταθεί από το ουσιαστικό άσφαλτος με τη σημασία «ασφαλτοστωμένος δρόμος». Το αμαξωτός, όπως και η δημοσιά,
χρησιμοποιείται σε ορισμένες διαλέκτους και διάφορα ιδιώματα.
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα υπάρχουν περισσότερα από τριάντα σύνθετα που παράγονται από τη λέξη ἅμαξα «τετράτροχο όχημα» με βασικό σημείο αναφοράς τον άξονα, σπουδαίο τεχνολογικό επίτευγμα της αρχαιότητας. Σημειωτέον ότι το υποκοριστικό ἁμάξιον εμφανίζεται ήδη στον Αριστοτέλη. Ἁμαξίς ήταν το αμαξάκι με το οποίο έπαιζαν τα μικρά παιδιά ή αγαπημένο γλυκό των παιδιών σε σχήμα αμαξιού. Ο φιλόσοφος Πορφύριος ο Τύριος (3ος αι. μ.Χ.) μας πληροφορεί ότι αυτοί που ζούσαν πάνω σε άμαξα λέγονταν ἁμαξόβιοι (για νομάδες) και ἁμάξοικοι κατά τον Στράβωνα. Το ίδιο σήμαινε, εκτός των άλλων, το ρήμα ἁμαξεύω. Τα τροχόσπιτα, επομένως, έχουν μακρά προϊστορία.
Στον Λουκιανό συναντάμε την παροιμία ἡ ἅμαξα τὸν βοῦν (ἕλκει), «η άμαξα σέρνει το βόδι», δηλαδή τοποθετείται η άμαξα μπροστά από το βόδι. Πολλοί νομίζουν ότι η έκφραση βάζει το κάρο/την άμαξα μπροστά από το άλογο ανάγεται στο αγγλικό put the
cart
before
the
horse, με χρονολογία πρώτης εμφάνισης τον 16ο αιώνα, ή στη γαλλική ακριβή αντιστοιχία mettre la charrue avant les bœufs. Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, η σημασία της οποία επανενισχύθηκε στη νεοελληνική από την αντίστοιχη αγγλική και γαλλική, σημαίνει ότι κάποιος αντιστρέφει την ορθή σειρά των πραγμάτων ή τη φυσική τους πορεία, κάνει κάτι με λάθος σειρά, ενεργεί αντίθετα με τη λογική, επομένως είναι αναποτελεσματικός.